Χαμηλό εργατικό κόστος και υψηλή ποιότητα απογειώνουν την Κίνα

Χαμηλό εργατικό κόστος και υψηλή ποιότητα απογειώνουν την Κίνα

5' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο οικονομικό θαύμα των τελευταίων ετών έχει αναδειχθεί η Κίνα, καθώς το σταδιακό άνοιγμα προς την ελεύθερη οικονομία και η είσοδός της από το Δεκέμβριο του 2001 στον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (WTO) προσελκύουν συνεχώς νέα επενδυτικά κεφάλαια από τις δυτικές χώρες. Με υπερδιπλάσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης από τον διεθνή μέσο όρο, ετήσια αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κοντά στο 20% και απέραντα αποθέματα φθηνού εργατικού δυναμικού, τα οποία της δίνουν τη δυνατότητα να παράγει σχεδόν οποιοδήποτε προϊόν στο χαμηλότερο κόστος, η Κίνα εδραιώνει τη θέση της ως ο παγκόσμιος παραγωγός και προμηθευτής αγαθών, τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα, από υφάσματα μέχρι υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικές συσκευές. Η ταχύτατη ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν έχει όμως έρθει χωρίς τίμημα. Η ανισομερής κατανομή πλούτου έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί κοινωνικές εντάσεις, η ανεργία πλησιάζει το 20% στις φτωχότερες επαρχίες στο εσωτερικό της χώρας, ενώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, καθώς καθυστερεί η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, εντείνονται οι επικριτές της Κίνας, εστιαζόμενοι σε αυτό που θεωρούν αθέμιτο ανταγωνισμό μέσω του υποτιμημένου κινεζικού νομίσματος, ρεμνιμπί, με πιο πρόσφατες τις δηλώσεις του διοικητού της Fed κ. A. Γκρίνσπαν και των υπουργών Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Εισροή κεφαλαίων

Το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της μεταπολεμικής Κίνας ήταν η απόφαση του προέδρου Ζιανγκ Ζεμίν να εισαγάγει το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας του στην ιδιωτική οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν η ταχύτατα αυξανόμενη εισροή ξένων κεφαλαίων στην Κίνα, τα οποία συνολικά ξεπέρασαν τα 450 δισ. δολάρια στο διάστημα των τελευταίων δέκα ετών. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αυτών κατευθύνθηκε στην εγκατάσταση και λειτουργία βιομηχανικών μονάδων θυγατρικών αμερικανικών, ευρωπαϊκών και ιαπωνικών επιχειρήσεων, οι οποίες αναζητούσαν λύση στο αυξανόμενο κόστος παραγωγής στις δυτικές χώρες και στην Ανατολική Ευρώπη. Παρά την υποχρεωτική συμμετοχή εγχώριων (κυρίως κρατικών) εταιρειών και τις δυσκολίες στην εξαγωγή των κερδών, το φθηνότατο εργατικό κόστος, η επένδυση σε έργα υποδομής, η θεσμοθέτηση φορολογικών κινήτρων, αλλά και η σταθερότητα του νομίσματος, το οποίο έχει ουσιαστικά σταθερή ισοτιμία έναντι του δολαρίου (έχει ένα πολύ στενό όριο διακύμανσης μεταξύ 8,2760 και 8,2800 ρεμνιμπί ανά δολάριο) συνέβαλαν στη σημαντικότατη συγκέντρωση ξένων επιχειρήσεων και στην ταχύτατη ανάπτυξη των παράκτιων επαρχιών της Σανγκάης, του Πεκίνου και της Τιανζίν. Επιπλέον, σταδιακά η παραγωγή αγαθών μετατοπίσθηκε από χαμηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα όπως υφάσματα και έπιπλα, σε υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας ηλεκτρονικές συσκευές. Καθώς η Κίνα γινόταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης ξένων επενδυτικών κεφαλαίων μεταξύ όλων των αναδυόμενων αγορών, η οικονομία της επιταχύνθηκε με εντυπωσιακό ρυθμό, ο οποίος κυμάνθηκε μεταξύ 7% και 8% από το 1998, ενώ ουσιαστικά δεν επηρεάσθηκε καθόλου από την επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας των τελευταίων δύο ετών. Ακόμα και η πρόσφατη έξαρση του ιού της άτυπης πνευμονίας (η Κίνα παρουσίασε τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο) δεν ανέστρεψε την οικονομική ανάπτυξη, η οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές.

Εκτίναξη εξαγωγών

Πράγματι, οι συνολικές εξαγωγές της Κίνας, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 22% το 2002, σημειώνουν άνοδο της τάξης του 34% τους πέντε πρώτους μήνες του 2003. Δύο είναι οι βασικότεροι λόγοι της διατήρησης της εξαγωγικής έξαρσης των κινέζικων προϊόντων. Κατ’ αρχάς, μετά τους Αμερικανούς και Ιάπωνες ανταγωνιστές τους, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μετατοπίζουν με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία δύο χρόνια την παραγωγή των προϊόντων τους στην Κίνα, υπό το βάρος των πιέσεων στην κερδοφορία τους. Καθώς ο οικονομικός μαρασμός στην Ευρωζώνη έχει περιορίσει τον κύκλο εργασιών τους, παράλληλα με το αυξανόμενο εργατικό κόστος, τόσο στην ίδια την Ε.Ε., όσο και στις πρώην ανατολικές χώρες, η μοναδική διέξοδος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προκειμένου να ενισχύσουν την κερδοφορία τους ήταν να ακολουθήσουν τους ανταγωνιστές τους από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία εγκαθιστώντας την παραγωγή τους στην Κίνα, ιδίως καθώς η ανατίμηση του ευρώ καθιστούσε τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς. Το αποτέλεσμα ήταν η δραματική αύξηση κατά 45% των κινεζικών εξαγωγών προς την Ευρωζώνη στους πέντε πρωτους μήνες του 2003. Ο δεύτερος λόγος της διατήρησης της κινεζικής εξαγωγικής έξαρσης είναι η σημαντική διεύρυνση του φάσματος των εξαγωγών, αλλά και η βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων τα οποία παράγουν οι αμιγώς κινεζικές επιχειρήσεις, τα οποία είναι πλέον αποδεκτά από τους Δυτικούς καταναλωτές.

Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας της τελευταίας δεκαετίας δεν έχει έρθει όμως χωρίς αντίτιμο. Η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στις παράκτιες επαρχίες έχει δημιουργήσει σημαντικές οικονομικές ανισότητες. Η αναλογία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των τριών πλουσιότερων επαρχιών και των υπολοίπων είναι της τάξης του δέκα προς ένα, ενώ η ανεργία στις επαρχίες στο εσωτερικό της Κίνας πλησιάζει το 20%. Ακόμα και στις πλέον οικονομικά ανεπτυγμένες πόλεις, όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη, το ποσοστό ανεργίας πλησιάζει το 8%-10%, με αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών εντάσεων. Η πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις κατά επιχειρηματιών εμπλεγμένων σε οικονομικά σκάνδαλα προφανώς αποτελούν μέρος των προσπαθειών της κινεζικής κυβέρνησης να εξομαλύνει τις εντάσεις τις οποίες έχει δημιουργήσει η ανισομερής κατανομή του πλούτου. Ο βασικότερος κίνδυνος όμως της κινεζικής οικονομίας επικεντρώνεται στο αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο είναι ιδιαίτερα εύθραυστο υπό την πίεση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία έχει χορηγήσει και τα οποία εκτιμώνται σε περίπου 250-350 δισ. δολάρια.

Τεχνητή ισοτιμία

Η διολίσθηση του ρεμνιμπί τα τελευταία δύο χρόνια, λόγω της σύνδεσης της ισοτιμίας του με το δολάριο, διευκόλυνε περαιτέρω την αύξηση των κινεζικών εξαγωγών, ενώ οι σημαντικές εισροές κεφαλαίων τόσο από τους ξένους επενδυτές όσο και από Κινέζους της διασποράς, οι οποίοι επενδύουν σε ακίνητα στη χώρα τους, συνέβαλαν στη συγκέντρωση συναλλαγματικών αποθεμάτων ύψους 430 και πλέον δισ. δολαρίων στην Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Ως αποτέλεσμα εντάθηκαν οι επικρίσεις κατά της Κίνας ότι ανταγωνίζεται τα διεθνή προϊόντα διατηρώντας τεχνητά υποτιμημένη την ισοτιμία του ρεμνιμπί, αλλά και ότι συμβάλλει στη δημιουργία αποπληθωριστικών πιέσεων στην παγκόσμια οικονομία μέσω της διάθεσης φθηνότερων προϊόντων. Κορύφωση των επικρίσεων ήταν οι πρόσφατες δηλώσεις του διοικητού της Fed κ. A. Γκρίνσπαν και των υπουργών Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας κ. Μερ και Αϊχελ, ότι η συντήρηση της ισοτιμίας του ρεμνιμπί εντός των ορίων διακύμανσης μέσω παρεμβάσεων της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας αποτελεί αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και λειτουργεί ανατρεπτικά στις προσπάθειες ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας. Πόσο βάσιμες είναι αυτές οι κατηγορίες, όμως; Κατ’ αρχάς, το μεγαλύτερο μέρος των κινεζικών εξαγωγών, περισσότερο από 65%, είναι προϊόν θυγατρικών αμερικανικών, ευρωπαϊκών και ιαπωνικών επιχειρήσεων, δηλαδή των χωρών οι οποίες κατηγορούν την Κίνα για το αθέμιτο πλεονέκτημα του υποτιμημένου νομίσματος. Επιπλέον, το κυριότερο συγκριτικό πλεονέκτημα των κινεζικών προϊόντων είναι το σημαντικά χαμηλότερο εργατικό κόστος, το οποίο τα καθιστά φθηνότερα από αντίστοιχα προϊόντα προερχόμενα από τις δυτικές χώρες. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν η Κίνα υπέκυπτε στις πιέσεις ανατίμησης του ρεμνιμπί, το αποτέλεσμα στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και στις εξαγωγές θα ήταν ελάχιστο, ενώ θα μείωνε το κόστος πρώτων υλών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος από αυτές είναι εισαγόμενο.

Μεταβατικό στάδιο

Η Κίνα βρίσκεται τη στιγμή αυτή στο πρώτο στάδιο της μετάβασής της από μία κλειστή κομμουνιστική χώρα σε μία ανοιχτή και δημοκρατική οικονομία. Ο εναγκαλισμός της ιδιωτικής οικονομίας από το κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα έχει συντελέσει στη δημιουργία σημαντικού περιβάλλοντος οικονομικής ανάπτυξης. Η σταδιακή δημιουργία μιας οικονομικά εύρωστης μεσαίας τάξης θα συμβάλει στις μελλοντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η άμεση πρόκληση της κινεζικής κυβέρνησης, όμως, είναι η εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η συντήρηση του αναπτυξιακού οικονομικού περιβάλλοντος ώστε να επιτευχθεί η συμμετοχή σε αυτό των φτωχότερων επαρχιών στο εσωτερικό της χώρας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή