Οι εννέα φθίνοντες κλάδοι της ελληνικής οικονομίας «ευθύνονται» για το 10,20% του μέσου συνολικού προϊόντος και το 9,44% της μέσης συνολικής αξίας. Ο όγκος του προϊόντος τους συρρικνώθηκε ετησίως κατά 1,62%, ενώ η αξία του αυξήθηκε μόλις 1,65%, την ίδια στιγμή που ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός με βάση τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ ήταν 4,7%.
Οι 22 ανερχόμενοι κλάδοι με τη σειρά τους καλύπτουν το 27,13% του μέσου συνολικού προϊόντος και το 27,10% της μέσης συνολικής αξίας της περιόδου. Ο όγκος του προϊόντος τους μεγεθύνθηκε με ετήσιο ρυθμό 7,55%, έναντι 3,15% για το σύνολο της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η αξία παραγωγής τους αυξήθηκε κατά 11,77%, μέγεθος μεγαλύτερο από το 4,70% της αύξησης στο γενικό επίπεδο των τιμών αλλά και το 7,68% της αύξησης της συνολικής αξίας παραγωγής της οικονομίας.
Αντίστροφα, από τους 22 ανερχόμενους κλάδους, οι 12 ανήκουν στον τριτογενή τομέα και ευθύνονται για 23,26% του προϊόντος (22,44% της αξίας) αυτού. Οι κλάδοι αυτοί εμφανίζουν πολύ ισχυρή μέση ετήσια ανάπτυξη (10,08% σε όγκο και 13,69% σε αξία), με αποτέλεσμα να ωθούν το σύνολο του τριτογενούς τομέα και να τον καθιστούν ανερχόμενο στο σύνολό του.
Ο δευτερογενής τομέας έχει εκπροσώπους και στις δύο κατηγορίες κλάδων, με μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στους ανερχόμενους κλάδους.