O τυφώνας «Κατρίνα» ξεγύμνωσε την υπερδύναμη

O τυφώνας «Κατρίνα» ξεγύμνωσε την υπερδύναμη

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποκαλυπτικός υπήρξε ο τυφώνας Κατρίνα που σάρωσε τον Κόλπο του Μεξικού και άλλες πετρελαιοπαραγωγούς περιοχές των ΗΠΑ αυτήν την εβδομάδα. Το πέρασμά του έγινε η αφορμή όχι μόνο για να καταρριφθεί άλλο ένα «οχυρό» των τιμών του αργού πετρελαίου, που ξεπέρασαν τα 70 δολάρια το βαρέλι, αλλά και για να αναδυθεί στο προσκήνιο ένα πρόβλημα γνωστό, μεν, το οποίο όμως μόλις πρόσφατα άρχισε να συζητείται ευρύτερα.

Το άνοιγμα των στρατηγικών αποθεμάτων αργού, το οποίο εξήγγειλε η Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της βοήθειας προς τα πληγέντα διυλιστήρια, φαίνεται πως άνοιξε τον «ασκό του Αιόλου». Αντί να επαινεθεί για την ετοιμότητά της -σε αντίθεση με την περυσινή αδιαφορία της, όταν άφησε να περάσουν 11 ημέρες από το χτύπημα του τυφώνα «Ιβάν», πυροδοτώντας ένα ράλι που ώθησε, τότε, τις τιμές σε άνοδο 11%- έστρεψε αυτομάτως εναντίον της τα πυρά όσων αναζητούν λογικές εξηγήσεις πέραν της κερδοσκοπίας για την ανεξέλεγκτη εκτίναξη των τιμών σε επίπεδα που ήδη έχουν αρχίσει να υπονομεύουν την παγκόσμια οικονομία και προοιωνίζονται δεινά για την τσέπη των καταναλωτών.

Οι επικριτές της την κατηγορούν ανοιχτά για αδυναμία ανταπόκρισης στην παρούσα κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και εξηγούν ότι, την ώρα που τα διυλιστήρια όλου του κόσμου σπεύδουν να αναβαθμίσουν την παραγωγική τους δυνατότητα για να καλύψουν την εκρηκτική αύξηση της ζήτησης, οι ΗΠΑ ολιγωρούν. Χωρίς στρατηγικά αποθέματα βενζίνης και παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για την ενίσχυση της αυτάρκειάς της, η μεγαλύτερη καταναλώτρια χώρα του κόσμου αρκείται στις εισαγωγές βασικών καυσίμων για να καλύπτει τις ανάγκες της. Οπως παραδέχεται ο πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Πετροχημικών και Διυλιστηρίων (NPRA), Μπομπ Σλότερ, «επί σειράν ετών προσπαθούμε να πείσουμε την κυβέρνηση ότι τα εγχώρια διυλιστήρια είναι στοιχείο εθνικής ασφάλειας, για το οποίο δεν ενδιαφερθήκαμε αρκετά, ούτε όταν η ζήτηση αυξήθηκε». Ωστόσο, «οι επενδύσεις στη διύλιση αντιμετωπίζουν πληθώρα εμποδίων», με αποτέλεσμα «οι ΗΠΑ να μην έχουν κάνει τίποτα για να ενθαρρύνουν την κατασκευή νέων διυλιστηρίων».

Πυρά κατευθύνονται προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ και από το εξωτερικό. Ο ΟΠΕΚ έχει επανειλημμένως επιρρίψει την ευθύνη για το διετές ράλι των τιμών στην αδυναμία των αμερικανικών -και όχι μόνο- διυλιστηρίων να εκμεταλλευθούν τις άφθονες ποσότητες αργού που διοχετεύει το καρτέλ στην αγορά. Αυτήν την εβδομάδα -και εν μέσω τριβών στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το αν θα πρέπει να αποσταλεί βοήθεια, και τι είδους, στις ΗΠΑ- ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Κλέμεντ, «έδειξε» απ’ ευθείας την Ουάσιγκτον, τονίζοντας ότι το πρόβλημα «αφορά τις ΗΠΑ και την αμερικανική πολιτική». Σύμφωνα με τον Γερμανό υπουργό, το κλείσιμο και η υπολειτουργία πολλών διυλιστηρίων στον Κόλπο του Μεξικού σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να αγοράσουν περισσότερα καύσιμα από την Ευρώπη, πυροδοτώντας ακόμα ταχύτερη άνοδο των τιμών.

Πυρά από οικολόγους

Οπως, βέβαια, άφησε να εννοηθεί ο υπουργός Περιβάλλοντος της ίδιας χώρας, Γιούργκεν Τρίτιν -σε σχόλιο που συμφωνεί με την άποψη ποικίλων οικολογικών οργανώσεων- οι ΗΠΑ φέρουν μέρος της ευθύνης για ακραία καιρικά φαινόμενα όπως ο τυφώνας «Κατρίνα», λόγω της άρνησής τους -μέσω της μη επικύρωσης του Πρωτοκόλλου του Κιότο- να περιορίσουν τις εκπομπές καυσαερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ο κ. Τρίτιν φέρεται να διέκρινε «ένα παραλληλισμό μεταξύ του τυφώνα και της σπατάλης ενέργειας» που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ.

Κάποιοι σπεύδουν να δικαιολογήσουν τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, τονίζοντας πως «δύσκολα μπορεί να τις κατηγορήσει κανείς για υποεπενδύσεις, αφού τα περιθώρια κερδοφορίας τους υπήρξαν ευνοϊκά μόλις τους τελευταίους 18 μήνες». Από την πλευρά της, η NPRA αποκαλύπτει ότι περί τα 20 δισ. δολάρια έχουν δαπανηθεί στη χώρα, την τελευταία δεκαετία, προκειμένου να καλυφθούν προδιαγραφές που θέτουν οι ρυθμιστικές και περιβαλλοντικές αρχές. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκοί κολοσσοί του κλάδου εμφανίζονται πιο διορατικοί, καθώς «ριψοκινδύνευσαν να επενδύσουν ενόσω τα περιθώρια στη διύλιση ήταν μηδαμινά». Η γαλλική Total ηγείται κινήσεων για την αύξηση της παραγωγικής δυνατότητάς της: από κοινού με τη φινλανδική Neste και τη σουηδική Preem, έχει ήδη δρομολογήσει έργα ύψους 500-700 εκατ. δολαρίων για την αναβάθμιση των διυλιστηρίων τους.

Στο μεταξύ, όμως, η ζήτηση εξακολουθεί να αυξάνεται. Οπως προβλέπεται για φέτος και για το 2006, μόνο οι ανάγκες της Ασίας θα αυξηθούν κατά 2% ετησίως, κάτι που σημαίνει ότι τα διυλιστήρια θα πρέπει να ενισχύσουν την παραγωγική τους δυνατότητα κατά 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως και πλέον, ώς το 2010, ώστε να ανταποκριθούν. Ενώ ο ΟΠΕΚ -μέσω της Σαουδικής Αραβίας, της μοναδικής χώρας με ανεκμετάλλευτη, ακόμα, δυνατότητα άντλησης αργού- δεσμεύεται να διαθέσει στην αγορά τις ποσότητες που χρειάζονται για τη σταθεροποίηση της κατάστασης, η Ινδία προχωρεί σε επένδυση για τον διπλασιασμό της δυνατότητας του διυλιστηρίου Jamnagar στο 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, καθιστώντας το το μεγαλύτερο του κόσμου. Η Κίνα θα προσθέσει δυνατότητα ώς και 2 εκατ. βαρελιών ημερησίως στα διυλιστήριά της μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, ενώ στο Κουβέιτ, στη Σαουδική Αραβία και σε άλλες χώρες του Περσικού σχεδιάζονται νέες εγκαταστάσεις διύλισης.

Αβέβαιο το μέλλον

Ολα αυτά αναπόφευκτα εγείρουν ερωτήματα για το πού μπορεί να φθάσουν οι τιμές πριν αρχίσουν να υποχωρούν σταθερά. Πολλούς έχει αιφνιδιάσει η αντοχή της παγκόσμιας οικονομίας στη σημερινή πετρελαϊκή «υστερία» και αρκετοί είναι εκείνοι που εκφράζουν εικασίες για την «ορθή» τιμή, ήτοι τα επίπεδα στα οποία το πιο ζωτικής σημασίας εμπορεύσιμο αγαθό του κόσμου θα σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα. Η τρέχουσα εκτίμηση που δίνουν οι αναλυτές, ότι το μεσοπρόθεσμο φάσμα των τιμών κυμαίνεται μεταξύ 35-70 δολαρίων το βαρέλι, είναι τόσο αόριστη που μπορεί κάλλιστα να αγνοηθεί στα επενδυτικά μοντέλα, τα οποία βασίζονται σε τριμηνιαίες ανασκοπήσεις οικονομικών δεικτών, επιτοκίων, κερδών και τιμών ενεργητικού. Ιδιαίτερα, δε, όταν οι διακυμάνσεις των τιμών είναι της τάξης τουλάχιστον του 4,5% από το άνοιγμα ώς το κλείσιμο των αγορών για κάθε μήνα από τις αρχές του 2005. Το σίγουρο είναι ότι οι προηγούμενες πετρελαϊκές κρίσεις, όπως άλλωστε έχει τεκμηριωθεί πολλές φορές, δεν μπορούν σήμερα να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή