Αποφεύγουν την κρίση του 1994 οι αναδυόμενες αγορές, καθώς μειώνουν τον εξωτερικό δανεισμό

Αποφεύγουν την κρίση του 1994 οι αναδυόμενες αγορές, καθώς μειώνουν τον εξωτερικό δανεισμό

5' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σημάδια κόπωσης έχει αρχίσει να δείχνει το ράλι των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών, καθώς κλείνουν δεκαπέντε μήνες συνεχούς ανόδου. Με επενδυτική απόδοση διπλάσια της απόδοσης των ομολόγων των ανεπτυγμένων χωρών και σχεδόν ίση με την απόδοση των χρηματιστηριακών αγορών, τα κρατικά ομόλογα των αναδυόμενων αγορών ήταν από τις πλέον αποδοτικές τοποθετήσεις του 2003. Οι εντεινόμενες ανησυχίες όμως για την επικείμενη αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων επαναφέρουν στις μνήμες την προηγούμενη περίοδο απότομης πτώσης των τιμών των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών, την οποία είχαν πυροδοτήσει η κρίση του Μεξικού και οι αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων εκ μέρους της Fed το 1994. Παρά τις ανησυχίες αυτές όμως, το γεγονός ότι, κατά το 2004, οι αναδυόμενες οικονομίες θα μειώσουν τον εξωτερικό δανεισμό τους, καθώς οι αποπληρωμές παλαιότερων ομολόγων θα ξεπεράσουν τις νέες εκδόσεις, ενώ πολλές χώρες έχουν ήδη καλύψει μεγάλο μέρος των δανειακών τους αναγκών επωφελούμενες το μέχρι τώρα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, αποτρέπει την επανάληψη της κατακόρυφης πτώσης του 1994, η οποία είχε ξεπεράσει το -18%.

Σε μία από τις αποδοτικότερες επενδύσεις της τελευταίας δεκαετίας αναδεικνύονται τα εξωτερικά κρατικά ομόλογα των αναδυόμενων χωρών, καθώς, όπως φαίνεται στο παραπάνω γράφημα, έχουν σημειώσει συνολική απόδοση σε δολάρια η οποία πλησιάζει το 200%, έναντι 95% για τα κρατικά ομόλογα των ανεπτυγμένων χωρών και 76% για τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Η συνεχιζόμενη μείωση του πληθωρισμού και των πραγματικών επιτοκίων σε διεθνές επίπεδο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών δημιούργησε αυξημένη ζήτηση, τόσο μεταξύ των θεσμικών όσο και των ιδιωτών επενδυτών για τα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών, τα οποία προσφέρουν υψηλότατα επιτόκια και απόδοση στη λήξη (yield to maturity). Παρά τις διαδοχικές και βίαιες οικονομικές κρίσεις, όπως του Μεξικού το 1995, της Ρωσίας και της Ασίας το 1997 και 1998, της Βραζιλίας το 1999 και της Αργεντινής το 2001, οι αναδυόμενες αγορές αποτέλεσαν σταθερό πόλο έλξης επενδυτικών κεφαλαίων σε αναζήτηση υψηλών αποδόσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές συνεχίσθηκε ουσιαστικά ανεπηρέαστη και κατά την τριετία μεταξύ Μαρτίου 2000 και Μαρτίου 2003, όταν το ξεφούσκωμα των μετοχών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας και Ιντερνετ οδήγησε στην απώλεια του 50% σχεδόν της παγκόσμιας χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης. Αντίθετα, κατά το διάστημα αυτό και παρά την υψηλότερη κρατική χρεοκοπία όλων των εποχών, όταν τον Ιανουάριο του 2002 η Αργεντινή κήρυξε την αδυναμία εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της ύψους 180 δισ. δολαρίων, η συνολική απόδοση των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών ξεπέρασε το 30%.

Η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών τα τελευταία χρόνια οφείλεται μόνο μερικώς στην αναζήτηση υψηλών αποδόσεων εκ μέρους των επενδυτών. Η βασική συνιστώσα ήταν η σταδιακή βελτίωση του θεσμικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος στο σύνολο σχεδόν των αναδυόμενων χωρών, παράλληλα με την εδραίωση περισσότερο διάφανων και δημοκρατικών θεσμών. Η πολιτική θέληση του προέδρου Πούτιν στη Ρωσία για οικονομική και θεσμική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη, παρά τους κλυδωνισμούς τους οποίους δημιούργησε η υπόθεση Yukos, η επικείμενη είσοδος των ανατολικών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η διατήρηση φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής στη Βραζιλία, ακόμα και μετά την εκλογή στην προεδρία του λαϊκιστή ηγέτη Λούλα, και το άνοιγμα της Κίνας στον καπιταλισμό αποτέλεσαν ακρογωνιαίους λίθους της μεταμόρφωσης των αναδυόμενων αγορών τα τελευταία χρόνια και αναγνωρίσθηκαν άμεσα από τους διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Standard & Poor’s για το 2003, το 19% των μεταβολών στην πιστοληπτική αξιολόγηση των αναδυόμενων χωρών αφορούσε την αναβάθμιση σε υψηλότερο επίπεδο, ενώ μόλις το 5% την υποβάθμιση σε χαμηλότερο επίπεδο. Επιπλέον, η διεθνής οικονομική ανάκαμψη, ενώ παραμένει αμείωτη η ρευστότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, ενισχύει την περαιτέρω μεταμόρφωση των αναδυόμενων αγορών, οι οικονομίες των οποίων βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο εξαγωγικό εμπόριο, είτε πρώτων υλών, όπως κυρίως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, είτε έτοιμων προϊόντων όπως η Ασία.

Παρά τις θετικές μακροοικονομικές εξελίξεις, η ανακοίνωση της επιτροπής επιτοκίων της Fed στις 28 Ιανουαρίου, η οποία απέφυγε τη διατύπωση των προηγούμενων ανακοινώσεων σχετικά με τη διατήρηση των επιτοκίων στο τρέχον επίπεδο, δημιούργησε σημαντική αστάθεια στην αγορά ομολόγων των αναδυόμενων αγορών. Σε διάστημα λίγων μόλις ημερών οι τιμές των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών υποχώρησαν κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η ανακοίνωση της Fed επανέφερε στη μνήμη των επενδυτών την κατακόρυφη πτώση του 1994. Οι σημαντικές διαφορές όμως, οι οποίες υφίστανται μεταξύ της κατάστασης του 1994 και της παρούσας, τόσο όσον αφορά το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον όσο και τις ίδιες τις αναδυόμενες αγορές, συνθέτουν μια πιο ευνοϊκή εικόνα. Πράγματι, αντίθετα από το 1994, απουσιάζουν σχεδόν ολοσχερώς οι πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες οδήγησαν τότε τη Fed στις πέντε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, ενώ τα ίδια τα επιτόκια βρίσκονται σήμερα σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο. Επιπλέον, παρά την αισιοδοξία του διοικητού της Fed, κ. Α. Γκρίνσπαν, η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ παραμένει υποτονική, γεγονός το οποίο ενισχύει τις προβλέψεις ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν πρόκειται να μεταβάλει τη νομισματική πολιτική την οποία ακολουθεί τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η Fed λειτουργεί πλέον με διαφορετικό τρόπο σήμερα από το 1994. Καθώς οι αγορές έχουν γίνει πιο αποτελεσματικές στην επεξεργασία των πληροφοριών και των μηνυμάτων, ενώ το αίσθημα αποφυγής ή ανάληψης κινδύνου είναι περισσότερο ασταθές, η ίδια η Fed αποφεύγει κινήσεις οι οποίες θα έθεταν τις αγορές προ απροόπτου. Αντίθετα, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις ανακοινώσεις της επιτροπής επιτοκίων, προσπαθεί να προετοιμάσει το έδαφος για τις αυξήσεις επιτοκίων νωρίτερα από την ίδια την απόφαση, προκειμένου να μετριασθεί η αστάθεια των αγορών.

Παράλληλα, οι ίδιες οι αναδυόμενες αγορές ακολουθούν διαφορετική δυναμική σήμερα από το 1994, αφού προβλέπεται ότι κατά τη διάρκεια του έτους θα μειώσουν σημαντικά τον συνολικό εξωτερικό δανεισμό τους. Πράγματι, πολλές αναδυόμενες χώρες επωφελούμενες του ευνοϊκού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, όπως αυτό διαμορφώθηκε τους τελευταίους μήνες του 2003, αλλά και τα ιδιαίτερα χαμηλά δολαριακά επιτόκια, τα οποία βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 43 ετών, έχουν ήδη καλύψει μεγάλο μέρος των δανειακών αναγκών του για το 2004. Ενδεικτικά, μόνο τον προηγούμενο μήνα, εκδόθηκαν νέα ομόλογα συνολικής αξίας δέκα σχεδόν δισ. δολαρίων, τα οποία αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο περίπου της προβλεπόμενης συνολικής νέας έκδοσης ολόκληρου του έτους. Στους επόμενους μήνες προβλέπεται να καλυφθούν και οι υπόλοιπες δανειακές ανάγκες, οι οποίες θα στηριχθούν από τις υψηλότατες λήξεις παλαιότερων ομολόγων. Μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου λήγουν ομόλογα συνολικής αξίας περίπου 15 δισ. δολαρίων, τα οποία είχαν εκδοθεί κυρίως το 1999 (πενταετή ομόλογα), η αποπληρωμή των οποίων προβλέπεται να επανατοποθετηθεί στις νέες εκδόσεις, οι οποίες θα καλύψουν σχεδόν πλήρως τις δανειακές ανάγκες των αναδυόμενων αγορών για το έτος. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ήδη από τον Μάιο, οι αποπληρωμές παλαιότερων ομολόγων θα ξεπερνάνε τις νέες εκδόσεις, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει στη μείωση του συνολικού εξωτερικού δανεισμού κατά περίπου επτά δισ. δολάρια μέχρι τα τέλη του 2004.

Το ράλι των αγορών των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών, οι τιμές των οποίων εκτινάχθηκαν κατά 50% τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες, πλησιάζει προς το τέλος του καθώς αυξάνονται οι πιθανότητες ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων στο δεύτερο ήμισυ του έτους. Αντίθετα όμως από παλαιότερες περιόδους, η αύξηση των επιτοκίων δεν θα σηματοδοτήσει την απότομη πτώση των τιμών των ομολόγων των αναδυόμενων αγορών, εφ’ όσον η ίδια η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει τη μεταβολή της πολιτικής επιτοκίων. Σταθεροποιητικά λειτουργεί και η άπλετη ακόμα διεθνής ρευστότητα, όπως και η βελτίωση της μακροοικονομικής εικόνας των αναδυόμενων χωρών, καθώς αναβαθμίζεται η πιστοληπτική τους αξιολόγηση ενώ μειώνουν τον εξωτερικό τους δανεισμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή