Υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 4% και ο ΣΕΒ

Υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 4% και ο ΣΕΒ

Ζητεί παράλληλα μείωση φορολογίας της μισθωτής εργασίας και στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τη θέση των θεσμικών φορέων που συμμετέχουν στη διαδικασία διαβουλεύσεων με στόχο τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού, ΤτΕ, ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ, φαίνεται πως συντάσσεται ο ΣΕΒ, εκπρόσωποι του οποίου παρουσίασαν χθες, στο υπουργείο Εργασίας, την πρότασή του για αυξήσεις της τάξεως του 4%.

Στο πλαίσιο των συζητήσεων που προβλέπει η θεσμοθετημένη διαδικασία μεταξύ υπουργείου Εργασίας και κοινωνικών εταίρων, χθες οι εκπρόσωποι του ΣΕΒ άνοιξαν τα χαρτιά τους και σύμφωνα με πληροφορίες ξεκαθάρισαν ότι η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό οφείλει να έχει ως γνώμονα την ενίσχυση των πραγματικά διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων, χωρίς βέβαια να τεθεί σε κίνδυνο αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα που δημιούργησαν με ιδιαίτερο κόπο οι επιχειρήσεις εν μέσω διαρκών κρίσεων. Αυτό στην πράξη σημαίνει αύξηση της τάξεως του 4%, διαμορφώνοντας τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, για τους πρωτοαπασχολούμενους μισθωτούς, στα 811 ευρώ (μεικτά).

Κατά τη συζήτηση που διεξήχθη χθες καταγράφηκαν οι εκ διαμέτρου αντίθετες και πολλές φορές συγκρουόμενες απόψεις των φορέων και των εκπροσώπων των εταίρων, αφού τα ποσοστά αυξήσεων κινήθηκαν μεταξύ 3,5% και 16,4%, ενώ διαφορετικές θέσεις υπήρξαν και όσον αφορά την αναγκαιότητα και κυρίως την αποτελεσματικότητα μιας νέας μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.

Ο ΣΕΒ πάντως, ανοίγοντας για πρώτη φορά τα χαρτιά του, επισήμανε ότι μια μεταβολή του κατώτατου μισθού που αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται στο 4%. Ωστόσο ξεκαθάρισε ότι η πλήρης αξιοποίηση των ωφελειών από την όποια μεταβολή είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με προσαρμογές στα υψηλά επίπεδα της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, που ως δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας επιβαρύνουν τόσο τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, έθεσε ως σημαντικές παρεμβάσεις τις εξής:

• Ορθολογικός υπολογισμός του κατώτατου μισθού. Είναι κρίσιμο να συνυπολογίζονται κοινωνικοί, οικονομικοί αλλά και αναπτυξιακοί παράγοντες, η παραγωγικότητα της εργασίας, ο ρυθμός πληθωρισμού, οι προηγούμενες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου, οι ανάγκες κάθε κλάδου και η επίπτωση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

• Μείωση φορολογίας μισθωτής εργασίας. Δεδομένου ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσον όρο στο 34,6%, είναι επιτακτική ανάγκη πλέον η μείωση της φορολογίας της μισθωτής απασχόλησης, η οποία θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

• Μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει τον μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

• Στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, που κρίνεται αναγκαία εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εξελίξεων.

• Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και αδήλωτης – υποδηλωμένης εργασίας με στοχευμένους ελέγχους και ψηφιοποίηση και διαλειτουργικότητα όλων των πληροφοριακών συστημάτων και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

• Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου που θα οδηγήσουν σε νέες, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ταχεία υλοποίηση δράσεων κατάρτισης / επανακατάρτισης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή