Οι Ρώσοι μεγιστάνες έγιναν φιλότεχνοι

Οι Ρώσοι μεγιστάνες έγιναν φιλότεχνοι

5' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Ιάπωνες επενδυτές ακινήτων μπορεί να κυριαρχούσαν στην αγορά της τέχνης τη δεκαετία του 1980, αλλά τη στιγμή αυτή τα σκήπτρα έχουν πάρει οι Ρώσοι πλουτοκράτες, οι οποίοι έχουν οδηγήσει τις τιμές των έργων σε νέα ύψη ρεκόρ. Η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου και των βασικών μετάλλων έχει εδραιώσει τους Ρώσους μεγιστάνες ως τους κυρίαρχους παίκτες στις αίθουσες των δημοπρασιών στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Και τις ημέρες αυτές, η διοργάνωση του Moscow World Fine Art Fair, επιβεβαιώνει την πρωτοκαθεδρία τους, καθώς έργα τέχνης από το 16ο μέχρι και τον 20ό αιώνα θα πωληθούν στη νέα τάξη των Ρώσων κροίσων, η οποία δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης μόλις δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα. Η ανάμιξη των Ρώσων «ολιγαρχών» με την αγορά της τέχνης έχει προσδώσει νέα ρευστότητα στην παγκόσμια αγορά, η οποία έχει σημειώσει σημαντική ανάκαμψη ήδη από τα τέλη του 2003, ενώ το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των επενδυτών έχει οδηγήσει στη δημιουργία πέντε τουλάχιστον νέων art funds από τις αρχές του έτους, εκ των οποίων ένα αποκλειστικά ρωσικό.

Κέντρο η Μόσχα

Το Moscow World Fine Art Fair, το οποίο διοργανώνεται τις ημέρες αυτές στο Μανέζ, ένα τεράστιο νεοκλασικό συγκρότημα κοντά στο Κρεμλίνο, το οποίο χρησίμευε για τις επιδείξεις του τσαρικού ιππικού επιβεβαιώνει τη σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας αγοράς τέχνης προς τη Ρωσία. Μπορεί η ρωσική αγορά, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 1,5 δισ. δολάρια ετησίως, να ωχριά ακόμα μπροστά στα ποσά τα οποία συγκεντρώνονται στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη από τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών, είναι όμως τη στιγμή αυτή η ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά τέχνης στον κόσμο. Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται μόνο στη γοργή οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας, η οποία σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών επιταχύνεται με ετήσιο ρυθμό ο οποίος ξεπερνάει το 6,7% λόγω των πετρελαϊκών εισροών, ή ακόμα και την εντυπωσιακή άνοδο του χρηματιστηρίου της Μόσχας, το οποίο έχει ανατιμηθεί κατά περισσότερο από 50% από τις αρχές του έτους. Μετά από το καταναλωτικό όργιο των πρώτων ετών της κατάρρευσης της Σοβιετική Ενωσης, η νέα τάξη ρώσων μεγιστάνων, οι οποίοι βρέθηκαν να κατέχουν το σύνολο σχεδόν του πλούτου της χώρας μετά τις άναρχες ιδιωτικοποιήσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990, έχουν αρχίσει πλέον να ενεργοποιούνται στην αγορά τέχνης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι το πρώτο ρωσικό art fund, το Aurora Fine Art Investments, το οποίο ιδρύθηκε φέτος ανήκει στον Βίκτωρ Βέκσλεμπεργκ, τον τρίτο πλουσιότερο άνθρωπο της Ρωσίας, ο πλούτος του οποίου προέρχεται από την εξόρυξη και εμπορία πετρελαίου και μετάλλων. Ο ίδιος ο κ. Βέκσλεμπεργκ, πέρσι είχε αγοράσει από τον Αμερικανό μεγιστάνα του τύπου Μάλκολμ Φορμπς περισσότερα από εκατό έργα του Φαμπερζέ της συλλογής του τελευταίου έναντι 100 εκ. δολαρίων.

Νέα art funds

Η εκτίναξη των τιμών των έργων τέχνης έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία νέων art funds, τα οποία συνδυάζουν τη γνώση της τέχνης με χρηματοοικονομικές τεχνικές. Ενώ μέχρι πέρσι, μόλις δύο σημαντικά art funds υπήρχαν, το Fine Art Funds στη Μεγάλη Βρετανία και το Fernwood Investments στις ΗΠΑ, φέτος, ούτε λίγο, ούτε πολύ έχουν ήδη δημιουργηθεί πέντε νέα funds με κεφάλαια υπό διαχείριση τα οποία ξεπερνάνε το ένα δισ. δολάρια, μεταξύ των οποίων και το Aurora Fine Art Investments του κ. Βέκσλεμπεργκ. Στην πραγματικότητα, τα Art Funds δεν είναι μία νέα μορφή επένδυσης. Πρώτο, το 1974, το Συνταξιοδοτικό Ταμείο των Βρετανικών Σιδηροδρόμων επένδυσε περισσότερα από 75 εκατομμύρια δολάρια σε ένα χαρτοφυλάκιο έργων τέχνης. Το χαρτοφυλάκιο αυτό ρευστοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και παρά την κρίση της αγοράς τη στιγμή της ρευστοποίησης είχε σημειώσει μέση ετήσια απόδοση υψηλότερη από 13%, ανώτερη από το μετοχικό χαρτοφυλάκιο του Ταμείου. Η καινοτομία των νέων Art Funds είναι ότι έχουν οργανωθεί στα πρότυπα των Private Equity Funds και των Hedge Funds, σε παράκτιες δικαιοδοσίες, ενώ ορισμένα από τα Funds δανείζουν τα έργα του χαρτοφυλακίου του στους επενδυτές οι οποίοι έχουν τοποθετήσει τα κεφάλαιά τους σε αυτά.

Η βασική αρχή των art funds, όπως άλλωστε και γενικότερα των επενδύσεων στην τέχνη έγκειται στη χαμηλή συσχέτισή τους με τις παραδοσιακές μορφές επένδυσης. Πράγματι, η αγορά τέχνης έχει σχεδόν μηδενικό δείκτη συσχέτισης με τις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά και με τις αγορές ομολόγων, τις τιμές των commodities και τις τιμές των ακινήτων. Κάτω από την οπτική χαρτοφυλακίου δηλαδή, η αγορά τέχνης προσφέρει πολύτιμη διασπορά, άρα και διαχείριση του επενδυτικού ρίσκου. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές κατά τις περιόδους κρίσης των αγορών. Ιδιαίτερα σε περιόδους απότομης πτώσης των αγορών, όπως τον Οκτώβριο του 1987, τον Αύγουστο του 1998 και το Σεπτέμβριο του 1990, η αγορά τέχνης σημείωσε μέση αύξηση της τάξης του 1,4%, την ίδια στιγμή κατά την οποία οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές κατέρρεαν.

Ευαίσθητη αγορά

Η αγορά τέχνης ακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας. Σε γενικές γραμμές, οι τιμές των έργων τέχνης συμβαδίζουν με τον οικονομικό κύκλο και είναι ενδεικτική η στασιμότητα της αγοράς κατά τη διάρκεια της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας στο διάστημα μεταξύ 2000 και 2002. Παράλληλα, η αγορά τέχνης επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από εξωγενείς αποσταθεροποιητικούς παράγοντες, όπως η τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη το Σεπτέμβριο του 2001, ή η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το Μάρτιο του 2003, η οποία σηματοδότησε την υποχώρηση της αγοράς η οποία όμως έληξε σχετικά σύντομα. Η σημαντική επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης στα τέλη του 2003 οδήγησε στην ανάκαμψη της αγοράς τέχνης, παρά τις ανησυχίες ότι βρισκόταν στα πρόθυρα νέας κρίσης, αντίστοιχης με την κρίση του 1991, η οποία μετά την κατάρρευση της ιαπωνικής οικονομίας και των Ιαπώνων αγοραστών είχε οδηγήσει σε πέντε χρόνια κάμψης των τιμών. Το 1991, η άνοδος των τιμών των έργων τέχνης είχε εκτιναχθεί, φθάνοντας στο υψηλότερο ιστορικά επίπεδο μετά από μία δεκαετία συνεχούς ανόδου. Οπως συνέβη και στις χρηματιστηριακές αγορές κατά τη διάρκεια της έκρηξης των τιμών των εταιρειών τεχνολογίας και ίντερνετ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η προσφορά έργων προς πώληση το 1991 σημείωνε συνεχή αύξηση λόγω της υψηλής ζήτησης. Οταν οι τιμές σημειώνουν άνοδο, οι πωλητές έργων φέρνουν στην αγορά νέα έργα προκειμένου να εκμεταλλευθούν την ανοδική δυναμική. Καθώς όμως το στοκ των ποιοτικών έργων είναι περιορισμένο, η υψηλή ζήτηση το 1991 έφερε στην αγορά έργα τέχνης χαμηλότερης ποιότητας, με αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών, παράλληλα με την απαρχή της κρίσης στην Ιαπωνία, ενώ η αγορά επανήλθε μόνο πέντε χρόνια αργότερα.

Εναλλακτικές επενδύσεις

Η χρηματιστηριακή κρίση της τριετίας μεταξύ Μαρτίου 2000 και Μαρτίου 2003 ανέδειξε τις αδυναμίες των παραδοσιακών μορφών επένδυσης και κυρίως της ανάγκης αποτελεσματικής διαχείρισης του επενδυτικού ρίσκου. Το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη των εναλλακτικών μορφών επένδυσης, όπως τα hedge funds, το private equity, τα real estate funds, οι επενδύσεις σε commodities, αλλά και οι επενδύσεις στην αγορά τέχνης. Καθώς οι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία στρέφονται προς τις εναλλακτικές αυτές, οι οποίες προσφέρουν απόλυτες αποδόσεις και χαμηλό δείκτη συσχέτισης με τα υπόλοιπα πάγια των χαρτοφυλακίων τους, νέα ρευστότητα εισέρχεται στις αγορές αυτές. Οπως αποδεικνύεται τώρα με τις εισροές των ρωσικών κεφαλαίων, οι τιμές των έργων, αλλά και των art funds θα ευνοηθούν από τη νέα ρευστότητα στην αγορά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή