Άρθρο των Θ. Παναγιωτίδη και Σ. Δασκαλίνα στην «Κ»: 25 χρόνια ευρώ

Άρθρο των Θ. Παναγιωτίδη και Σ. Δασκαλίνα στην «Κ»: 25 χρόνια ευρώ

Εχοντας συμπληρώσει είκοσι πέντε έτη από την κυκλοφορία του ευρώ, είμαστε πλέον σε θέση να αξιολογήσουμε την πορεία του και τις αδυναμίες του, στηριζόμενοι στην πολύτιμη εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τις δοκιμασίες του κοινού νομισματικού συστήματος σε πάσης φύσεως κρίσεις

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχοντας συμπληρώσει είκοσι πέντε έτη από την κυκλοφορία του ευρώ, είμαστε πλέον σε θέση να αξιολογήσουμε την πορεία του και τις αδυναμίες του, στηριζόμενοι στην πολύτιμη εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τις δοκιμασίες του κοινού νομισματικού συστήματος σε πάσης φύσεως κρίσεις. Οι δύο πιο αξιοσημείωτες είναι η κρίση του 2008, η οποία μετουσιώθηκε σε κρίση χρέους για την Ε.Ε. το 2010 και η κρίση που επέφερε η πανδημία του COVID-19.

Στη σύλληψή του, το ευρώ αναμφίβολα αποτελούσε εργαλείο για την επίτευξη μιας ενωμένης Ευρώπης. Το κοινό νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία το 1999, με την (αισιόδοξη) προσμονή ότι η νομισματική ολοκλήρωση που θα επέφερε, σε συνδυασμό με πρότερες μεταρρυθμίσεις (απουσία δασμών εντός Ε.Ε., κοινό δασμολόγιο με τρίτες χώρες, κοινή αγροτική πολιτική κ.ά.), θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την ευρύτερη σύγκλιση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και για την πολυπόθητη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Την προσδοκία αυτή μοιραζόταν και η πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας. Ωστόσο, η διαδικασία της υλοποίησης του κοινού νομισματικού συστήματος αποτέλεσε αντικείμενο διαλόγου, δεδομένης της ετερογένειας που παρουσίαζαν τα υποψήφια κράτη-μέλη, με δύο σχετικά συμπαγείς πλευρές να διαμορφώνονται.

Η «γερμανική» πλευρά υποστήριξε ότι η αποστέρηση νομισματικής ελευθερίας θα αρκούσε για να ωθήσει τις συμμετέχουσες χώρες να πραγματοποιήσουν μόνες τους τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να επέλθει ολοκλήρωση. Η «γαλλική» πλευρά διέκρινε ατέλειες και ανεπάρκειες στην αρχιτεκτονική της νομισματικής ενοποίησης, για τις οποίες απαιτούνταν επιπλέον τροποποιήσεις, καθώς και η δημιουργία των απαραίτητων θεσμικών και δημοσιονομικών οργάνων.

Εν τέλει, η υλοποίηση του ευρώ δεν εναρμονίστηκε πλήρως με καμία από τις δύο πλευρές και αυτό ξεκίνησε με μοναδικά του στηρίγματα την ανεξάρτητη λειτουργία και ξεκάθαρη εντολή της ΕΚΤ (διατήρηση σταθερών τιμών στην Ευρωζώνη) και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Επιπλέον, η δυνατότητα ευνοϊκού δανεισμού που επέφερε η ένταξη στο ευρώ οδήγησε τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου σε άστοχες πολιτικές (όπως η ενίσχυση της αγοράς ακινήτων) οι οποίες είχαν μικρό αντίκτυπο στις εξαγωγές τους. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό βορρά, όπου οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν στον τομέα της μεταποίησης και στην ενίσχυση της βιομηχανίας, αυξάνοντας τις δομικές διαφορές και την ετερογένεια μεταξύ των χωρών-μελών.

Η απουσία θεσμών και μηχανισμών υποστήριξης κοινής δημοσιονομικής πολιτικής μετέφερε την ευθύνη του σχεδιασμού οικονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη, κάτι που λειτούργησε ενάντια στην επίτευξη της ενότητας. Η εναπόθεση της ευθύνης οικονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη οδήγησε στην απώλεια της εμπιστοσύνης μεταξύ των ιθυνόντων οικονομικής πολιτικής, καθώς κάθε κράτος αντιδρούσε ανεξάρτητα (και ιδιοτελώς) σε κάθε οικονομική αναταραχή. Κατά συνέπεια, με την έλευση της κρίσης του 2008, η συνεργασία μεταξύ των ιθυνόντων οικονομικής πολιτικής αποτέλεσε σημαντική πρόκληση για τα κράτη-μέλη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το έναυσμα της κρίσης χρέους της Ε.Ε. ήταν η κρίση δημοσίου χρέους μιας χώρας-μέλους (της Ελλάδας) έβλαψε σημαντικά την εμπιστοσύνη μεταξύ των ιθυνόντων.

Στη σύλληψή του, το ευρώ αναμφίβολα αποτελούσε εργαλείο για την επίτευξη μιας ενωμένης Ευρώπης.

Η έλλειψη συντονισμού και κεντρικών οργάνων οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τον ευρώ-σκεπτικισμό τρίτων χωρών, ενίσχυσαν τις φωνές που ήθελαν την αποτυχία του κοινού νομισματικού συστήματος. Αυτές οι φωνές μετουσιώθηκαν έμπρακτα σε κερδοσκοπία έναντι του ευρώ, η οποία διογκώθηκε κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους (2010). Η επιβίωση του ευρώ επετεύχθη χάρη στην τόλμη των τότε ιθυνόντων να δράσουν ανάλογα, διευρύνοντας τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στις 26.7.2012 o Ντράγκι έδωσε την περίφημη «whatever it takes» ομιλία του), αλλά και χάρη στην πολιτική ισχύ που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το ευρώ.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι ιθύνοντες οικονομικής πολιτικής κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια εξωγενή κρίση μη νομισματικού χαρακτήρα. Αυτό που απαιτούνταν (και εν τέλει έγινε) ήταν η συγχρονισμένη οικονομική πολιτική. Ευτυχή σύμπτωση αποτέλεσε το ότι, ελλείψει επερχόμενων εκλογών, οι αρχηγοί των κρατών-μελών είχαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις με χαμηλό πολιτικό κόστος. Αυτό επέτρεψε την εκτέλεση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου χρηματοδότησης, ύψους μεγαλύτερου των 750 δισ., το οποίο οδήγησε στην ανάκαμψη των κρατών-μελών από την παύση της οικονομικής δραστηριότητας και τις οικονομικές αναταραχές που επέφερε η πανδημία.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω για το ευρώ στα επερχόμενα χρόνια; Αρχικά, η εμπειρία καταδεικνύει την ανάγκη να κατασκευάσουμε τα θεσμικά όργανα συντονισμένης δημοσιονομικής πολιτικής που χρειάζονται για την αντιμετώπιση οικονομικών αναταραχών. Επιπλέον, η οργάνωση και η λήψη αποφάσεων με βάση την επίτευξη «οφέλους για όλους», πάνω στην οποία στηρίζεται μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής του κοινού νομισματικού συστήματος (και της Ε.Ε. γενικότερα), δεν ανταποκρίνεται στον πραγματικό κόσμο και η μη αναπροσαρμογή της προοπτικής μας μπορεί να επιφέρει ολέθριες συνέπειες στα κράτη-μέλη. Ακόμη, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξισωθεί η ανταγωνιστικότητα και η εξαγωγική ισχύς της Ε.Ε. με αυτή τρίτων χωρών.

Τέλος, αξίζει να εξετάσουμε την επίδραση της πορείας του ευρώ στην ελληνική οικονομία. Δύο αποτελέσματα είναι εμφανή. Πρώτον, βάσει του εμπορικού ισοζυγίου, παρατηρήθηκε αύξηση της εξωστρέφειας της χώρας κατά την περίοδο του ευρώ. Το 2001 οι εξαγωγές αποτελούσαν το 22,8% και οι εισαγωγές το 33,4% του ελληνικού ΑΕΠ αντίστοιχα. Το 2022 οι εξαγωγές έφτασαν να αποτελούν το 49,1% και οι εισαγωγές το 58,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζει να είναι προβληματικό και να αντανακλά τo παραγωγικό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, η σύνδεση με το ευρώ προστάτευσε την ελληνική οικονομία από κερδοσκοπικές επιθέσεις, διακυμάνσεις της ισοτιμίας και τα ενεργειακά σοκ, τα οποία θα απαιτούσαν ενέργειες και δαπάνες από τη μεριά της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου να μην επηρεάσουν σημαντικά το εμπορικό ισοζύγιο και τους λογαριασμούς κεφαλαίων της χώρας. Η αξιολόγηση της συνολικής επίδρασης θα πρέπει να γίνει με ψύχραιμο τρόπο τα επόμενα χρόνια, αλλά κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την ασφάλεια και τη σταθερότητα που έχει φέρει το ευρώ τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις.

*Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

*Ο κ. Στέλιος Δασκαλίνας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή