Σενάρια ύφεσης και νέες επενδύσεις

Σενάρια ύφεσης και νέες επενδύσεις

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν δύο τρόποι για να κρίνουμε αν η οικονομία μας πάει καλά ή καλύτερα. Σε σύγκριση με το παρελθόν: πρόσφατο και παλαιότερο. Σε σχέση με τις επιδόσεις των άλλων: των εταίρων στη Ζώνη του Ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και των υπολοίπων κρατών – μελών της ζώνης του ΟΟΣΑ.

Οπως και να κάνουμε τη σύγκριση, η Ελλάδα πάει, πλέον, καλά. Οχι όμως τόσο καλά όσο θα ‘πρεπε. Τουλάχιστον για να καλύψει το κενό που άφησαν τα λάθη του παρελθόντος. Αλλά και για να προσφέρει στους πολίτες της ένα επίπεδο ζωής δίκαια κατανεμημένο και ευθέως συγκρίσιμο με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Ας δούμε κατ’ αρχήν τα σενάρια για τις άμεσες προοπτικές στην οικονομική μας περιοχή, με τη βοήθεια των αναλυτών του ΟΟΣΑ. Οι τελευταίοι εξετάζουν την επιρροή που μπορεί να έχουν στις μεγάλες οικονομικές ζώνες τέσσερις διαφορετικές εξελίξεις.

Μια γενικευμένη, στη ζώνη του ΟΟΣΑ, μείωση της εσωτερικής ζήτησης θα περιορίσει το ρυθμό αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2002. Θα υπάρξει όμως αναστροφή στα δύο αμέσως επόμενα χρόνια. Χειρότερες, λόγω κυρίως της διάρκειάς τους, είναι οι εκτιμώμενες επιπτώσεις που θα υπάρξουν στην περίπτωση μείωσης της ζήτησης στις χώρες που δεν συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ. Οι δύο αυτές τάσεις, όπως είναι πολύ πιθανόν, θα λειτουργήσουν αθροιστικά. Επομένως, αν δεν συγκρατηθεί η κατανάλωση την επόμενη διετία στα σημερινά επίπεδα, η Ευρωζώνη θα υποστεί μείωση στο εγχώριο προϊόν της κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες.

Αξίζει να σημειωθεί πως η κάμψη της καταναλωτικής ζήτησης είναι χειρότερη από την αύξηση κατά δέκα δολάρια στις τιμές πετρελαίου. Κάτι τέτοιο, όπως εκτιμούν οι αναλυτές του Οργανισμού στα σενάρια που εξετάζουν, αφαιρεί 0,3% από το ΑΕΠ της Ευρωζώνης και 0,4% από εκείνον των ΗΠΑ. Και στην περίπτωση αυτή, το σοκ ξεπερνιέται την αμέσως επόμενη και μεθεπόμενη χρονιά.

Σε συνδυασμό με την προηγούμενη εξέλιξη, αναλύονται οι εξελίξεις στο ενδεχόμενο μιας υποτίμησης κατά 10% του αμερικανικού δολαρίου. Μπορεί να φανεί παράξενο, αλλά η επίπτωση στο ΑΕΠ είναι χειρότερη από εκείνην της ανατίμησης του πετρελαίου. Ετσι, το εγχώριο προϊόν της Ευρωζώνης θα μειωθεί, στην περίπτωση αυτή, κατά 0,5% το 2002 και 0,1% το 2003. Είναι προφανές ότι τα δύο προηγούμενα σενάρια ακυρώνονται μεταξύ τους, αφού οι πληρωμές του λογαριασμού πετρελαϊκής ενέργειας γίνονται σε δολάρια.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως μια υποχώρηση του αμερικανικού νομίσματος έναντι του ευρώ πρέπει να θεωρείται πιθανότερο σενάριο από εκείνο της αύξησης στις τιμές πετρελαίου.

Τέλος, ο ΟΟΣΑ εξετάζει την αντίδραση της οικονομίας στη μείωση κατά μία εκατοστιαία μονάδα των βασικών επιτοκίων. H οικονομία της Ευρωζώνης θα ωφεληθεί κατά μισή μονάδα το 2002, κάτι που θα φέρει το ρυθμό ανάπτυξης από το εκτιμώμενο σήμερα 1,4% στο 1,9%, ενώ για το 2003, το ΑΕΠ θα μπορεί να είναι καλύτερο κατά 0,4%, να κινηθεί δηλαδή με 3,4%.

H πιθανότητα παρόμοιας συντονισμένης κίνησης μειώσεως των επιτοκίων στη ζώνη του ΟΟΣΑ είναι μεγάλη. Μετά τις συγχρονισμένες μειώσεις των επιτοκίων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μια χαλαρότερη νομισματική πολιτική πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά πιθανή, όχι βεβαίως για την Ιαπωνία η οποία έχει εξαντλήσει τα περιθώρια. H μείωση του κόστους δανεισμού για τους ιδιώτες αλλά και της αντλήσεως κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις θα υποστηρίξει σταδιακά την κατανάλωση και τις επενδύσεις. H αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και, επομένως, της χαμηλότερης ανεργίας θα είναι πολλαπλασιαστικά ωφέλιμη.

Με δυο λόγια, το βαθύτερο και κρισιμότερο πρόβλημα για τις χώρες του ΟΟΣΑ, είναι η κάμψη της ζήτησης. Πρόκειται για ανέκδοτη κατάσταση, αφού, μετά το 1960, μόνον σε δύο περιπτώσεις διαπιστώθηκε ταυτόχρονη μείωση του ΑΕΠ: στη συνέχεια των δύο πετρελαϊκών κρίσεων του 1972 και 1979.

H Ελλάδα δεν δείχνει πως θα αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα στην εσωτερική της οικονομία. H εσωτερική ζήτηση θα συνεχίσει να τρέχει με ρυθμό υψηλότερο από 4% στα δύο επόμενα χρόνια, προσδιορίζοντας καθοριστικά το ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ.

Οι επιπτώσεις όμως από τις μεταβολές στη διεθνή οικονομία θα είναι σημαντικές και για εμάς, για δύο λόγους: θα έχουμε μικρότερη ζήτηση για τις εξαγωγές μας και ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον για την προώθηση ξένων επενδύσεων στην οικονομία μας.

Ο υπολογιζόμενος ρυθμός αυξήσεως των επενδύσεων είναι από τους υψηλότερους στη ζώνη του ΟΟΣΑ. Θα έχουμε την καλύτερη επίδοση – αύξηση κατά 8,7% το 2002 και την τρίτη καλύτερη (μετά την Τσεχία και την Τουρκία) το 2003, με ρυθμό ανόδου κατά 9,1%. Τη στιγμή μάλιστα που ο μέσος ρυθμός στη Ζώνη του Ευρώ εκτιμάται στο 0,7% το 2002 και 3,8% το 2003. Κι όμως δεν αρκεί!

Το μεγάλο προσκλητήριο αφορά τις επενδύσεις. Ορθώς η κυβέρνηση επέλεξε, κατ’ αρχήν, τη στήριξη της κατανάλωσης, αφού αυτό είναι το «κουμπί», όπως αποδεικνύει και η ανάλυση του ΟΟΣΑ. Χρειάζεται όμως, το ενωρίτερο, να προσφέρει πλαίσιο και κίνητρα για μια αλματώδη άνοδο των επενδύσεων. Κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με μια ακόμη επιθετικότερη απελευθέρωση αγορών και ένα καταλληλότερο φορολογικό και εργασιακό πλαίσιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή