Σε όλο και βαθύτερη δημοσιονομική κρίση φαίνεται να βουλιάζει η Γερμανία, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο, που την προκάλεσε σε πρώτο επίπεδο, καταφέρει τώρα νέο πλήγμα στις προσπάθειες του κυβερνητικού συνασπισμού να παρακάμψει τον σκόπελο και να βρει λύση στο χρηματοδοτικό κενό. Ο λόγος αυτή τη φορά για τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, που αναγκάστηκε να παρουσιάσει ο υπουργός Οικονομίας και μέλος των Ελευθέρων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο τον χαρακτηρίζει «ιδιαιτέρως προβληματικό από συνταγματικής απόψεως».
Η κρίση άρχισε πριν από περίπου δύο εβδομάδες όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική την απόφαση του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, να μεταφέρει 60 δισ. ευρώ από το ταμείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο ταμείο για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Επρόκειτο για κεφάλαια που τελικά δεν είχαν χρειαστεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ετσι, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, του οποίου ηγείται ο κ. Σολτς, επιχείρησε αυτόν τον ελιγμό, ώστε να μη χρειαστεί να αναστείλει και πάλι την ισχύ του λεγόμενου «φρένου χρέους».
Το «φρένο χρέους», που αντιμετωπίζεται ως θέσφατο και έχει ενσωματωθεί στο σύνταγμα της Γερμανίας, θέτει όριο στην αύξηση του δανεισμού της χώρας το 0,35% του ΑΕΠ της. Επιτρέπονται εξαιρέσεις μόνον όταν υπαγορεύονται από καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως και έγινε το 2020 εν μέσω της πανδημίας και η αναστολή της ισχύος του διήρκεσε τρία χρόνια. Ομως, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δημιούργησε ένα χρηματοδοτικό κενό 60 δισ. ευρώ, καθώς τα περίπου 40 δισ. ευρώ που έχουν ήδη δαπανηθεί φέτος για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών έναντι της ενεργειακής κρίσης, αλλά είχαν αντληθεί από το ειδικό ταμείο, τώρα πρέπει να ενσωματωθούν αναδρομικώς στον κανονικό προϋπολογισμό.
Η κυβέρνηση αναγκάστηκε, έτσι, να καταφύγει σε δημοσιονομικούς ελιγμούς για να βρει εναλλακτικές λύσεις μέσω ενός συμπληρωματικού προϋπολογισμού και να επικαλεστεί εκ νέου επιτακτική ανάγκη για να αναστείλει το «φρένο χρέους». Ζητούμενο για την κυβέρνηση ήταν να μην εγκαταλείψει τα σχέδιά της για την πράσινη μετάβαση, αλλά και να μην ανακαλέσει κοινωνικά επιδόματα και στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Από την πλευρά του, όμως, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που έχει αναλάβει να εποπτεύει τα δημόσια οικονομικά της χώρας και να εκδίδει μη δεσμευτικές προειδοποιήσεις, δεν εγκρίνει τον ελιγμό και αμφισβητεί τη νομιμότητα μιας τέτοιας κίνησης της κυβέρνησης.
Παράλληλα το δικαστήριο επέκρινε την επιλογή της κυβέρνησης να ενσωματώσει μόνον δύο από τα ειδικά ταμεία στον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, ενώ άλλα ειδικά ταμεία, όπως εκείνα για τη μέριμνα των παιδιών και τις ψηφιακές υποδομές συνολικής χρηματοδότησης 14,3 δισ. ευρώ, παρέμειναν εκτός του τακτικού προϋπολογισμού. Το σχέδιο του συμπληρωματικού προϋπολογισμού βρίσκεται, πάντως, στο στάδιο της συζήτησης στο γερμανικό κοινοβούλιο, που σημαίνει πως επιδέχεται ακόμη τροποποίησης, πριν από την προγραμματισμένη έγκρισή του εντός του μηνός.
Διολισθαίνει σε ύφεση η οικονομία, προβλέψεις για αρνητικό κλίμα στα οικονομικά στοιχεία που θα δημοσιευθούν εντός του μηνός.
Στο μεταξύ, με απόσταση ωρών το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο ZEW εξέφρασε την ανησυχία του για τη δημοσιονομική παγίδα στην οποία έχει εγκλωβιστεί η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, εν μέσω μιας αρνητικής συγκυρίας, καθώς διολισθαίνει σε ύφεση. Προέβλεψε μάλιστα πως το αρνητικό κλίμα θα αποτυπωθεί στα οικονομικά στοιχεία που θα δοθούν στη δημοσιότητα εντός των ημερών και συγκεκριμένα στις 12 Δεκεμβρίου, αλλά και στην εμπιστοσύνη των επενδυτών. «Σε οικονομικούς όρους είναι ένα ακόμη χτύπημα», σχολίασε ο Ακίμ Βάμπαχ, στέλεχος του ZEW και διευκρίνισε πως η δημοσιονομική αυτή κρίση καλλιεργεί «τεράστια αβεβαιότητα για το πώς θα μπορέσει να εξελιχθεί η Γερμανία σε μια πράσινη οικονομία με χαμηλή κατανάλωση άνθρακα».
Εχει, άλλωστε, προηγηθεί την περασμένη εβδομάδα η Deutsche Bank, που αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της Γερμανίας και τώρα προβλέπει συρρίκνωση 0,2% για το σύνολο του έτους. Ο γερμανικός τραπεζικός κολοσσός τόνισε μάλιστα πως η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει την «τέλεια καταιγίδα» εξαιτίας της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ομοίως το ΔΝΤ έχει προβλέψει πως το γερμανικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,5% στο σύνολο του έτους συνεπεία της ενεργειακής κρίσης που την έπληξε το περασμένο έτος, αλλά και του συνεπακόλουθου πληθωρισμού που υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών βιομηχανιών.
Ανάμεσα στις συνέπειες που ανησυχούν περισσότερο τους οικονομολόγους και τα οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας είναι το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις περιορίζουν την παρουσία τους στη χώρα και επιχειρούν να επεκταθούν αλλού, προκειμένου να βρουν ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς και φτηνότερη ενέργεια. Το αρνητικό κλίμα αποτυπώνεται, άλλωστε, στις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων, καθώς σε πρόσφατη έρευνα μεταξύ 24.000 εταιρειών, περισσότερες από τις μισές δήλωσαν πως βλέπουν την οικονομική πολιτική της Γερμανίας ως κίνδυνο.