Περαιτέρω άνοδο του χρυσού και πτώση του πετρελαίου προβλέπουν οι αναλυτές

Περαιτέρω άνοδο του χρυσού και πτώση του πετρελαίου προβλέπουν οι αναλυτές

5' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πολύτιμο μέταλλο είναι «το νόμισμα του κόσμου» εν μέσω της κρίσης χρέους. Ετσι σχολίασε, στις 19 Αυγούστου, τη φρενήρη άνοδο του χρυσού ο οικονομολόγος Ντένις Γκάρτμαν. Θα εξακολουθήσει, όμως, ο χρυσός να προσελκύει τους επενδυτές ως το ασφαλές καταφύγιο εν μέσω της οικονομικής θύελλας ή θα υποστεί η τιμή του διορθωτικές κινήσεις; Και ο μαύρος χρυσός; Θα υποχωρήσει η τιμή του μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι, θα αποκατασταθεί η παραγωγή στα προ του εμφυλίου επίπεδα ή θα ακολουθήσει την τύχη που είχε η παραγωγή άλλων χωρών μετά από πολιτικές αλλαγές μείζονος κλίμακας;

Τα ερωτήματα προβληματίζουν καθώς τα δύο εμπορεύματα πρωταγωνιστούν εν μέσω της παρατεταμένης κρίσης χρέους και της επιβράδυνσης που καταγράφουν οι ρυθμοί ανάπτυξης των σημαντικότερων βιομηχανικών οικονομιών.

Μετά μια άνοδο δέκα συναπτών ετών, ο χρυσός κινείται από την αρχή του έτους σε ένα ιλιγγιώδες ράλι και τους τελευταίους μήνες σημειώνει σχεδόν καθημερινά νέο ρεκόρ. Στη διάρκεια της εβδομάδας πλησίασε τις προβλέψεις για εκτίναξή του στα 2.000 δολάρια η ουγγιά μέχρι το τέλος του έτους καθώς υπερέβη τα 1.913,50 δολάρια. Υποχώρησε στη συνέχεια σε επίπεδα ακόμη και κάτω από τα 1.750 δολάρια, όταν οι επενδυτές άρχισαν να αποτολμούν πιο ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις. Οι προβλέψεις παραμένουν, πάντως, σε υψηλά επίπεδα. Στις αρχές της εβδομάδας, η ελβετική επενδυτική τράπεζα UBS ανακοίνωσε ότι αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις της σε πάνω από τα 2.000 δολάρια η ουγγιά στα τέλη του έτους. Προειδοποίησε, ωστόσο, πως θεωρεί πιθανή μια διόρθωση μετά τη φρενήρη άνοδό του. Η γαλλική τράπεζα Societe Generale αναβάθμισε την πρόβλεψή της για μια τιμή της τάξης των 1.950 δολαρίων η ουγγιά στα τέλη του έτους.

Οπως υπογράμμισε, στην περίπτωση αυτή η μέση τιμή για το τρέχον έτος θα έχει φθάσει στα 1.660 δολάρια η ουγγιά.

Πέραν της προσήλωσης των επενδυτών, αφοσιωμένες στο πολύτιμο μέταλλο παραμένουν οι κεντρικές τράπεζες. Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, οι κεντρικές τράπεζες σκοπεύουν να διατηρήσουν τα αποθέματά τους σε χρυσό ακόμη κι αν χρειαστεί να αντλήσουν κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν την εντεινόμενη κρίση χρέους. «Από τη στιγμή που θα έχουν πουλήσει χρυσό, θα είναι εξαιρετικά δαπανηρή η επαναγορά του», τονίζει σχετικά ο Πίτερ Ρίτσαρντσον, αναλυτής της αγοράς μετάλλων στη Morgan Stanley Australia, που παρακολουθεί τον κλάδο εδώ και 20 χρόνια. Υπογραμμίζει πως οι κεντρικές τράπεζες θα προτιμήσουν να έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους ένα αποθεματικό του οποίου η αξία θα αυξάνεται παρά να το χρησιμοποιήσουν για να περιορίσουν τα χρέη τους.

Εχει προηγηθεί η συμφωνία του Αυγούστου του 2009, που δέσμευσε τις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης στο τρίτο πενταετές πρόγραμμα περιορισμού των πωλήσεων χρυσού. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και 18 ευρωπαϊκές τράπεζες συμφώνησαν να μην υπερβούν ένα άθροισμα πωλήσεων 400 τόνων ετησίως μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2014.

Ο ρόλος της Λιβύης

Σε ό,τι αφορά τον μαύρο χρυσό, η τιμή του βρίσκεται σαφώς σε τροχιά υποχώρησης από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι οι εξεγερθέντες στη Λιβύη κατέλαβαν την Τρίπολη. Αν και παραμένει σίγουρα σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα πριν από τις τελευταίες εξελίξεις, έδειξε σύντομα τάσεις ανάκαμψης, με το αργό ΗΠΑ να κυμαίνεται γύρω στα 84 δολάρια το βαρέλι και το Brent γύρω στα 110 δολάρια το βαρέλι. Κι αυτό γιατί επικρατεί διχογνωμία μεταξύ αναλυτών ως προς το πόσο γρήγορα η παραγωγή της Λιβύης θα επιστρέψει στα προ του εμφυλίου επίπεδα των 1,6 εκατ. βαρελιών την ημέρα. Τους τελευταίους μήνες έχει συρρικνωθεί στα 60.000 βαρέλια την ημέρα και μερίδα των αναλυτών ευελπιστεί ότι θα ανακάμψει πλήρως μέσα σε ένα έτος. Πολλοί άλλοι, όμως, εκφράζουν φόβους πως στη μετά Καντάφι εποχή θα επικρατήσει πολιτική αστάθεια, που δεν θα επιτρέψει την αποκατάσταση των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων πριν από την πάροδο ετών. Στην πλευρά αυτή η ιστοσελίδα Chart of the day επισημαίνει πως στην πρώην Σοβιετική Ενωση δεν αποκαταστάθηκε πλήρως η παραγωγή στα επίπεδα προ της πτώσης του σοβιετικού καθεστώτος παρά μόνο μετά την πάροδο δεκαετίας. Αναφέρεται, επίσης, στην παραγωγή του Ιράκ, που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να επανέλθει στα επίπεδα προ της αμερικανικής εισβολής του 2003, ενώ παραμένει ακόμη και σήμερα σε επίπεδα κάτω από εκείνα προ του πολέμου με το Ιράν το 1980.

Οσον αφορά το ίδιο το Ιράν, η εν λόγω ιστοσελίδα τονίζει πως τρεις και πλέον δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1979 η παραγωγή δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί πλήρως.

Αργές εξελίξεις

Σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Financial Times επικαλείται, άλλωστε, τον Σόκρι Γκανέμ, πρώην υπουργό Πετρελαίου της Λιβύης, που θεωρεί αδύνατον να αποκατασταθεί σύντομα η παραγωγή. Προβλέπει, πάντως, πως η χώρα θα είναι σε θέση να παράγει 400.000 βαρέλια την ημέρα σε διάστημα τριών – τεσσάρων μηνών.

«Θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς αποκατάσταση της παραγωγής σε διάστημα ενός έτους», τονίζει σχετικά η τράπεζα Barclays Capital, που προεξοφλεί ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη της παραγωγής «θα είναι μακρύς και δύσβατος». Οι τράπεζες JP Morgan και Citigroup υποβάθμισαν τις προβλέψεις τους για τις τιμές του πετρελαίου προεξοφλώντας βελτίωση στην προσφορά λόγω των εξελίξεων στη Λιβύη αλλά και λόγω μείωσης της ζήτησης εξ αιτίας της επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως οι προβλέψεις τους είναι υπερβολικά αισιόδοξες. Η Citigroup εκτιμά ότι η παραγωγή στη Λιβύη θα φθάσει τα 450.000 βαρέλια την ημέρα στα τέλη του έτους και τα 900.000 το επόμενο έτος.

Οι Ιταλοί στη Λιβύη

Οι ιταλικές πετρελαϊκές και όχι μόνον εταιρείες, από την ενεργειακή Eni μέχρι τον βιομηχανικό όμιλο Finmeccanica, έσπευσαν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στη Λιβύη αποστέλλοντας προσωπικό επιτόπου. Ο εκπρόσωπος των εξεγερθέντων στη Ρώμη, Χαφέντ Γκαντούρ, που υπήρξε μεσολαβητής του Καντάφι στη σύναψη πολλών οικονομικών συμφωνιών με την Ιταλία, υποσχέθηκε πως η διάδοχη κατάσταση θα τιμήσει τις δεσμεύσεις του προηγούμενου καθεστώτος ως «συμφωνίες χωρών και όχι κυβερνήσεων». Οικονομικοί αναλυτές αμφισβητούν κατά πόσον θα μπορέσει η Ιταλία να διατηρήσει τον σφιχτό οικονομικό εναγκαλισμό της στην πρώην αποικία της καθώς η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι επέδειξε επιφυλακτικότητα προς τους εξεγερθέντες. Πιο αισιόδοξες, όμως, είναι οι αγορές, καθώς οι μετοχές των ιταλικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Λιβύη σημείωσαν άνοδο μετά την είδηση της κατάληψης της Τρίπολης. Σημειωτέον ότι η Eni δραστηριοποιείται στη Λιβύη από τη δεκαετία του 1950 και έχει συνάψει συμβόλαια εκμετάλλευσης του πετρελαϊκού πλούτου της βορειοαφρικανικής χώρας που φθάνουν έως το 2042 και εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου της μέχρι το 2047. Από την πλευρά της, η Λιβύη ελέγχει το 7,5% της μεγαλύτερης ιταλικής τράπεζας, της UniCredit, περίπου το 1% της Eni και το 2% της Finmeccanica.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή