Rebranding στη δουλειά του πατέρα

Rebranding στη δουλειά του πατέρα

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

The Workshop Shoes: Η εξέλιξη του παπουτσάδικου

Πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, η 33χρονη σήμερα Κιμ θέλησε να φτιάξει τις δικές της εσπαντρίγιες. Αναζητούσε ένα παπούτσι άνετο και καλής ποιότητας για το καλοκαίρι και σκέφτηκε να… εκμεταλλευτεί τον υποδηματοποιό μπαμπά της για να δημιουργήσουν μαζί αυτό που είχε φανταστεί. Μίλησε με τα νεότερα δίδυμα αδέλφια της, Αλεξ και Τζέισον, και αποφάσισαν να φτιάξουν μαζί μια δεκαριά σχέδια για τους ίδιους και για όσους φίλους τους θα ήθελαν και θα μπορούσαν να τα αγοράσουν.

Ηταν η πρώτη φορά που τα τρία αδέλφια ενεπλάκησαν στην οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ήταν πολύ παλιά. Την ίδρυσε ο  Μικρασιάτης πρόσφυγας παππούς τους Χαρίλαος Χατζηαναστασίου το 1938 στο Παγκράτι, για να την αναλάβει αργότερα ο πατέρας τους Γιώργος, ενώ από το 1960 βρίσκεται στον Περισσό. «Η τύχη ήταν αυτή που μας τράβηξε όλους στο υπόγειο παπουτσάδικο», λέει ο Τζέισον. Και, χωρίς να το πολυκαταλάβουν, έπιασαν δουλειά.

Η Κιμ έκανε τα σχέδια και σκέφτηκε ένα όνομα που να τους ταιριάζει, ο κ. Γιώργος έδειξε στον Αλεξ πώς να κατασκευάσει τα παπούτσια και ο Τζέισον τα φωτογράφισε και ανέλαβε πελάτες και επικοινωνία. Στη συνέχεια έφτιαξαν μια σελίδα στο Facebook. Mε μεγάλη έκπληξη είδαν ότι οι εσπαντρίγιες τους έγιναν γρήγορα ιδιαίτερα δημοφιλείς. Aρκετά μαγαζιά, μάλιστα, τους αναζήτησαν για συνεργασία. Δεν μπορούν, όμως, ακόμα να ανταποκριθούν γιατί η παραγωγή τους είναι μικρή, καθώς όλα τα παπούτσια τους είναι χειροποίητα και απαιτείται χρόνος για να κατασκευαστούν. «Προς το παρόν μαθαίνουμε τις δυνατότητές μας, διορθώνουμε λάθη και προσπαθούμε να βελτιώσουμε την επιχείρησή μας», λέει η Κιμ και συμφωνεί ο κ. Γιώργος, ενώ καμαρώνει για την απρόσμενη ενασχόληση των παιδιών του με το οικογενειακό υποδηματοποιείο.

Μετά τις περσινές καλοκαιρινές εσπαντρίγιες, έβγαλαν την πρώτη τους χειμωνιάτικη συλλογή και τώρα είναι έτοιμα και τα ανοιξιάτικα.

Προς το παρόν φτιάχνουν μόνο γυναικεία παπούτσια, τα τρία αδέλφια όμως σκοπεύουν -αφού εκπαιδευτούν καλά και εδραιωθούν στην αγορά- να περάσουν και στα ανδρικά. Μέχρι τότε θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να γνωστοποιούν τη δουλειά τους στον κόσμο, αλλά και για να επικοινωνούν απευθείας με τους πελάτες τους.

Sur Mesure: μισό αιώνα πουκαμισάδες

Η ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης πηγαίνει πίσω στο 1964, όταν ο Δημήτρης Πρέντζας άνοιξε μαζί με τη σύζυγό του το πρώτο τους κατάστημα, όπου έραβαν πουκάμισα κατά παραγγελία, στην οδό Θεμιστοκλέους στο κέντρο της Αθήνας. Τα  χρόνια όμως πέρασαν και η κρίση των ημερών βρήκε την επιχείρηση -που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί στην οδό Ασκληπιού- στα όρια της επιβίωσης. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε η ιδέα της Sur Mesure στον γιο τους Κωνσταντίνο, που μαζί με την αδελφή του (και σημερινή συνεργάτιδά του) Αθηνά, μεγάλωσαν μέσα στα πατρόν και τα υφάσματα.

Με σπουδές σχετικές με το μάρκετινγκ και έχοντας περάσει από τις πωλήσεις άλλων εταιρειών ένδυσης, ο Κωνσταντίνος απέκτησε εμπειρία, έμαθε να «διαβάζει» την αγορά, αλλά, το σημαντικότερο, βρήκε τον τρόπο να επαναπροσεγγίσει τους χαμένους πελάτες της δικής τους επιχείρησης. Και να κερδίσει νέους. «Οταν κάποια στιγμή πριν από τρία χρόνια διαπίστωσα ότι άρχισε να εμφανίζεται μια τάση επιστροφής στο παρελθόν, σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία να γυρίσουμε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει ο πατέρας μου: στο πουκάμισο με ειδική παραγγελία, στο οποίο -αν μη τι άλλο- έχουμε τεχνογνωσία».

Πρόκειται για μια τέχνη που σιγά-σιγά χάνεται στην Ελλάδα. «Την κατέχουν λίγοι και αυτοί είναι πολύ μεγάλης ηλικίας», λέει ο Κωνσταντίνος, που έχει αναλάβει πλέον τη διεύθυνση της επιχείρησης και παράλληλα διδάσκεται από τον πατέρα του να παίρνει μέτρα, να κόβει και να φτιάχνει πατρόν.

«Δημιουργούμε πατρόν για κάθε πελάτη ξεχωριστά, το οποίο αρχειοθετούμε αλφαβητικά, οπότε ένα τηλεφώνημα αρκεί για να του φτιάξουμε το επόμενο πουκάμισο», εξηγεί ο Κωνσταντίνος. «Προσπαθούμε, επίσης, να φτιάχνουμε μοναδικά κομμάτια και -το σημαντικότερο- να τα προσφέρουμε σε καλή τιμή», προσθέτει. Πράγματι, ανάλογα με το ύφασμα που θα επιλέξει κανείς, μπορεί να αποκτήσει το δικό του πουκάμισο από 55 ευρώ.

Εκτός από το rebranding της επιχείρησης, πάντως, στα σχέδια του Κωνσταντίνου είναι να προχωρήσει σε συνεργασίες με άλλους Ελληνες σχεδιαστές, αλλά και στη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Μέχρι στιγμής έχει περάσει και στη δημιουργία κοστουμιών, κυρίως γαμπριάτικων, ενώ συνεργάζεται με τον σχεδιαστή νυφικών Αχιλλέα Τακτικό -παρουσιάζοντας από κοινού ένα ολοκληρωμένο προϊόν. Επίσης, σκέφτεται μελλοντικά να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέσω Ιντερνετ, ώστε να ανοίξει η αγορά εκτός Αθήνας και -γιατί όχι;- εκτός Ελλάδος.

The Felters: Ο κετσές έγινε ντιζάιν

Ολα ξεκίνησαν το 1922, όταν ο Ιορδάνης Χατζηαγάπογλου,  παππούς μου και πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, ξεκίνησε να φτιάχνει στο χέρι 5 μέτρα κετσέ την ημέρα και να τον πουλά ως υπόστρωμα για τις σέλες ζώων». Με αυτήν τη φράση με υποδέχτηκε ο 59χρονος Λουκάς στην οικογενειακή επιχείρηση «Viokets Αφοί Χατζηαγάπογλου Ο.Ε.». Πρώτη απορία: τι είναι ο κετσές; Μαθαίνω ότι πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, φτιαγμένο αποκλειστικά από μαλλί προβάτου, το οποίο δεν υφίσταται καμία χημική επεξεργασία – είναι δηλαδή απολύτως οικολογικό και ανακυκλώσιμο. Στο εξωτερικό είναι ευρέως διαδεδομένο ως felt και έχει δεκάδες χρήσεις (από μονωτικό κτιρίων έως παντόφλες και χαλιά). «Στη Β. Ευρώπη γίνεται ανάρπαστο επειδή είναι ιδιαίτερα ζεστό, ανθεκτικό και αδιάβροχο, αλλά στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σχετικά άγνωστο. Οχι για πολύ», συνεχίζει ο κ. Χατζηαγάπογλου καθώς με ξεναγεί στις εγκαταστάσεις με τον συνιδιοκτήτη και ξάδελφό του Ιορδάνη.

Το 1955 οι πατεράδες τους μετέτρεψαν την οικοτεχνία σε βιοτεχνία, αγοράζοντας μηχανήματα και εξοπλίζοντας τη σημερινή έδρα της εταιρείας στο Μοσχάτο. Ως το μοναδικό -ακόμη και σήμερα- εργοστάσιο στην Ελλάδα που παράγει κετσέ, δέχονταν -και δέχονται- παραγγελίες από ταπητουργίες. Με την οικονομική ύφεση «περιορίστηκε μεν το πελατολόγιο, αλλά δεν στάθηκε εμπόδιο στη λειτουργία της βιοτεχνίας, που παραμένει αυτάρκης, χωρίς ξένα κεφάλαια ή δάνεια».

Πριν από ένα χρόνο, η επιχείρησή τους πήρε νέα ώθηση χάρη στο επιτυχημένο rebranding του δραστήριου 30χρονου Κωνσταντίνου Χατζηαγάπογλου, μοναδικού εκπροσώπου της τέταρτης γενιάς. Αφού επέστρεψε από τα Χανιά, όπου σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός, θέλησε να εκμεταλλευτεί την ήδη υπάρχουσα πρώτη ύλη και να την εξελίξει. Εψαξε να βρει καλύτερης ποιότητας μαλλί για να παράγει πιο ποιοτικό κετσέ και να τον χρησιμοποιήσει σε αντικείμενα design.

Ο ενθουσιασμός του σε συνδυασμό με την πείρα του πατέρα του οδήγησαν στη δημιουργία του «The Felters». Με έξι άτομα προσωπικό σήμερα, εκτός από τα παραδοσιακά, φτιάχνουν και unisex παπούτσια, τσάντες, θήκες για τάμπλετ και κινητά, σουπλά, καλάθια, μπρελόκ, ημερολόγια κ.ά.

Επόμενο βήμα; Οι εξαγωγές. «Τα ελληνικά προϊόντα είναι από τα καλύτερα παγκοσμίως από άποψη ποιότητας και με τη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων, που είναι η βιτρίνα της εταιρείας στις ξένες αγορές, σκοπεύουμε να κάνουμε τον ελληνικό κετσέ ανάρπαστο σε όλο τον κόσμο, ώστε να συνεχιστεί η παράδοση της οικογένειας», λέει ο Κωνσταντίνος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή