«Καμπανάκι» από τη Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες

«Καμπανάκι» από τη Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες

Υψηλά κόκκινα δάνεια και αναβαλλόμενος φόρος, χαμηλά «μαξιλάρια» κεφαλαίου

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα ακόμη υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα χαμηλά «μαξιλάρια» κεφαλαίου και το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, σε συνδυασμό με τις πιέσεις στην κερδοφορία από την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων, είναι τα τρωτά σημεία των ελληνικών τραπεζών που εντοπίζει ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, παρά τη γενικότερη βελτιωμένη εικόνα του κλάδου.

Με τις τράπεζες να αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες που φρενάρουν μέχρι στιγμής την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο, το μήνυμα που στέλνει για τον κλάδο έχει σίγουρα τη σημασία του. Η Moody’s επισημαίνει τους παράγοντες που καθορίζουν την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι είναι οι εξής έξι: το λειτουργικό περιβάλλον, ο κίνδυνος για την ποιότητα του ενεργητικού, τα κεφάλαια, η κερδοφορία, η χρηματοδότηση και η ρευστότητα, και η κρατική στήριξη.

Σε ό,τι αφορά το λειτουργικό περιβάλλον, ο οίκος εκτιμά πως θα παραμείνει ευνοϊκό το 2024-2025. Η οικονομική και πιστωτική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα παραμείνει υψηλότερη από άλλες χώρες της Ε.Ε. χάρη στα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι ισχυρές επιδόσεις της τουριστικής βιομηχανίας είναι πιθανό να διατηρηθούν, στηρίζοντας την ελληνική οικονομία, ενώ σημαντικά κεφάλαια θα συνεχίσουν να εκταμιεύονται από την Ε.Ε. για διάφορα έργα. Αυτά θα συμβάλουν στη διατήρηση της πιστωτικής ζήτησης και θα μετριάσουν τους κινδύνους για τον τραπεζικό κλάδο τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.

Παράλληλα, η ποιότητα των δανείων θα βελτιωθεί περαιτέρω, παρά τις πιέσεις στους ευάλωτους δανειολήπτες, ωστόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Οπως εκτιμά η Moody’s, o δείκτης NPE για το σύνολο του κλάδου θα κινηθεί στο 4% με 5% κατά τους επόμενους 12-18 μήνες, ενώ δεν αναμένεται να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (1,9%) πριν από τα επόμενα 2-3 χρόνια. Οπως τονίζει, ο δείκτης NPE της Ελλάδας συνεχίζει να είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη και οι κίνδυνοι συνεπώς παραμένουν.

Ο οίκος αναμένει πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών από την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων.

Οσον αφορά τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών, η Moody’s αναμένει ότι θα αυξηθούν περαιτέρω και η ποιότητα του κεφαλαίου θα βελτιωθεί καθώς οι τράπεζες διατηρούν τα κέρδη τους, παραμένοντας πολύ πάνω από τις ρυθμιστικές απαιτήσεις. Ωστόσο, τα κεφαλαιακά τους αποθέματα είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε., όπως τονίζει. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) θα συνεχίσει να υπονομεύει την ποιότητα του κεφαλαίου, επειδή αποτελούν περισσότερα από τα μισά κεφάλαια CET1 των τραπεζών, αν και η αύξηση της απόσβεσης αυτών των DTCs θα βελτιώσει σταδιακά την ποιότητα του κεφαλαίου το 2024-2025.

Στο μέτωπο της κερδοφορίας η Moody’s αναμένει κάποια πίεση στα περιθώρια, αν και θα συνεχίσει να υποστηρίζεται από την αύξηση των εταιρικών δανείων. Εκτιμά ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια θα συμπιεστούν μετρίως λόγω των υψηλότερων beta καταθέσεων και των αναμενόμενων μειώσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ το δεύτερο εξάμηνο του 2024, αν και τα βασικά έσοδα θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τη χορήγηση νέων δανείων. Ο οίκος αναμένει επίσης ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα υποστηριχθεί από υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, τη συγκράτηση του κόστους και τις χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.

Παράλληλα, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και η ρευστότητα θα παραμείνουν υγιείς καθώς αυξάνονται οι καταθέσεις. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μια υγιή δομή χρηματοδότησης με αυξανόμενες εισροές σταθερών, χαμηλού κόστους καταθέσεων πελατών και καλή πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, επισημαίνει η Moody’s. Οι αυξημένοι όγκοι καταθέσεων πελατών τα τελευταία χρόνια (αύξηση 2,5% το 2023, 5% το 2022 και 8% το 2021) έχουν μειώσει σημαντικά τους δείκτες δανείων/καταθέσεων κάτω από το 70%.

Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιθανό να αποπληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής τους από την ΕΚΤ, ενώ το προφίλ χρηματοδότησής τους συμπληρώνεται από εκδόσεις χρέους με στόχο την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) έως το 2025. Επίσης, η ρευστότητα παραμένει υψηλή, με τον δείκτη κάλυψης να διαμορφώνεται πάνω από το 200%, τη στιγμή που σχεδόν οι μισές επενδύσεις τους είναι σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή