Μάριο Ντράγκι: Γιατί η Ε.Ε. χάνει από τις ΗΠΑ και την Κίνα

Μάριο Ντράγκι: Γιατί η Ε.Ε. χάνει από τις ΗΠΑ και την Κίνα

Τη στρατηγική του για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας ξεδίπλωσε σε ομιλία του στις 16 Απριλίου στις Βρυξέλλες ο Μάριο Ντράγκι. Ο τέως πρόεδρος της ΕΚΤ και τέως πρωθυπουργός της Ιταλίας έχει αναλάβει εκ μέρους της Ε.Ε. τη σύνταξη έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας

11' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη στρατηγική του για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας ξεδίπλωσε σε ομιλία του στις 16 Απριλίου στις Βρυξέλλες ο Μάριο Ντράγκι. Ο τέως πρόεδρος της ΕΚΤ και τέως πρωθυπουργός της Ιταλίας, που έχει αναλάβει εκ μέρους της Ε.Ε. τη σύνταξη έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, εκφώνησε ομιλία για το κρίσιμο ζήτημα στη διάσκεψη για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η ανταγωνιστικότητα ήταν ένα επίμαχο ζήτημα για την Ευρώπη. Το 1994 ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, που χρόνια αργότερα θα λάμβανε το βραβείο Νομπέλ, χαρακτήρισε την προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα «επικίνδυνη εμμονή». Το επιχείρημά του ήταν ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία ωφελεί τους πάντες, και όχι από την προσπάθεια βελτίωσης της σχετικής θέσης έναντι των άλλων και κατάκτησης του δικού τους μεριδίου ανάπτυξης.

Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη μετά την κρίση δημοσίου χρέους φάνηκε να επαληθεύει το σκεπτικό του. Ακολουθήσαμε μια σκόπιμη στρατηγική προσπαθώντας να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος μεταξύ μας – και, σε συνδυασμό με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν μόνο η αποδυνάμωση της δικής μας εγχώριας ζήτησης και η υπονόμευση του κοινωνικού μας μοντέλου.

Αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα αποτελεί μια εσφαλμένη έννοια. Είναι ότι η Ευρώπη είχε λάθος εστίαση.

Εχουμε στραφεί προς τα μέσα, θεωρούμαστε ανταγωνιστές μεταξύ μας, ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια, όπου έχουμε βαθιά κοινά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, δεν κοιτάξαμε αρκετά προς τα έξω: με ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο, τελικά, δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην εξωτερική μας ανταγωνιστικότητα ως σοβαρό ζήτημα πολιτικής.

Σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, εμπιστευθήκαμε τους παγκόσμιους όρους ισότιμου ανταγωνισμού και τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, περιμένοντας ότι και οι άλλοι θα έκαναν το ίδιο. Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει ραγδαία και μας έχει αιφνιδιάσει.

Χωρίς κανόνες

Το πιο σημαντικό είναι ότι άλλες περιφέρειες δεν παίζουν πλέον σύμφωνα με τους κανόνες και χαράσσουν ενεργά πολιτικές για να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πολιτικές αυτές έχουν σχεδιαστεί για να ανακατευθύνουν τις επενδύσεις προς τις δικές τους οικονομίες εις βάρος των δικών μας και στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να μας καταστήσουν μόνιμα εξαρτημένους από αυτές.

Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να κατακτήσει και να ενσωματώσει όλα τα τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας στις πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και εξασφαλίζει την πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους. Αυτή η ταχεία επέκταση της προσφοράς οδηγεί σε σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε πολλούς τομείς και απειλεί να αποδυναμώσει τις βιομηχανίες μας.

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν εγχώρια παραγωγική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων τους –συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων–, ενώ χρησιμοποιούν τον προστατευτισμό για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και να αναπτύξουν τη γεωπολιτική τους ισχύ για να αναπροσανατολίσουν και να διασφαλίσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Δεν είχαμε ποτέ αντίστοιχη «βιομηχανική συμφωνία» σε επίπεδο Ε.Ε., παρόλο που η Κομισιόν έχει κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να καλύψει αυτό το κενό. Ως εκ τούτου, παρά τις θετικές πρωτοβουλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνολική στρατηγική για το πώς να ανταποκριθούμε σε πολλαπλούς τομείς. Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς θα συμβαδίσουμε σε έναν ολοένα και πιο σκληρό αγώνα δρόμου για την ηγετική θέση στις νέες τεχνολογίες. Σήμερα επενδύουμε λιγότερο στις ψηφιακές και προηγμένες τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ακόμη και για την άμυνα, και έχουμε μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας ανάμεσα στις 50 κορυφαίες παγκοσμίως.

Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς θα θωρακίσουμε τις παραδοσιακές μας βιομηχανίες από ένα παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού, που είναι άνισο γιατί υπάρχουν ασυμμετρίες στους κανονισμούς, στις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.

Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Σε άλλες περιοχές οι βιομηχανίες αυτές όχι μόνο έχουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά υφίστανται και μικρότερη ρυθμιστική επιβάρυνση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ανταγωνιστική ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό κάποιες από τις βιομηχανίες μας να διακόψουν την παραγωγική τους ικανότητα ή να μετεγκατασταθούν εκτός Ε.Ε.

Επίσης, μας λείπει μια στρατηγική που να διασφαλίζει ότι διαθέτουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας.

Δικαίως έχουμε μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα στην Ευρώπη και αυστηρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για τη διασφάλιση της εφοδιαστικής μας αλυσίδας – από τα κρίσιμα ορυκτά μέχρι τις μπαταρίες και τις υποδομές φόρτισης.

Η αντίδρασή μας έχει περιοριστεί επειδή η οργάνωσή μας, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότησή μας είναι σχεδιασμένες για τον «κόσμο του χθες» – πριν από την COVID, πριν από την Ουκρανία, πριν από την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, πριν από την επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.

Χρειαζόμαστε όμως μια Ε.Ε. κατάλληλη για τον κόσμο του σήμερα και του αύριο. Συνεπώς, αυτό που προτείνω στην έκθεση που μου ζήτησε η πρόεδρος της Κομισιόν είναι ριζική αλλαγή, διότι αυτό χρειάζεται.

Τελικά, θα πρέπει να επιτύχουμε τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας. Πρέπει να είμαστε σε θέση να στηριζόμαστε σε ανεξάρτητα ενεργειακά συστήματα απαλλαγμένα από εκπομπές άνθρακα, σε ένα ολοκληρωμένο και επαρκές αμυντικό σύστημα για την Ε.Ε., στην εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς και σε μια ηγετική θέση στην υπερπροηγμένη τεχνολογία και την ψηφιακή καινοτομία που βρίσκεται κοντά στην παραγωγική μας βάση.

Αλλά, καθώς οι ανταγωνιστές μας κινούνται ταχύτατα, πρέπει επίσης να αξιολογήσουμε τις προτεραιότητες. Χρειάζονται άμεσες δράσεις στους τομείς με τη μεγαλύτερη έκθεση στις πράσινες, ψηφιακές προκλήσεις και στις προκλήσεις ασφάλειας. Στην έκθεσή μου εστιάζουμε σε δέκα από αυτούς τους μακροοικονομικούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Κάθε τομέας απαιτεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εργαλεία. Ωστόσο, στην ανάλυσή μας προκύπτουν τρεις κοινές γραμμές για παρεμβάσεις πολιτικής.

Κατακερματισμένη Ενωση

Η πρώτη κοινή γραμμή είναι η ενεργοποίηση της κλίμακας. Οι κύριοι ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είναι οικονομίες ηπειρωτικού μεγέθους για να δημιουργήσουν κλίμακα, να αυξήσουν τις επενδύσεις και να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς στους κλάδους όπου αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Στην Ευρώπη έχουμε το ίδιο φυσικό πλεονέκτημα μεγέθους, αλλά ο κατακερματισμός μας εμποδίζει να προχωρήσουμε.

Στην αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, η έλλειψη κλίμακας παρεμποδίζει την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ικανότητας, πρόβλημα που αναγνωρίζεται στην πρόσφατη Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία. Οι πέντε κορυφαίοι παίκτες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της ευρύτερης αγοράς τους, ενώ στην Ευρώπη αποτελούν το 45%.

Αυτή η διαφορά προκύπτει σε μεγάλο βαθμό επειδή οι αμυντικές δαπάνες της Ε.Ε. είναι κατακερματισμένες.

Οι κυβερνήσεις δεν πραγματοποιούν πολλές κοινές προμήθειες –οι συλλογικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των δαπανών– και δεν εστιάζουν αρκετά στη δική μας αγορά: σχεδόν το 80% των προμηθειών κατά τα τελευταία δύο χρόνια προήλθε από χώρες εκτός Ε.Ε.

Το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα αποτελεί μια εσφαλμένη έννοια. Είναι ότι η Ευρώπη είχε λάθος εστίαση.

Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες άμυνας και ασφάλειας πρέπει να αυξήσουμε τις κοινές μας προμήθειες, να αυξήσουμε τον συντονισμό των δαπανών μας και τη διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού μας και να μειώσουμε σημαντικά τις διεθνείς μας εξαρτήσεις.

Ενα ακόμη παράδειγμα όπου δεν αξιοποιούμε την κλίμακα είναι οι τηλεπικοινωνίες. Διαθέτουμε μια αγορά περίπου 450 εκατομμυρίων καταναλωτών στην Ε.Ε., αλλά οι κατά κεφαλήν επενδύσεις είναι οι μισές από αυτές των ΗΠΑ, και υστερούμε στην ανάπτυξη του 5G και των οπτικών ινών.

Ενας λόγος γι’ αυτό το χάσμα είναι ότι έχουμε 34 ομίλους δικτύων κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη –και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση, στην πραγματικότητα έχουμε πολύ περισσότερους–, που συχνά λειτουργούν σε εθνική κλίμακα, έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα. Για να δημιουργήσουμε περισσότερες επενδύσεις πρέπει να εξορθολογήσουμε και να εναρμονίσουμε περαιτέρω τους κανονισμούς τηλεπικοινωνιών στα κράτη-μέλη και να υποστηρίξουμε, όχι να παρεμποδίσουμε, την ενοποίηση.

Και η κλίμακα είναι επίσης ζωτικής σημασίας, με διαφορετικό τρόπο, για τις νέες εταιρείες που παράγουν τις πιο καινοτόμες ιδέες. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο εξαρτάται από τη δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης και εμπορικής αξιοποίησης των ιδεών τους, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί μια μεγάλη εγχώρια αγορά.

Και η κλίμακα είναι επίσης απαραίτητη για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, μέσω της τυποποίησης των δεδομένων των ασθενών της Ε.Ε. και της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία χρειάζεται όλον αυτόν τον πλούτο δεδομένων που διαθέτουμε – αρκεί να μπορούσαν να τυποποιηθούν.

Στην Ευρώπη είμαστε παραδοσιακά πολύ δυνατοί στην έρευνα, αλλά αποτυγχάνουμε να φέρουμε την καινοτομία στην αγορά και να την αναβαθμίσουμε. Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το εμπόδιο, μεταξύ άλλων, επανεξετάζοντας την τρέχουσα προληπτική ρύθμιση στον τραπεζικό δανεισμό και δημιουργώντας ένα νέο κοινό ρυθμιστικό καθεστώς για τις νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας.

Η δεύτερη κοινή γραμμή είναι η παροχή δημοσίων αγαθών. Οταν υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να τις πραγματοποιήσει μόνη της, υπάρχει ισχυρό κίνητρο για να δράσουμε από κοινού – διαφορετικά δεν θα ανταποκριθούμε επαρκώς στις ανάγκες μας: θα υπολειπόμαστε στο κλίμα, στην άμυνα και σε άλλους τομείς.

Υπάρχουν πολλά σημεία ασφυξίας στην ευρωπαϊκή οικονομία όπου η έλλειψη συντονισμού συνεπάγεται αναποτελεσματικά χαμηλές επενδύσεις. Τα ενεργειακά δίκτυα και ιδίως οι διασυνδέσεις είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Αποτελούν σαφές δημόσιο αγαθό, καθώς μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας και θα μας καθιστούσε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις – στόχος που επιδιώκει η Κομισιόν στο πλαίσιο του REPowerEU.

Ομως, οι διασυνδέσεις απαιτούν αποφάσεις σχετικά με τον σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση, την προμήθεια υλικών και τη διαχείριση, που είναι δύσκολο να συντονιστούν – και επομένως δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ενεργειακή Ενωση αν δεν συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση.

Ενα άλλο παράδειγμα είναι η υποδομή μας στον τομέα των υπερυπολογιστών. Η Ε.Ε. διαθέτει ένα δημόσιο δίκτυο υπολογιστών υψηλής απόδοσης (HPC) παγκόσμιας κλάσης, αλλά οι δευτερογενείς επιδράσεις στον ιδιωτικό τομέα είναι επί του παρόντος πολύ πολύ περιορισμένες.

Αυτό το δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα –για παράδειγμα από νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης και ΜΜΕ– και σε αντάλλαγμα, τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για την αναβάθμιση των HPC και την υποστήριξη της επέκτασης του cloud της Ε.Ε.

Κοινή χρηματοδότηση

Μόλις προσδιορίσουμε αυτά τα δημόσια αγαθά, πρέπει επίσης να εξασφαλίσουμε τα μέσα για τη χρηματοδότησή τους. Ο δημόσιος τομέας μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο – και έχω μιλήσει στο παρελθόν για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα την κοινή δανειοληπτική ικανότητα της Ε.Ε., ιδίως σε τομείς όπως η άμυνα, όπου οι κατακερματισμένες δαπάνες μειώνουν τη συνολική μας αποτελεσματικότητα.

Ομως, το μεγαλύτερο μέρος του επενδυτικού κενού θα πρέπει να καλυφθεί από ιδιωτικές επενδύσεις. Η Ε.Ε. έχει πολύ υψηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις, οι οποίες όμως διοχετεύονται κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις και δεν καταλήγουν να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη όσο θα μπορούσαν σε μια μεγαλύτερη κεφαλαιαγορά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προώθηση της Ενωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής στρατηγικής για την ανταγωνιστικότητα.

Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς θα θωρακίσουμε τις παραδοσιακές μας βιομηχανίες από ένα παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού.

Η τρίτη κοινή γραμμή είναι η εξασφάλιση της προμήθειας βασικών πόρων και εισροών.

Εάν θέλουμε να υλοποιήσουμε τις κλιματικές μας φιλοδοξίες χωρίς να αυξήσουμε την εξάρτησή μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών πόρων.

Αυτή τη στιγμή αφήνουμε σε μεγάλο βαθμό τον χώρο αυτό σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις ηγούνται άμεσα ή συντονίζουν ενεργά ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.

Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA), αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να κάνουμε τους στόχους μας πιο ξεκάθαρους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε μια ειδική πλατφόρμα για κρίσιμα ορυκτά της Ε.Ε., κυρίως για την από κοινού προμήθεια, τον ασφαλή διαφοροποιημένο εφοδιασμό, τη συγκέντρωση μέσων ή υλικών, τη χρηματοδότηση και τη δημιουργία αποθεμάτων.

Μια άλλη κρίσιμη συνεισφορά που πρέπει να εξασφαλίσουμε –και αυτό αφορά ιδιαίτερα εσάς, τους κοινωνικούς εταίρους– είναι η εξασφάλιση εξειδικευμένων εργαζομένων.

Στην Ε.Ε., τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων αναφέρουν δυσκολίες στην εύρεση εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ 28 επαγγέλματα που αντιπροσωπεύουν το 14% του εργατικού μας δυναμικού έχουν σήμερα ελλείψεις εργατικού δυναμικού.

Με τη γήρανση των κοινωνιών και τη λιγότερο ευνοϊκή στάση απέναντι στη μετανάστευση, θα πρέπει να βρούμε αυτές τις δεξιότητες εσωτερικά. Πολλοί ενδιαφερόμενοι φορείς θα πρέπει να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν τη συνάφεια των δεξιοτήτων και να διαμορφώσουν ευέλικτες διαδικασίες αναβάθμισης των δεξιοτήτων.

Ενας από τους σημαντικότερους παράγοντες από αυτή την άποψη θα είστε εσείς, οι κοινωνικοί εταίροι. Είχατε πάντα καθοριστική σημασία σε περιόδους αλλαγών και η Ευρώπη θα βασιστεί σ’ εσάς για να βοηθήσετε στην προσαρμογή της αγοράς εργασίας μας στην ψηφιακή εποχή και να ενδυναμώσετε τους εργαζομένους μας.

Αυτές οι τρεις κοινές γραμμές απαιτούν να σκεφτούμε σε βάθος πώς οργανωνόμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε από κοινού και τι θέλουμε να κρατήσουμε σε εθνικό επίπεδο. Ομως, δεδομένης της επείγουσας σημασίας της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα μέχρι μια επόμενη αλλαγή της Συνθήκης.

Για να διασφαλίσουμε τη συνοχή μεταξύ των διαφόρων εργαλείων πολιτικής, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε τώρα ένα νέο στρατηγικό εργαλείο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.

Κι αν διαπιστώσουμε ότι αυτό δεν είναι εφικτό, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να προχωρήσουμε με ένα υποσύνολο κρατών-μελών. Για παράδειγμα, η ενισχυμένη συνεργασία με τη μορφή ενός 28ου καθεστώτος θα μπορούσε να αποτελέσει έναν τρόπο να προχωρήσει η Ενωση Κεφαλαιαγορών στην κινητοποίηση επενδύσεων. Αλλά κατά κανόνα πιστεύω ότι η πολιτική συνοχή της Ενωσής μας απαιτεί να ενεργούμε από κοινού – πιθανώς πάντα. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ίδια πολιτική συνοχή απειλείται τώρα από τις αλλαγές στον υπόλοιπο κόσμο.

Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς μας δεν είναι κάτι που μπορούμε να πετύχουμε μόνοι μας ή ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον. Απαιτεί να ενεργήσουμε ως Ευρωπαϊκή Ενωση με τρόπο που δεν το έχουμε ξανακάνει.

Οι αντίπαλοί μας μας ξεπερνούν επειδή μπορούν να ενεργούν ως μία χώρα με μία στρατηγική και να ευθυγραμμίζουν όλα τα απαραίτητα εργαλεία και πολιτικές πίσω από αυτήν. Αν θέλουμε να τους φτάσουμε θα χρειαστούμε μια ανανεωμένη εταιρική σχέση μεταξύ των κρατών-μελών, έναν επαναπροσδιορισμό της Ενωσής μας, που δεν είναι λιγότερο φιλόδοξος από ό,τι έκαναν οι ιδρυτές της πριν από 70 χρόνια με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή