Ιδού ο διάδοχος της Citigroup

2' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανέκαθεν ο Σάντι Γουέιλ «πιεζόταν» όταν τον ρωτούσαν για τα σχέδια διαδοχής του. Ομως, καθώς κανείς δεν τον είχε ρωτήσει για το θέμα εδώ και δύο… ολόκληρες εβδομάδες, ο κ. Γουέιλ αποφάσισε να το ανακινήσει ο ίδιος προχθές, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του να περάσει σε καθεστώς μερικής συνταξιοδότησης. Εάν είχε αποχωρήσει πέρυσι, όταν οι επενδυτικές δραστηριότητες και οι πρακτικές των χρηματιστηριακών αναλύσεων της Citigroup βρίσκονταν στο στόχαστρο του γενικού εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, Ελιοτ Σπίτζερ, θα φαινόταν σαν ο κ. Γουέιλ να εγκατέλειπε το πλοίο -του- μόλις άρχιζε να μπάζει νερά. Τώρα, και έχοντας ξεπεράσει την τρικυμία, μπορεί να φύγει με το κεφάλι ψηλά: Ακόμη και τα πρόσφατα αποτελέσματα χρήσεως της Citigroup είναι σημαντικά βελτιωμένα, ενώ η τιμή της μετοχής ενισχύεται πλέον κατά 86% σε σύγκριση με τα χαμηλά επίπεδα του 2002. H Citigroup έχει μάλιστα υπεραποδόσεις της τάξεως του 80% συγκριτικά με τον δείκτη S&P 500 από το 1998, όταν ο κ. Γουέιλ ανακοίνωνε τη συγχώνευση των Travelers και Citicorp για τη δημιουργία της.

Καμιά άλλη εταιρεία τόσο μεγάλη όσο η Citigroup, η οποία έχει να επιδείξει 200 εκατομμύρια πελάτες σε περισσότερες από 100 χώρες, δεν διοικείται από ένα και μοναδικό πρόσωπο. Από τη Citigroup προήλθε μεγάλος αριθμός διευθυνόντων συμβούλων άλλων εταιρειών του κλάδου. Τόσο ο Τσακ Πρινς, ο οποίος είναι ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Citigroup, όσο και ο Μπομπ Βίλουμσταντ, ο νέος γενικός διευθυντής της, υπήρξαν επί μακρόν συνεργάτες του κ. Γουέιλ. Ακόμη, ο κ. Γουέιλ θα διατηρήσει το πόστο του ως πρόεδρος της Citigroup -και σύμφωνα με τον κ. Πρινς ως «πρέσβη» του ομίλου- έως το 2006. Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, δεν αλλάζουν πολλά.

Η ικανότητα της Citigroup να ελέγχει το λειτουργικό κόστος της ή να πραγματοποιεί εξαγορές δεν μειώνεται λόγω της παραχώρησης των ηνίων από τον κ. Γουέιλ στον κ. Πρινς. Ωστόσο, το καταπληκτικό «ένστικτο» του κ. Γουέιλ δεν χαρακτηρίζει τον καθένα. Οι ευκαιρίες, σαν αυτήν που οδήγησε στη συγχώνευση της Travelers με τη Citigroup, μπορεί να είναι μία στο εκατομμύριο, εάν όμως παρουσιαζόταν και πάλι, είναι αμφίβολο εάν η Citigroup χωρίς πλέον τον κ. Γουέιλ θα έσπευδε να την εκμεταλλευθεί.

Ποιότητα και δανεισμός

Η ποιότητα του δανεισμού των αμερικανικών επιχειρήσεων συνεχίζει να πέφτει, αν και με πιο αργούς ρυθμούς. H Standard & Poor’s αναφέρει ότι το πρώτο εξάμηνο φέτος 69 εταιρείες δεν κατάφεραν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, συνολικής αξίας 34,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε σύγκριση με 235 εταιρείες και 181,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2002. Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένουν υψηλότερα του μέσου όρου, με τη Moody’s να αναφέρει ότι περισσότεροι από έναν στους 20 που εκδίδουν ομολογιακά δάνεια κατηγορίας μη υψηλού κινδύνου, έτυχαν υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητάς τους κατά το δεύτερο τρίμηνο φέτος. Μάλιστα, για κάθε τρεις υποβαθμίσεις η αγορά έχει να επιδείξει μόνο μία αναβάθμιση. Από μία άποψη, ο τελευταίος γύρος πτωχεύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες αντικατοπτρίζει απλώς το κλείσιμο ορισμένων λογαριασμών, οι οποίοι παρέμεναν ανοικτοί. Συχνά, με τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ανάκαμψης κάνουν την εμφάνισή τους και τα ουσιαστικά προβλήματα εκείνων των επιχειρήσεων, οι οποίες άντεξαν οριακά την κρίση αλλά δεν έχουν και τη δυνατότητα να υλοποιήσουν νέες επενδύσεις για να «αντέξουν» και την ανάκαμψη. Ετσι, το ουσιαστικό μήνυμα από τις εν λόγω πτωχεύσεις, όπως των εταιρειών Mirant και Loral, είναι ότι η αγορά των ομολόγων δεν είναι άμοιρη κινδύνων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ποιότητα του χρέους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή