Πόσο θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία η πιστωτική κρίση;

Πόσο θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία η πιστωτική κρίση;

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέχρι σήμερα οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν δώσει έμφαση μόνο στο να αποτρέψουν εκδηλώσεις πανικού στην αγορά, διοχετεύοντας ρευστό σε βραχυπρόθεση βάση. Στην περίπτωση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ η παρέμβαση έλαβε τη μορφή ελάφρυνσης του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες. Με τέτοιες προσπάθειες σταθεροποιήθηκαν οι αγορές την προηγούμενη εβδομάδα, αν και πολλά τιτλοποιημένα προϊόντα έχουν ακινητοποιηθεί – και ειδικά τα ενυπόθηκα επενδυτικά προϊόντα. Η απόδοση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας υποχώρησε στο 4,52% στις 28 Αυγούστου, ενώ τα χρηματιστήρια υποχώρησαν σημαντικά, για να ανακάμψουν την επομένη. Τίποτε δεν αποκλείει και νέες μαζικές πωλήσεις, αλλά ακόμα και αν αυτό το κακό σενάριο δεν επαληθευθεί, οι λόγοι ανησυχίας παραμένουν.

Η κοινή λογική λέει ότι ο σοβαρότερος αντίκτυπος θα εντοπισθεί στην Αμερική, δεδομένου ότι από εκεί πηγάζει η κρίση των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Με μια πρώτη ματιά η αμερικανική οικονομία διεσώθη της αναταραχής του Αυγούστου χωρίς εκδορές. Η αύξηση της παραγωγής το δεύτερο τρίμηνο αποδείχθηκε ζωηρή, οι δαπάνες των επιχειρήσεων επίσης, ενώ η αύξηση των μισθών ήταν συμπαγής και οι τιμές του πετρελαίου, οι οποίες είχαν επηρεάσει δυσμενώς τις καταναλωτικές δαπάνες, άρχισαν να υποχωρούν.

Με μια πιο προσεκτική εξέταση, όμως, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι η εικόνα δεν είναι τόσο αισιόδοξη. Το δεύτερο τρίμηνο η παραγωγή ενισχύθηκε χάρις εν μέρει σε εφ’ άπαξ παράγοντες, όπως η επαναγορά μετοχών από τις ίδιες τις εταιρείες. Η αύξηση της κατανάλωσης την ίδια ακριβώς περίοδο υποχώρησε δραστικά και ορισμένα τμήματα των καταναλωτικών δαπανών παρέμειναν ασθενικά το καλοκαίρι. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων, επί παραδείγματι, μειώθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων εννέα ετών για τον μήνα Ιούλιο.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο αδύναμος κρίκος της οικονομίας, η αγορά στέγης, βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι πολλοί φαντάζονται. Τον Ιούλιο ο ρυθμός οικοδόμησης νέων οικιών υποχώρησε, ενώ τα ήδη υπάρχοντα και απούλητα σπίτια αυξήθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαέξι ετών. Οι τιμές των κατοικιών εξακολουθούν να εξασθενούν, ενώ στις δέκα μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ ο μέσος όρος των τιμών τους ελαττώθηκε 4,1% το δωδεκάμηνο Ιούλιος 2006 – Ιούνιος 2007.

Ακόμα και προ της αναταραχής του Αυγούστου η κρίση της στέγης είχε καταστήσει την αμερικανική οικονομία ευάλωτη. Οπότε και οι προοπτικές επιδεινώνονται. Οι οικονομολόγοι της JP Morgan, για παράδειγμα, αναμένουν ότι ο μέσος όρος των τιμών των κατοικιών θα εξασθενήσει από 7,5% έως και 15% μέχρι τη λήξη του 2008. Παράλληλα, εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανέγερσης νέων κατοικιών θα μειωθεί κατά 30% επιπλέον.

Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές της Γουόλ Στριτ είναι πεπεισμένοι ότι η βλάβη από τους κλυδωνισμούς στις αγορές θα είναι περιορισμένη. Την αισιοδοξία τους στηρίζουν στο ότι αναμένουν από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να σπεύσει για τη σωτηρία της οικονομίας με μία περικοπή των επιτοκίων. Ωστόσο, εάν η μείωση στις τιμές των κατοικιών είναι διψήφια, τότε και η οικονομία θα εξασθενήσει.

Ανάλογως σοβαρά θα είναι τα προβλήματα και στον υπόλοιπο κόσμο, αν και ορισμένοι αναμένουν ότι η διεθνής οικονομία θα είναι αρκετά ρωμαλέα, ώστε να αντισταθμίσει την αδυναμία στις ΗΠΑ. Η μεταδοτικότητα της κρίσης των στεγαστικών εκτείνεται από τον Καναδά ώς την Κίνα. Με τέτοια εξάπλωση απορροφώνται ευκολότερα οι κραδασμοί, αλλά μεταδίδεται και η νευρικότητα και οι απόπειρες αποφυγής του επενδυτικού κινδύνου.

Αυτή η τάση μπορεί να έχει απροσδόκητα θύματα. Στο παρελθόν ήταν οι αναδυόμενες αγορές, ενώ σήμερα τραυματίζονται οι ευρωπαϊκές χώρες. Στις πλούσιες οικονομίες της γηραιάς ηπείρου οι απώλειες από την αγορά στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης και η νευρικότητα των επενδυτών ίσως εξαναγκάσει τις τράπεζες να υιοθετήσουν πολιτικές σκλήρυνσης, πλήττοντας την άρτι επιτευχθείσα ενίσχυση της κατανάλωσης.

Τον Αύγουστο ο δείκτης του Ifo για την εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών στη Γερμανία σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές υποχώρησε για τρίτο μήνα διαδοχικά, ενώ και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών αποδυναμώθηκε. Η δε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προ της κρίσης στις αγορές είχε υπαινιχθεί ότι θα προβεί σε νέα αύξηση των επιτοκίων στις 6 Σεπτεμβρίου, αναμένει να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Συγκεκιρμένα, δήλωσε διά στόματος του προέδρου της Ζαν Κλοντ Τρισέ ότι δεν έχει εκ των προτέρων δεσμευθεί να προχωρήσει σε αύξηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή