Πώς θα ξεκολλήσουν οι μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη

Πώς θα ξεκολλήσουν οι μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για τη σημερινή κατάσταση στην Ευρωζώνη υπάρχουν δύο διαφορετικές αναγνώσεις. Η πρώτη επικεντρώνεται στο ότι έχοντας ξεπεράσει μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, βρισκόμαστε στο έβδομο έτος οικονομικής επέκτασης, με το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται σε χαμηλό 20 ετών. Η πιθανότητα Grexit δεν υφίσταται πλέον, ενώ τα μέλη της Ευρωζώνης είναι σήμερα περισσότερα απ’ ό,τι στην αρχή της κρίσης. Μια οικονομική επιβράδυνση είναι μπροστά μας, αλλά έχουμε τα εργαλεία και τους μηχανισμούς για να τη χειριστούμε.

Η εναλλακτική ανάγνωση επικεντρώνεται στο ότι παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που βοήθησαν να ξεπεραστεί η κρίση, η θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης παραμένει στην κατάσταση που ήταν το 2014: η τραπεζική ένωση δεν έχει ολοκληρωθεί, η «νέα» δημοσιονομική εργαλειοθήκη χρειάζεται αναμόρφωση, ο λεγόμενος «προϋπολογισμός της Ζώνης του Ευρώ» είναι ασήμαντος και νέοι θεσμοί όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δεν έχουν ακόμα όλα τα εργαλεία που χρειάζονται για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Ο φαύλος κύκλος μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων που επιδείνωσε την κρίση δεν έχει σπάσει ακόμα, ενώ σε επίπεδο μακροοικονομικών μεγεθών οι χώρες εξακολουθούν να αποκλίνουν παρά να συγκλίνουν. Το χειρότερο: πλησιάζουμε τα όρια του τι μπορεί να προσφέρει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, την ίδια στιγμή που οι χώρες διαφωνούν έντονα για τη χρήση του υφιστάμενου δημοσιονομικού χώρου.

Σε ένα περιβάλλον χωρίς άμεση κρίση, οι πολιτικοί έχουν χάσει τη διάθεση για μεταρρυθμίσεις. Ετσι, ωστόσο, αναλαμβάνουν μεγάλο πολιτικό και οικονομικό ρίσκο: στη χειρότερη περίπτωση, δεν θα είμαστε προετοιμασμένοι για την επόμενη κρίση, ενώ στην καλύτερη, θα επανέλθουμε στην εποχή της στασιμότητας. Αντιθέτως, θα έπρεπε να αδράξουν τη σημερινή ευκαιρία. Σήμερα είναι η κατάλληλη στιγμή: μία νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεδιπλώνει τις προτεραιότητές της και παρουσιάζει το σχέδιο για μία Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συζητήσει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. και μια διαδοχή στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να την οδηγήσει πιο μακριά στον δρόμο που χάραξε η εμβληματική δήλωση «θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται» του Μάριο Ντράγκι το 2012. Το δε σημερινό περιβάλλον, χωρίς πληθωρισμό, με αρνητικά επιτόκια και νέες συνθήκες ανταγωνισμού, είναι απολύτως κατάλληλο για τολμηρές πρωτοβουλίες.

Αλλά ενώ ο χρόνος είναι ιδανικός και οι συνθήκες κατάλληλες, έχουμε κολλήσει. Τα πολιτικά «παράθυρα ευκαιρίας» έχουν έρθει και παρέλθει· έχουμε επιστρέψει στα παραδοσιακά στερεότυπα με αγεφύρωτες διαφορές οικονομικής φιλοσοφίας ανάμεσα στην «οικονομική ορθοδοξία» του πυρήνα της Ευρωζώνης και την πιο ευέλικτη προσέγγιση των χωρών της περιφέρειας. Ο δύσκολος συμβιβασμός μεταξύ των πολιτικών που κατανέμουν τους κινδύνους σε όλες τις χώρες και αυτών που τους μειώνουν δεν φαίνεται να είναι εφικτός. Αντίθετα, έχουμε μπει σε αδιέξοδο σε όλους τους τομείς μεταρρύθμισης που περιγράφονται στην έκθεση των πέντε προέδρων της Ε.Ε. του 2015.

Στο μείζον ζήτημα της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης, το κρίσιμο κομμάτι που λείπει, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων, αντιμετωπίζει σθεναρή αντίσταση. Εργαλεία σταθεροποίησης όπως η ευρωπαϊκή ασφάλιση ανεργίας βρίσκονται στα σπάργανα, ενώ ένα ευρωπαϊκό «ασφαλές περιουσιακό στοιχείο» που θα συνέβαλε στη χρηματοοικονομική σταθερότητα χάνεται στις λεπτομέρειες των διαφόρων εναλλακτικών σχεδίων. Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός της Ευρωζώνης είναι μια εξαιρετικά χλωμή εκδοχή μιας κεντρικής δημοσιονομικής δυνατότητας. Και ενώ υπάρχει σχεδόν ομοφωνία ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι υπερβολικά περίπλοκοι και μάλλον αποτυχημένοι, δεν μπορούμε να βρούμε την πολιτική βούληση και το κοινό έδαφος για να τους αλλάξουμε.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι η έντονη αντίθεση μεταξύ της σαφούς υποστήριξης του ευρώ και της Ε.Ε. από τους Ευρωπαίους πολίτες από τη μία και της πολιτικής παράλυσης που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε από την άλλη. Πώς μπορούμε να ξεμπλοκάρουμε αυτή την κατάσταση; Υποστηρίζουμε ότι το κλειδί είναι διπλό.

Πρώτον, να χρηματοδοτήσουμε τις ευρωπαϊκές επενδύσεις, αποφασίζοντας να δώσουμε στην Ε.Ε. ίδιους πόρους, οι οποίοι θα διαχωριστούν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και, δεύτερον, να επικεντρώσουμε τις επενδύσεις αυτές στα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά. Αυτά τα βήματα δεν αντικαθιστούν την ανάγκη για πραγματική μεταρρύθμιση της ΟΝΕ, αλλά χωρίς αυτές δεν θα είναι δυνατή αυτή η μεταρρύθμιση.

Η απόφαση να δοθούν «ίδιοι πόροι» στην Ε.Ε. είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστούν οι εθνικές διαφωνίες για την αύξηση των δαπανών της Ε.Ε. από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Μια έρευνα σε 10 κράτη-μέλη από την YouGov, μαζί με τη Σχολή Διακρατικής Διακυβέρνησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου, υποστηρίζει αυτή την κατεύθυνση. Οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι βαθιά διχασμένοι ως προς τον βαθμό στον οποίο οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα πρέπει να παρέχουν περισσότερη χρηματοδότηση για την Ε.Ε. Αντιθέτως όμως, υπάρχει μια συντριπτική υποστήριξη για νέους ίδιους πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως υπερεθνικές εισφορές για εκπομπές αερίων (ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα), φορολογία σε εταιρείες Διαδικτύου ή στα κέρδη των επιχειρήσεων γενικά. Ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει η συζήτηση για αναγκαίους πόρους είναι συνεπώς η αποσύνδεση των εθνικών προϋπολογισμών από αυτόν της Ε.Ε. και η ανάπτυξη μηχανισμών για ίδιους πόρους που συνδέονται ευθέως με την οικονομική δραστηριότητα σε επίπεδο Ε.Ε.

Το δεύτερο εργαλείο αφορά τη χρήση της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ως ενός τρόπου για να ξεμπλοκάρει η δημοσιονομική συζήτηση. Πρέπει να επικεντρωθούμε στην επενδυτική ικανότητα όπου διακυβεύονται ευρωπαϊκά κοινά αγαθά. Στόχος μας πρέπει να είναι η κινητοποίηση ευρωπαϊκών και διεθνών κεφαλαίων για μια καινοτόμο, αειφόρο και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνία που αγκαλιάζει και προωθεί την τεχνολογία. Ενα πράσινο σύμφωνο με τις αναγκαίες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που σχετίζονται με την περιβαλλοντική μετάβαση, την κλιματική προσαρμογή, την αναβάθμιση των υποδομών και των δεξιοτήτων μπορεί να αποτελέσει τον αναγκαίο μοχλό για να επανεφεύρουμε το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο.

Κάτι τέτοιο βέβαια δεν αποτελεί τη λύση για όλα τα σημερινά προβλήματα της ΟΝΕ. Η ανάγκη για την ολοκλήρωση του υπόλοιπου προγράμματος μεταρρυθμίσεων παραμένει σε κάθε περίπτωση ισχυρή: υπάρχουν σημαντικά κέρδη από τις πολιτικές μακροοικονομικής σταθεροποίησης της Ευρωζώνης. Και τα πράσινα ομόλογα δεν αποτελούν σταθεροποιητικά εργαλεία· θα χρειάζεται πάντα μία κεντρική δημοσιονομική ικανότητα με δυνατότητα φορολόγησης και δανεισμού. Ως εκ τούτου, ένα «ασφαλές περιουσιακό στοιχείο» σε επίπεδο Ευρωζώνης θα αποτελούσε ένα πραγματικό άλμα στην ολοκλήρωση της ΟΝΕ. Αλλά για να βγούμε από το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο, πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτά στα οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε: την υλοποίηση της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας με ταυτόχρονη ανάπτυξη «ίδιων πόρων» σε επίπεδο Ε.Ε.

* Ο κ.  La΄szlo΄ Andor είναι γενικός γραμματέας του Foundation for European Progressive Studies και πρώην επίτροπος της Ε.Ε.

** Ο κ. Miguel Poiares Maduro είναι διευθυντής του School of Transnational Governance στο European University Institute και πρώην υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης της Πορτογαλίας.

*** Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι καθηγητής στο School of Transnational Governance του European University Institute και πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή