Απειλή νέου Ψυχρού Πολέμου για την ενέργεια

Απειλή νέου Ψυχρού Πολέμου για την ενέργεια

8' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρόσφατη φραστική αντιπαράθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη Ρωσία και κατ’ επέκταση μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας, με αφορμή τον έλεγχο προμηθειών φυσικού αερίου, είναι το λογικό επακόλουθο της εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας, αποτέλεσμα κυρίως της προσπάθειας των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την εξαφάνιση του διπολικού σχήματος ισορροπιών. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 1991 με τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο υπό προεδρίας πατρός Μπους, η οποία για άγνωστους λόγους δεν συνεχίσθηκε την περίοδο 1992-2002, με αποτέλεσμα εν τω μεταξύ την ενδυνάμωση της Ρωσίας (η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αντιμετώπιζε το φάσμα της χρεοκοπίας), αλλά και την παράλληλη ανάδειξη της Κίνας ως σημαντικής παγκόσμιας εμπορικής δύναμης.

Η σχετικά ήρεμη από πλευράς εχθροπραξιών αλλά και τρομοκρατικών ενεργειών περίοδος 1991-2001, εξασφάλισε τις απαραίτητες συνθήκες για ταχεία παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε ΗΠΑ, Ευρώπη και ΝΑ Ασία, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των ενεργειακών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1994 μέχρι σήμερα η διεθνής κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε κατά 20%, ενώ η προβλεπόμενη μέση ετήσια αύξηση για τα επόμενα χρόνια είναι της τάξης των 1,6%. Η νέα περίοδος γεωπολιτικής αστάθειας που ξεκίνησε με τον Β΄ πόλεμο του Κόλπου και την κατάληψη του Ιράκ από αμερικανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 2003 αποτέλεσε την αφορμή για το ράλι των διεθνών τιμών του πετρελαίου, οι οποίες έχουν ανατιμηθεί 200% μέσα σε τρία χρόνια.

Αποτέλεσμα της πετρελαϊκής αυτής κρίσης ήτο να αυξηθεί το ενδιαφέρον για το φυσικό αέριο, το οποίο οι περισσότερες χώρες και εταιρείες προωθούν ως υποκατάστατο του πετρελαίου λόγω των σαφών περιβαλλοντικών του πλεονεκτημάτων, της ανταγωνιστικής του τιμής αλλά και των σημαντικά μεγαλύτερων και αναξιοποίητων αποθεμάτων που υπάρχουν παγκοσμίως. Ομως, ο έλεγχος αυτών των αποθεμάτων και γενικότερα της ροής του αερίου αποδεικνύεται εξίσου σημαντικός από γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής πλευράς. Στην περίπτωση του αερίου μάλιστα επειδή η μεταφορά γίνεται κυρίως μέσω αγωγών, το «δέσιμο» μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων είναι ιδιαίτερα δυνατό, περιορίζει τις δυνατότητες εναλλακτικών προμηθειών και οδηγεί σε εξάρτηση.

Η συνειδητοποίηση του κρίσιμου ρόλου του αερίου ως στρατηγικού καυσίμου, συνέπεσε με τη σημερινή πετρελαϊκή κρίση και την ανέλιξη της Ρωσίας ως βασικού ενεργειακού προμηθευτή σε παγκόσμιο επίπεδο (βλέπε άρθρο μας στην «Κ» 29/1/06), αφού η Ρωσία εκτός του ότι διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον πλανήτη, έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εξαγωγό πετρελαίου, στην ίδια θέση πλέον με τη Σαουδική Αραβία. Μάλιστα στο αμέσως επόμενο διάστημα η ενεργειακή θέση της Ρωσίας πρόκειται να ενδυναμωθεί περαιτέρω με την ανάπτυξη νέων τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Υπό αυτή την έννοια η κυβέρνηση του προέδρου Πούτιν θέλει να είναι αυτή που θα καθορίζει πλέον τους όρους του παιχνιδιού σε μία διευρυμένη γεωγραφική περιοχή. Και αυτό έγινε εμφανέστατο από την κίνηση που έκανε στις αρχές του έτους με τη διακοπή των εξαγωγών αερίου προς Ουκρανία και Μολδαβία και των πρωτοβουλιών για τη δημιουργία πλήρως ελεγχόμενων εξαγωγικών αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου προς Δύση και Ανατολή. Η σύμπτωση μάλιστα της ανάληψης από τη Ρωσία της προεδρίας των χωρών G8 για το 2006, ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να προβάλλει urbi et orbi τη νέα της παγκόσμια στρατηγική. Μάλιστα, μετά την είσοδό της στον ΠΟΕ, η Ρωσία εγκαταλείπει πλέον με επιταχυνόμενους ρυθμούς το παλαιό καθεστώς επιδότησης των ενεργειακών προϊόντων τόσο για εξαγωγές της όσο και στην εσωτερική της αγορά. Η Ρωσία του προέδρου Πούτιν λειτουργεί και αναπτύσσει πλέον την ενεργειακή της αγορά σε ένα ανταγωνιστικό καθεστώς, το οποίο επιβάλλει επανατοποθέτηση των όρων πώλησης προς όλους τους καταναλωτές. Ετσι, υπό την πίεση των κανόνων της αγοράς, πρωταρχικό μέλημα της ρωσικής ηγεσίας είναι η επικερδής εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου. Αυτό εξάλλου ζητούν ο ΠΟΕ, η Διεθνής Τράπεζα και λοιποί διεθνείς οργανισμοί. Αυτό πράττει και η σημερινή Ρωσία, δημιουργώντας αναταραχή στη διεθνή αγορά.

Κλυδωνισμοί

Αυτή η νέα στρατηγική όμως δημιουργεί κλυδωνισμούς στη νέα μονοπολική τάξη πραγμάτων που προωθούν οι ΗΠΑ, γι’ αυτό και ο φραστικός πόλεμος γύρω από τις προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και οι αντίστοιχες «απειλές» του Κρεμλίνου ότι θα κατευθύνει (μελλοντικά) προς Ανατολάς τη ροή του αερίου, ως να ήτο το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Είναι εμφανές ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν βαθύτατα από την επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Μόσχας την οποία επιδιώκουν όχι μόνο να ελέγξουν αλλά και να περιορίσουν. Οπως είναι εξίσου εμφανές ότι εάν οι ΗΠΑ δεν επαναπροσδιορίσουν τη εξωτερική τους πολιτική ώστε να ενταχθεί στη σωστή της διάσταση η νέα ρωσική ενεργειακή πραγματικότητα και αναγνωριστεί ο ώριμος ρόλος της Ρωσίας στη προμήθεια ενέργειας, θα οδηγηθούμε πολύ σύντομα σε μία νέα σοβαρή και διαρκή αντιπαράθεση Ανατολής – Δύσης, όπου τη θέση των πυρηνικών εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου θα καταλάβει τώρα η ενέργεια, σε έναν ανταγωνισμό για τον έλεγχο όχι πυρηνικών κεφαλών αλλά κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Μονόδρομος η ενοποίηση ευρωπαϊκών δικτύων

Εν όψει των ανωτέρω εξελίξεων, το θέμα της ασφάλειας των ενεργειακών προμηθειών, καταλαμβάνει πλέον πρωτεύουσα θέση στη σχεδίαση της οικονομικής, ενεργειακής και εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στην προσπάθειά της να διατυπώσει μία συντεταγμένη πολιτική για ν’ αντιμετωπίσει τους εξ ανατολάς κινδύνους και τις επαπειλούμενες διακοπές της ενεργειακής τροφοδοσίας της Γηραιάς ηπείρου στο φυσικό αέριο (βλέπε Ρωσία) και στο πετρέλαιο (βλέπε κράτη του Κόλπου) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε ν’ ανακοινώσει τις προτάσεις της, μέσω της Πράσινης Βίβλου (Μάρτιος 2006), για τη διατύπωση και υιοθέτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ε.Ε. επιδιώκει μία ειδική σχέση με τη Ρωσία στο πλαίσιο της ανωτέρω πολιτικής, οι βασικοί άξονες της οποίας είναι:

(α) Η βιωσιμότητα μέσω της ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εναλλακτικών καυσίμων και συμβατικών πηγών με μειωμένες εκπομπές αερίων ρύπων.

(β) Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας σε όλες τις ενεργειακές αγορές ανεξαιρέτως και η προώθηση επενδύσεων σε «καθαρή ενέργεια» και,

(γ) Η ασφάλεια ενεργειακών προμηθειών μέσω της μείωσης στη ζήτηση, της διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας και της αύξησης της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από συμβατικά και μη καύσιμα.

Δύσκολοι στόχοι

Για τους παλαιότερους αυτή είναι μία ταινία που την έχουμε δει τουλάχιστον δύο με τρεις φορές τα τελευταία 25 χρόνια. Οι στόχοι για τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, όπου στο πλαίσιό της θα αντιμετωπίζονται τα προβλήματα της ενεργειακής ασφάλειας, είναι τόσο φιλόδοξοι, αλλά και ανέφικτοι συγχρόνως, όσο και αυτοί περί δημιουργίας μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Καθότι η διατύπωση κοινών θέσεων στην ενέργεια, ιδιαίτερα στον τομέα ασφάλειας προμηθειών και ελέγχου τιμών, αναπόφευκτα προσκρούει στις εθνικές προτεραιότητες και στόχους.

Μια κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική ως ιδέα ακούγεται καλή, και οπωσδήποτε απαραίτητη εν όψει μιας διαρκώς επιδεινούμενης παγκόσμιας κατάστασης και της προσπάθειας εξεύρεσης νέων ενεργειακών πόρων. Αλλά ίσως χρειασθούν δύο ή και τρεις ακόμη ισχυροί κραδασμοί, τύπου ρώσο-ουκρανικής κρίσης, ή και χειρότεροι για να υποχρεωθούν τα κράτη-μέλη (ιδίως αυτά του διευθυντηρίου) να παραμερίσουν τις εθνικές τους προτεραιότητες και ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σε μια ενιαία ευρωπαϊκή βάση.

Βέβαια δεν είναι λίγες οι χώρες και οι εταιρείες που επλήγησαν από την τελευταία ρωσική πρωτοβουλία περιορισμού των εξαγωγών φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, λ.χ. η ιταλική βιομηχανία επλήγη ιδιαίτερα, αφού επί αρκετές εβδομάδες τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο παρατηρήθηκαν σοβαρές ανωμαλίες εφοδιασμού, ενώ η έλλειψη φυσικού αερίου (για τεχνικούς λόγους) από τη Βόρεια Θάλασσα και η ταυτόχρονη αδυναμία μεταφοράς ικανού όγκου από την ευρωπαϊκή ήπειρο προς τις βρετανικές νήσους οδήγησαν στα ύψη τις τιμές φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ενοποίηση δικτύων

Για αντιμετώπιση της όλης κατάστασης μεταξύ άλλων η Ε.Ε. προτείνει επιτάχυνση των διαδικασιών απελευθέρωσης των αγορών και λειτουργίας του ανταγωνισμού, κάτι το οποίο θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην πλήρη ενοποίηση όλων των ευρωπαϊκών ενεργειακών δικτύων.

Μια τέτοια εξέλιξη, σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο, θα μειώσει συνολικά την εξάρτηση της Ευρώπης από εξωτερικούς προμηθευτές, θα ενισχύσει την αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών και θα συμβάλει στη δημιουργία μιας μεγάλης ενοποιημένης αγοράς 450 εκατομμυρίων καταναλωτών (αφού ολοκληρωθούν πρώτα δεκάδες έργα ενεργειακών διασυνδέσεων αξίας πολλών δισ. ευρώ), η οποία έτσι θα αποκτήσει τεράστιο διαπραγματευτικό εκτόπισμα στις επαφές της με τους βασικούς προμηθευτές της, οι οποίοι εκτιμάται ότι έτσι θα έχουν απέναντί τους ένα πολύ πιο δυνατό παίκτη τον οποίο θα αρχίσουν να αξιολογούν διαφορετικά, αφού θα τον έχουν αυτοί περισσότερο ανάγκη από ό,τι αυτός. Δηλαδή, η ισχύς εν τη ενώσει.

Η Ελλάδα παραμένει χωρίς μακροχρόνια ενεργειακή στρατηγική

Δυστυχώς, για μία ακόμα φορά η χώρα μας σε περίοδο διεθνούς κρίσεως, εμφανίζεται στερούμενη μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών. Εγκλωβισμένη στα τρέχοντα θέματα ενεργειακής διαχείρισης η κυβέρνηση έχασε δύο πολύτιμα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο θα μπορούσε να είχε εισηγηθεί μία συντονισμένη και δεσμευτική πολιτική σταδιακής απεξάρτησης της χώρας από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες. Μία πολιτική που θα έπρεπε να είχε ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή ευρύτερης πολιτικής αποδοχής ώστε να αντέχει στον χρόνο. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει περιοριστεί σε αποσπασματικές μόνο ενέργειες. Ετσι η δέσμευση για μεγαλύτερη χρήση φυσικού αερίου, η προώθηση των ΑΠΕ χωρίς τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου και η εισαγωγή νέων νομοθετικών ρυθμίσεων για την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (χωρίς τη δημιουργία νέων επιλεγόντων πελατών και με την αγορά να χειραγωγείται πλήρως από τη ΔΕΗ), δεν συνιστούν ενεργειακή στρατηγική ούτε συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του τεράστιου θέματος της ασφάλειας ενεργειακών προμηθειών.

Η δε αδυναμία αποτελεσματικής προώθησης των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων της χώρας (π.χ. πετρελαιαγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, τούρκο – ελληνο – ιταλικός αγωγός) συμβάλλει περισσότερο στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας παρά τις όποιες θετικές δράσεις σε επίπεδο ΝΑ Ευρώπης (βλέπε ECSEE). Η υλοποίηση των διασυνδέσεων αυτών δεν απαιτείται μόνο για αναπτυξιακούς λόγους αλλά κυρίως για την εξασφάλιση ενεργειακών προμηθειών. Εξίσου απογοητευτική είναι η παρατηρούμενη έλλειψη πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη νέων αποθηκευτικών χώρων αερίου και πετρελαίου, τη δημιουργία νέων τέρμιναλ LNG αλλά και την υποβάθμιση του ρόλου της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας στη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου σε διεθνές επίπεδο παίζει σημαντικότατο ρόλο.

100% εξάρτηση

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη από την εισαγωγή υδρογονανθράκων. Για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών η χώρα μας εισάγει 100% της αναγκαίας ποσότητας πετρελαίου και φυσικού αερίου, που συμμετέχουν κατά 68% στο ενεργειακό ισοζύγιο. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα είναι ενεργειακά η πιο εξαρτημένη, μία κατάσταση η οποία χειροτερεύει μέρα με την ημέρα. Παρ’ όλα αυτά και με τους κινδύνους ορατούς πλέον από μια πιθανή διακοπή στην ομαλή ενεργειακή τροφοδοσία της χώρας, σε περίπτωση μιας γενικότερης σύρραξης στην Μ. Ανατολή, ή και αλλού, η κυβέρνηση επιδεικνύει μία εξοργιστική ηρεμία έχοντας εναποθέσει όλες της τις ελπίδες στην ομαλή εμπορική λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς.

Είναι γνωστό ότι σε μία πραγματική κρίση, οι συμφωνίες πάνε περίπατο και ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα όπου η κάθε χώρα θα κοιτάξει τον δικό της ενεργειακό εφοδιασμό. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει στηρίξει αποκλειστικά τον σχεδιασμό της (εάν υπάρχει) στη φερεγγυότητα των παραδοσιακών προμηθευτών μας σε βορρά, νότο και ανατολή. Ομως, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων φαίνεται ότι βαίνει προς επανακαθορισμό και οι βεβαιότητες του σήμερα θ’ αντικατασταθούν από τις αβεβαιότητες του αύριο. Η εξασφάλιση του μεγαλύτερου, εάν όχι του συνόλου, των ενεργειακών μας αναγκών από εγχώρια παραγωγή καθίσταται πλέον θέμα επιβίωσης και όχι ακαδημαϊκής άσκησης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή