Άρθρο Γιώργου Κολυβά στην «Κ»: Οι προοπτικές για τα δημόσια οικονομικά της Ε.Ε.

Άρθρο Γιώργου Κολυβά στην «Κ»: Οι προοπτικές για τα δημόσια οικονομικά της Ε.Ε.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συμπληρώσει σε τρεις μήνες τα δύο χρόνια και θα προχωρήσει στον τρίτο, χωρίς όμως να διαφαίνεται προοπτική λήξης του. Αντιθέτως, φαίνεται πιθανότερη η συνέχιση του πολέμου για μήνες, ίσως ακόμη και για κάποια χρόνια. Ευτυχώς η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίζει από την πρώτη στιγμή με σχετική ενότητα την Ουκρανία

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συμπληρώσει σε τρεις μήνες τα δύο χρόνια και θα προχωρήσει στον τρίτο, χωρίς όμως να διαφαίνεται προοπτική λήξης του. Αντιθέτως, φαίνεται πιθανότερη η συνέχιση του πολέμου για μήνες, ίσως ακόμη και για κάποια χρόνια.

Ευτυχώς η Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίζει από την πρώτη στιγμή με σχετική ενότητα την Ουκρανία. Η Ε.Ε. και τα μεμονωμένα κράτη-μέλη της έχουν προσφέρει στην Ουκρανία από την έναρξη του πολέμου οικονομική, στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια που ξεπερνάει τα 85 δισ. ευρώ. Οσο συνεχίζεται ο πόλεμος, η Ε.Ε. οφείλει να παρέχει βοήθεια, ενώ το κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο είναι μεγάλο και δύσκολο να εκτιμηθεί, γνωρίζουμε όμως ήδη ότι θα ξεπερνάει τα 400 δισ. δολ., σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.

Στις 8 Νοεμβρίου 2023 η Επιτροπή πρότεινε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ουκρανίας και της Μολδαβίας. Πρόσφατα αναζωπυρώθηκε και το ενδιαφέρον της Ε.Ε., και φυσικά και της Ελλάδας, για την επίσπευση της διεύρυνσης με χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με ορίζοντα το 2030. Το επενδυτικό σχέδιο 2021-27 της Ε.Ε., που έχει ήδη εγκριθεί ως προενταξιακή βοήθεια στα Δυτικά Βαλκάνια, μπορεί να φτάσει μέχρι τα 30 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια.

Αυτή η πολιτικά και στρατηγικά επιθυμητή διεύρυνση της Ε.Ε. με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Ουκρανία και τη Μολδαβία θα σήμαινε, με τα σημερινά δεδομένα των πολιτικών και των προγραμμάτων που ήδη υλοποιεί η Ε.Ε., αύξηση της τάξης των 400 δισ. ή κατά 30% του εγκεκριμένου επταετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε. 2021-2027, που είναι 1,211 τρισ. ευρώ σε τιμές 2021 και θα έπρεπε να φτάσει το 1,611 τρισ. Από αυτά τα πρόσθετα 400 δισ., περίπου τα 250 δισ. θα χρειάζονταν για την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής της Ε.Ε. στην Ουκρανία.

Σήμερα, στο 1,211 τρισ. του προϋπολογισμού της Ε.Ε. μπορούμε να προσθέσουμε το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας των 800 δισ. ευρώ σε τιμές 2021, που εγκρίθηκε στις έκτακτες και δραματικές συνθήκες της πανδημίας του 2020. Ομως, με τα σημερινά δεδομένα, το ΤΑΑ δυστυχώς λήγει στο τέλος του 2026 και είναι ακόμη άγνωστο εάν θα παραταθεί ο χρόνος υλοποίησης ή εάν θα υπάρξει αντίστοιχο Ταμείο, π.χ. εστιασμένο στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και στην ανάκαμψη της βιομηχανίας της Ε.Ε. στον επόμενο επταετή προϋπολογισμό 2028-2034.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ υπενθύμισε στο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Συνέδριο στις 17 Νοεμβρίου 2023 ότι, με βάση υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ε.Ε. χρειάζεται ετήσιες επενδύσεις της τάξης των 620 δισ. ευρώ για την πράσινη μετάβαση και την κλιματική αλλαγή και 125 δισ. για την ψηφιακή μετάβαση, τουλάχιστον μέχρι το 2030.

Απέναντι σε αυτόν τον χορό των τρισεκατομμυρίων που θα χρειαστεί η Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια, έχουμε σήμερα αναιμική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, ενώ η Γερμανία βρίσκεται σε στασιμότητα έως και μικρή ύφεση. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία περνάει κρίση λόγω και του αυξημένου κόστους ενέργειας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την κρίση του 2009-2012, και η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.

Για τη διεύρυνση της Ενωσης, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα χρειαστούν τα επόμενα χρόνια αρκετά τρισ., αλλά ο Βορράς είναι αντίθετος στην αύξηση του προϋπολογισμού.

Ταυτόχρονα, οι προοπτικές για τις γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις που θα επηρεάζουν άμεσα την Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια δεν διαγράφονται ευνοϊκές. Οι πόλεμοι στη Γάζα και στην Ουκρανία συνεχίζονται και το σενάριο επανεκλογής στις ΗΠΑ το 2024 του Ντόναλντ Τραμπ, γνωστού αντιευρωπαίου και οπαδού της συρρίκνωσης του ΝΑΤΟ, δεν αποκλείεται.

Υπό τις συνθήκες αυτές, τουλάχιστον οι Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, δηλαδή οι βασικές φειδωλές χώρες ως προς τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., οι οποίες όμως είναι οι βασικοί καθαροί πληρωτές της Ε.Ε., είναι αντίθετες σε οποιαδήποτε αύξηση του προϋπολογισμού.

Δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα στις χώρες αυτές που θα κατέβει σε εκλογές, ευρωπαϊκές ή εθνικές, με ξεκάθαρη πρόταση αύξησης της φορολογίας με σκοπό την αύξηση της εθνικής συνεισφοράς στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Επίσης, οι χώρες αυτές αντιτίθενται σε νέο κοινό δανεισμό της Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση των πολιτικών της. Η συζήτηση για τα δημόσια οικονομικά της Ε.Ε. μετά το 2027 θα γίνει πιο έντονη το 2024, λόγω των ευρωεκλογών.

Με δεδομένο ότι η εισαγωγή νέων ίδιων πόρων της Ε.Ε., π.χ. μέσω εισαγωγής νέων φόρων, εάν και όταν συμβεί θα αποφέρει κάποιους νέους πόρους στην Ε.Ε. σε βάθος χρόνου και όχι άμεσα, δημιουργείται το ερώτημα για το πώς θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει η Ε.Ε. συμμετρικά στην επικράτειά της μετά το 2027 τη διεύρυνσή της και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, την πράσινη μετάβασή της, την προσαρμογή των υποδομών της στην κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας και της κοινωνίας και τη βέλτιστη ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης, την απαραίτητη αναγέννηση της μεταποίησης και την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να αντισταθμιστεί –εκτός των άλλων– και η μείωση και γήρανση του πληθυσμού κ.λπ.

Η Ελλάδα απολαμβάνει τα τελευταία 30 χρόνια ετήσιες καθαρές εισροές από την Ε.Ε., για στήριξη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και απόκτηση δεξιοτήτων από το ανθρώπινο δυναμικό, της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Συνυπολογίζοντας το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάνει το 2022-26 το 4% του ΑΕΠ ετησίως. Ομως, η παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι αυτές οι καθαρές εισροές της Ε.Ε. προς την Ελλάδα θα είναι δύσκολο να διατηρηθούν αμείωτες μετά το 2027.

Αυτό σημαίνει, κατά πρώτον, ότι απαιτείται η βέλτιστη αξιοποίηση των σημαντικών πόρων που έχει σήμερα στη διάθεσή της η Ελλάδα από την Ε.Ε. για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Ομως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί τώρα, εάν δεν αποδώσουν άμεσα καρπούς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν και πρέπει να επιταχυνθούν στη δημόσια διοίκηση και ιδίως στην παραγωγή και υλοποίηση δημοσίων έργων και συμβάσεων, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, στην επείγουσα ενδυνάμωση της ένταξης των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας κ.λπ. Κατά δεύτερον, επειδή ως γνωστόν των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν, όλα αυτά σημαίνουν ότι η χώρα πρέπει να αναζητεί από τώρα τρόπους με τους οποίους θα μοχλεύσει και θα πολλαπλασιάσει με ιδιωτικά κεφάλαια τις εισροές της Ε.Ε. και τους διαθέσιμους εθνικούς δημοσίους πόρους για επενδύσεις, ώστε αφενός να αποφύγει ένα μοιραίο επενδυτικό κενό μετά το 2027 και αφετέρου για να προχωρήσει γρήγορα και αποτελεσματικά στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβασή της προκειμένου να κερδίσει κεντρική θέση και ρόλο στη διευρυμένη Ε.Ε., παίζοντας και σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.

*Ο κ. Γιώργος Κολυβάς είναι πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή