Οσοι ηγέτες χωρών-μελών της Ευρωζώνης δεν δέχονται να μοιραστούν με τους εταίρους τους το κόστος της πανδημίας ίσως το κάνουν τελικά διά της πλαγίας οδού και το όχημα θα είναι η ΕΚΤ. Οπως τονίζει σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως η ΕΚΤ μπορεί να απορροφήσει τον δυσθεώρητο όγκο χρέους που συσσωρεύεται εν μέσω της ύφεσης.
Επισημαίνουν, μάλιστα, πως αν γίνει σωστά και για μακρά περίοδο, μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο θα παρακαμφθεί το γράμμα των κανονισμών της Ευρωζώνης και της ΕΚΤ, που απαγορεύουν τη χρηματοδότηση κρατών. Μπορεί, άλλωστε, να γίνει τόσο διακριτικά, ώστε να το εγκρίνουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, όταν η εναλλακτική είναι η κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος.
Ο Τζιλ Μεκ, επικεφαλής της ομάδας οικονομολόγων της ΑΧΑ στο Λονδίνο και πρώην στέλεχος της Τράπεζας της Γαλλίας, εκτιμά πως «ενώπιον ενός τέτοιου διλήμματος, οι φαινομενικά πειθαρχημένες αυτές χώρες θα προτιμήσουν να το δεχτούν μέσω της κεντρικής τράπεζας παρά να συναινέσουν στην έκδοση κοινού χρέους». Ο ίδιος τονίζει για την κοινή έκδοση χρέους πως «αυτοί οι πολιτικοί θεωρούν τόσο τοξικό το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας επιλογής ώστε θα προτιμήσουν την πίσω πόρτα, ευελπιστώντας πως δεν θα καταλάβει κανείς την εξαιρετικά περίπλοκη αυτή διαδικασία».
Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναζητούν τρόπους για να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα στήριξης των οικονομιών τους, αλλά στην Ευρωζώνη το θέμα είναι ακανθώδες. Πρόκειται για μια νομισματική ένωση, που δεν συνοδεύεται από ενιαία δημοσιονομική πολιτική και τα κράτη-μέλη της εκδίδουν ανεξάρτητα το καθένα δικό του χρέος. Ως εκ τούτου, η νέα κρίση δοκιμάζει την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της Ευρωζώνης. Οι διαφωνίες αναμένεται να αναδυθούν ανάγλυφα στη σημερινή σύνοδο.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι δημοσιονομικά συντηρητικές χώρες θα δυναμιτίσουν κάθε πρόταση για κοινή έκδοση χρέους, είτε αυτή θα λέγεται ευρωομόλογο είτε κορωνοομόλογο. Ακόμη και ο κίνδυνος της πανδημίας ωχριά μπροστά στον φόβο ορισμένων πολιτικών πως οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια προς τους φτωχούς συγγενείς θα έχει πολιτικό κόστος. Μέχρι τώρα έχουν ληφθεί δημοσιονομικά μέτρα ως επί το πλείστον σε εθνικό επίπεδο, ενώ η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχει περιοριστεί στη χορήγηση δανείων.
Συνοπτικά το πρόβλημα είναι ότι θα αυξηθεί το χρέος χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία και θα υπονομεύσει την ανάπτυξη των οικονομιών τους, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης εάν εκτιναχθεί ο πληθωρισμός και αναγκαστεί η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια. Το ΔΝΤ υπολογίζει πως το χρέος της Ιταλίας θα φτάσει το 155% του ΑΕΠ της μετά την πανδημία και θα είναι διπλάσιο αυτού της Γερμανίας. Και ο Ιταλός Φάμπιο Πανέτα, μέλος της ΕΚΤ, προειδοποιεί πως, αν είναι άνιση η αντιμετώπιση της πανδημίας, θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο ευρώ.
Ηδη η ΕΚΤ βοηθάει την Ιταλία αγοράζοντας μαζικά ιταλικά ομόλογα ώστε να κρατάει χαμηλά τις αποδόσεις τους. Τελευταία έχουν, βέβαια, σημειώσει άνοδο οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων. Οπως επισημαίνει το Bloomberg, οι επενδυτές δοκιμάζουν τα όρια της ΕΚΤ, η οποία ήδη έχει χαλαρώσει τους κανόνες της. Από τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ έχει θέσει προηγούμενο για την αποδοχή ομολόγων χωρίς επενδυτική διαβάθμιση, καθώς δέχεται πλέον ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Από τον Απρίλιο, άλλωστε, έχει επεκτείνει την παραχώρηση αποδεχόμενη ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ως ενέχυρα και δίνοντας, έτσι, στις ελληνικές τράπεζες τη δυνατότητα να δανείζονται από την κεντρική τράπεζα. Τώρα προσανατολίζεται σε περαιτέρω χαλάρωση των κανόνων. Ολα αυτά, ενώ αναμένεται για αύριο η αξιολόγηση του χρέους της Ιταλίας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P. Σε περίπτωση υποβάθμισης του ιταλικού χρέους, η Ιταλία θα κινδύνευε να αποκλειστεί από το πρόγραμμα της ΕΚΤ, εάν βεβαίως υποβαθμίσουν το χρέος της και οι άλλοι τρεις οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η πρώτη υποβάθμιση θα προκαλούσε ανησυχία μεταξύ επενδυτών και νέους κραδασμούς στις αγορές ομολόγων.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019, το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας είχε συγκεντρώσει ομόλογα συνολικής αξίας 3,7 τρισ. ευρώ. Στη διάρκεια του τρέχοντος έτους αναμένεται πως η τράπεζα θα προσθέσει άλλο 1 τρισ. ευρώ από αγορές ομολόγων. Οι αγορές αυτές δεν αρκούν για να καλύψουν τις πρόσθετες δαπάνες, ύψους 1,5 τρισ. ευρώ, που θα χρειαστούν για την αντιμετώπιση της ύφεσης, όπως τουλάχιστον υπολογίζει ο Ισπανός αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος.