H σύγκλιση, κλειδί για κοινωνική ευημερία

H σύγκλιση, κλειδί για κοινωνική ευημερία

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη μείωση της απόστασης που χωρίζει το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εντοπίζει μελέτη της ALPHA BANK το κλειδί, την κύρια προϋπόθεση για τη σύγκλιση στο επίπεδο της κοινωνικής προστασίας.

Το συμπέρασμα του Οικονομικού Δελτίου της ALPHA (τεύχος 88) έχει ξεχωριστή σημασία. Καθώς η μείωση της απόστασης του κατά κεφαλήν εισοδήματος αποτελεί τη βασικότερη διεκδίκηση της ΓΣΕΕ στη διαδικασία υπογραφής της νέας εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, τα συμπεράσματα του Δελτίου έχουν τη δική τους σημασία.

Επιχειρώντας να περιγράψει με τη βοήθεια οικονομικών και κοινωνικών δεικτών τη θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα συγκριτικά με την E.E., καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «πραγματική σύγκλιση» προς τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν εισοδήματος των 15 της E.E. θα εξαρτηθεί από την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, που αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Εκτιμά ότι η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία είναι μέχρι σήμερα τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Υπενθυμίζει ότι σε τρέχουσες τιμές, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας ανερχόταν στο τέλος του 2002 στο ποσό των 12.900 ευρώ, δηλαδή στο 56,1% του μέσου κατα κεφαλήν εισοδήματος των χωρών της Ευρωζώνης (23.000 ευρώ) ή στο 66,1%, εάν ληφθεί υπόψη η διαφορά αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, επισημαίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη και η υποεκτίμηση των πραγματικών εισοδημάτων που αποκτώνται στην Ελλάδα, αλλά διαφεύγουν των επίσημων στατιστικών και των Εθνικών Λογαριασμών.

Ποιες τάσεις καταγράφονται στη διανομή του εισοδήματος; Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της E.E. που επικαλείται η μελέτη της ALPHA, η ανισοκατανομή του εισοδήματος μεταξύ του 1980 και του 1997 αυξήθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. «Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ισχυρού αναπτυξιακού κύκλου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 η ανισοκατανομή του εισοδήματος σημείωσε μείωση. Αυτό ήταν ενδεχομένως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η πρόσφατη ανοδική φάση του οικονομικού κυκλου ήταν «εντάσεως εργασίας». Οι απασχολούμενοι παρουσιάζουν στατιστικά τη μικρότερη πιθανότητα και οι άνεργοι τη μεγαλύτερη πιθανότητα (τέσσερις φορές παραπάνω) να βρεθούν σε κατάσταση φτώχειας. Οι συνταξιούχοι και οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν δύο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να περιέλθουν σε κατάσταση φτώχειας σε σχέση με τους απασχολουμένους».

Με σχετικότητα, ωστόσο, αποδέχεται ο συντάκτης της μελέτης τον δείκτη ανισοκατανομής των εισοδημάτων, όπως αυτός προσδιορίζεται κάθε φορά από τις δημοσκοπήσεις που κάνει το Ευρωβαρόμετρο.

«Στην E.E. κατά μέσο όρο -σταθμισμένο με τον πληθυσμό κάθε χώρας-μέλους- το 20% των νοικοκυριών με το υψηλότερο εισόδημα κερδίζει 4,6 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20% των νοικοκυριών με κατώτατο εισόδημα.

Αυτή η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς είναι μικρότερη στη Δανία και τη Σουηδία (3,2%), καθώς και σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστρία. Αντίθετα η διαφορά είναι σχετικά μεγάλη στη νότια Ευρώπη, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ελλάδα και την Πορτογαλία το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού «κερδίζει» 6,2 και 6,4 φορές περισσότερα εισοδήματα από το φτωχότερο 20%».

Σχολιάζοντας αυτό το συμπέρασμα, η ανάλυση της ALPHA αναφέρει ότι στις δημοσκοπήσεις που διέξάγει το Ευρωβαρόμετρο μία σημαντική μερίδα των πολιτών αυτοπροσδιορίζονται ως πτωχοί, υπό την έννοια ότι θεωρούν το καθαρό εισόδημά τους χαμηλότερο αυτού που οι ίδιοι θεωρούν απαραίτητο. Αυτό το «υποκειμενικό» μέτρο της φτώχειας ποικίλλει σημαντικά στο εσωτερικό τηςε Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι για παραδειγμα το 9% του πληθυσμού στη Δανία και φθάνει το 66% στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα. O αυθαίρετος προσδιορισμός του «απαραίτητου» εισοδήματος εισάγει, ωστόσο, στοιχεία που έχουν να κάνουν περισσότερο με κοινωνικά και καταναλωτικά πρότυπα και λιγότερο με το ενδεχόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού.

Ως αποκαλυπτικό δείκτη της βελτίωσης της κοινωνικής ευημερίας την τελευταία δεκαετία, η μελέτη της ALPHA αναδεικνύει τη μεταβολή του ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στον ενεργό πληθυσμό ανά ηλικιακή ομάδα.

«Το ποσοστό συμμετοχής στις ηλικιακές ομάδες 15- 19 και 20-24 μειώθηκε σημαντικά (απο 18,3% και 61,9% το 1992 σε 11,7% και 58,4%). Τούτο αντανακλά την επιμήκυνση του χρόνου σπουδών των νέων που στηρίζεται σε εισοδηματικές ενισχύσεις από την οικογένεια. Παράλληλα την τελευταία δεκαετία έχουμε -παρά την αύξηση του προσδόκιμου ζωής- αξιόλογη μείωση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των άνω των 65 χρόνων. Αυτό το γεγονός αντανακλά τη βελτίωση των παροχών και την αύξηση της κοινωνικής κάλυψης του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος».

Εγγενείς αδυναμίες

Ως προς τους παράγοντες της υψηλής ανεργίας, το Δελτίο της ALPHA δίνει έμφαση σε ορισμένες εγγενείς αδυναμίες τόσο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και του συστήματος κατάρτισης. «H διά βίου κατάρτιση και εκπαίδευση αποτελεί έναν υποτονικό θεσμό στην ελληνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat σε όλη την E.E., το 8% τυ πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών συμμετείχε σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης τις τελευταίες 4 εβδομάδες του 2001. Τέτοιες δραστηριότητες αποτελούν συχνότερο φαινόμενο στις χωρες του Βορρά, τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό συμμετοχής σε προγράμματα εκπαίδευσης/κατάρτισης είναι μόλις 1%, ενώ τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν ελάχιστες πιθανότητες να συμμετάσχουν σε σχέση με τους νεότερους».

Ως δεύτερο σημαντικό παράγοντα που ερμηνεύει το υψηλό ποσοστό της ανεργίας των νέων, η μελέτη αναφέρει το ύψος των κατώτατων αποδοχών το οποίο «σε συνδυασμό με τις ακαμψίες στον χρόνο εργασίας και στην προσαρμογή σε συνθήκες της ζήτησης αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για την απασχόλησή τους».

Εν κατακλείδει η μελέτη της ALPHA υποστηρίζει ότι «η πραγματική σύγκλιση της οικονομίας μας αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για τη σύγκλιση σε επίπεδο κοινωνικής προστασίας. Μία ακόμη πρόκληση για την κοινωνική μας πολιτική είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της πληθυσμιακής κάλυψης των κοινωνικών παροχών.

Σε αυτά τα δύο σημεία απαιτείται περαιτέρω προσπάθεια. Το διοικητικό κόστος ως ποσοστό στο σύνολο των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα είναι υψηλό, ενώ οι δαπάνες για συντάξεις απορροφούν το μεγαλύτερο – συγκριτικά με άλλες χώρες- ποσοστό των συνολικών κοινωνικών δαπανών» καταλήγει η μελέτη, αναγνωρίζοντας ότι την τελευταία δεκαπενταετία έχουν γίνει σημαντικά βήματα σύγκλισης προς την Ευρώπη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή