Στο μικροσκόπιο SSM τα μερίσματα τραπεζών

Στο μικροσκόπιο SSM τα μερίσματα τραπεζών

Η κατ’ αρχήν έγκριση των εποπτικών αρχών, η μεγιστοποίησή τους έως το 2026 και το «αγκάθι» του αναβαλλόμενου φόρου

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέρισμα στα επίπεδα του μέσου ευρωπαϊκού όρου επιδιώκουν να διανείμουν οι τράπεζες τα προσεχή χρόνια, προβάλλοντας την υψηλή κερδοφορία που πυροδοτούν τα αυξημένα επιτόκια και την εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια. Την πρόθεση αυτή ανακοίνωσε πρώτη η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς, ενόψει της πλήρους ιδιωτικοποίησής της, με την πώληση του 27% που ελέγχει σήμερα το ΤΧΣ, ενώ στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται να κινηθεί και η διοίκηση της Eurobank, στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης των ετήσιων αποτελεσμάτων και της ανακοίνωσης του νέου business plan για την τριετία 2024-26 αυτή την εβδομάδα.

Η μερισματική πολιτική των τραπεζών για το 2023 ξεκινάει από συντηρητική βάση, έχοντας λάβει την καταρχήν έγκριση των εποπτικών αρχών, που έχουν «κλείσει το μάτι» στην πρωτοβουλία αυτή για πρώτη φορά από το 2017. Ετσι, η Τράπεζα Πειραιώς έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να διανείμει το 10% των κερδών του 2023 (για το 2024 προτίθεται να διανείμει το 25% και τη διετία 2025-26 το 50%), ενώ από το επίπεδο του 20% ξεκινάει για το 2023 η Alpha Bank, από το 25% η Eurobank και μεταξύ 20%-30% η Εθνική Τράπεζα. Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι στόχοι αυτοί μεγιστοποιούνται στη διάρκεια της τριετίας παρακολουθείται στενά από τον SSM, που θα κληθεί να επιβεβαιώσει την έγκρισή του κάθε χρονιά, αξιολογώντας την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, που βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης, με τη διαφορά ότι η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων τους περιλαμβάνει υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενου φόρου.

Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων, έναντι μονοψήφιου ποσοστού που έχουν κατά μέσον όρο οι ευρωπαϊκές.

Ο αναβαλλόμενος φόρος (deferred tax credit – DTC) συνιστά συμψηφισμό παλαιότερων ζημιών που προήλθαν είτε μέσω του «κουρέματος» των ελληνικών ομολόγων (PSI) είτε μέσω των ζημιών που προκλήθηκαν από τα κόκκινα δάνεια του παρελθόντος, με φορολογικές υποχρεώσεις. Πρόκειται δηλαδή για υποχρέωση του Δημοσίου προς τις τράπεζες, την οποία, επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει άμεσα, συμψηφίζει κάθε χρόνο με τη φορολογική απαίτηση. Η αναβαλλόμενη φορολογία δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αφού αντίστοιχες ρυθμίσεις είχαν ληφθεί τα χρόνια μετά την οικονομική κρίση για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό που συνιστά ευρωπαϊκή πρωτοτυπία αποτελεί το υψηλό ποσοστό του DTC που έχουν οι ελληνικές τράπεζες και το οποίο, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων (περί τα 13 δισ. ευρώ) έναντι μονοψήφιου ποσοστού που έχουν κατά μέσον όρο οι ευρωπαϊκές. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με την τράπεζα. Π.χ. για την Τράπεζα Πειραιώς η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αντιπροσωπεύσει το 76% των εποπτικών της κεφαλαίων και η τράπεζα δεσμεύεται ότι θα μειώσει το ποσοστό αυτό στο 45% έως το 2026, ενώ για την Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα το DTC αντιπροσωπεύει το 58% των εποπτικών κεφαλαίων και για τη Eurobank το 47%.

Ο χρόνος συμψηφισμού αυτών των ζημιών εκτείνεται έως και το 2040 και παρά το γεγονός ότι αυτό έχει προβλεφθεί σε νόμο και σε συμφωνία με τις εποπτικές αρχές, η προοπτική για ταχύτερη απόσβεση του DTC δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον SSM, που θέλει τις εποπτευόμενες τράπεζες όχι μόνο να είναι επαρκώς αλλά και ποιοτικώς κεφαλαιοποιημένες. Ετσι, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να επιβάλει την ταχύτερη απόσβεση του DTC, μπορεί να ασκήσει πίεση για μετριοπαθέστερη μερισματική πολιτική προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να διαθέσουν μεγαλύτερο μέρος της κερδοφορίας τους για την ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους.

Το εργαλείο πίεσης δεν είναι άλλο από τα κόκκινα δάνεια, τα οποία, παρά το γεγονός ότι έχουν πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, εξακολουθούν να είναι σε διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (κοντά στο 5% έναντι 1,8%), ενώ επιπλέον «αγκάθι» στο χαρτοφυλάκιο των κόκκινων δανείων συνιστούν τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, που βαραίνουν κατά κύριο λόγο την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς. Η καθυστέρηση στην αποπληρωμή αυτών των εγγυήσεων από την πλευρά του Δημοσίου αποτελεί κόκκινο πανί για τον επόπτη και «βούτυρο στο ψωμί» για περικοπή των μαξιμαλιστικών προσδοκιών για τη διανομή μερίσματος. Το θέμα αγγίζει πιο πολύ την Τράπεζα Πειραιώς, που, παρά την πρόοδο που έχει κάνει, διατηρεί τους χαμηλότερους κεφαλαιακούς δείκτες και υψηλό ποσό απλήρωτων εγγυημένων δανείων σε αντίθεση με την Εθνική Τράπεζα, που αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα απλήρωτων εγγυήσεων, αλλά διαθέτει τους ισχυρότερους κεφαλαιακούς δείκτες. Στην περίπτωση της Εθνικής, ωστόσο, η εξίσωση περιλαμβάνει και το θέμα της επαναγοράς μετοχών που εφόσον προκριθεί, θα «κάψει» μέρος από τα πλεονάζοντα κεφάλαια που διαθέτει η τράπεζα, περιπλέκοντας την άσκηση για τη χρυσή τομή που πρέπει να εξευρεθεί μεταξύ της μερισματικής πολιτικής και της διατήρησης ισχυρής και υγιούς κεφαλαιακής βάσης. Σε κάθε περίπτωση, ο επόπτης δεν έχει πει τον τελευταίο λόγο και το βέβαιο ότι δεν βιάζεται γι’ αυτό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή