Με το κοινό νόμισμα δεν μπορεί να «κλείσει» το χάσμα ανταγωνιστικότητας

Με το κοινό νόμισμα δεν μπορεί να «κλείσει» το χάσμα ανταγωνιστικότητας

2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολέμησα επί χρόνια τη διαδεδομένη στη Γερμανία θέση, η οποία χρησιμοποιεί το θέμα των κεφαλαιακών ροών προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από την πραγματική αποτυχία της γερμανικής πολιτικής σχετικά με την Ευρωζώνη. Κατά την άποψή μου δεν ευθύνονται οι κεφαλαιακές ροές, αλλά η ευθεία κυβερνητική παρέμβαση στην αγορά εργασίας, που επέφερε την απόκλιση στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Μια νομισματική ένωση στην ουσία αφορά τον εναρμονισμό των ρυθμών πληθωρισμού, καθώς όλες οι χώρες εγκαταλείπουν τις εθνικές νομισματικές πολιτικές και συμφωνούν ρητώς σε έναν κοινό ρυθμό πληθωρισμού, στην περίπτωση της Ευρωζώνης ελάχιστα μικρότερο από 2%. Πρώτον, υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις πως το ύψος του πληθωρισμού συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το κόστος ανά μονάδα εργασίας (ULC). Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι γενικά η εξέλιξη του κόστους εργασίας είναι πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, παρά το αποτέλεσμα αλλαγής των τιμών, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον πληθωρισμό. Τρίτον, γνωρίζουμε ειδικότερα (ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε) ότι η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης, η Γερμανία, ακόμη και πριν από την εισαγωγή της στην ΟΝΕ, είχε αποφασίσει να αλλάξει σε δραματικό βαθμό την πολιτική της σχετικά με τους μισθούς. Σε μια τριμερή συμφωνία το 1999, η γερμανική κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν να μην επιτρέψουν η ονομαστική αύξηση των μισθών να ακολουθήσει τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας και τον στόχο για πληθωρισμό 2%, αλλά να είναι σαφώς μικρότερη. Συνεπώς, το κόστος ανά μονάδα εργασίας στη Γερμανία και το ύψος του πληθωρισμού θα παρέμενε συστηματικά κάτω από τον κοινώς καθορισμένο στόχο της ΟΝΕ.

Καθώς καμία άλλη χώρα δεν προχώρησε σε ανάλογη συμφωνία, η γερμανική στάση είχε αποτέλεσμα να αναπτυχθούν με την πάροδο των χρόνων τεράστιες διαφορές στον ρυθμό του πληθωρισμού, τεράστιες πραγματικές ανατιμήσεις στις άλλες χώρες και τελικά τεράστιες, μη βιώσιμες, ανισορροπίες. Οταν μία μεγάλη χώρα μονίμως αυξάνει το μερίδιό της στις διεθνείς αγορές, αυξάνει τα πλεονάσματά της και οι υπόλοιπες χώρες μονίμως χάνουν και γίνονται όλο και πιο ελλειμματικές, έχουμε ένα σενάριο για κατάρρευση αν δεν υπάρξουν διορθωτικές παρεμβάσεις. Η γερμανική πολιτική για χαμηλότερο πληθωρισμό δεν έχει καμία σχέση με τον υπερδανεισμό προς τις ελλειμματικές χώρες και σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα του περιορισμένου δανεισμού προς τις πλεονασματικές χώρες. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής εκστρατείας, που έχει στόχο να καταστήσει τη Γερμανία ικανή να συμμετάσχει στον υποτιθέμενο «ανταγωνισμό των εθνών» και παρουσιάστηκε στον γερμανικό λαό ακριβώς ως τέτοια. Ακόμη και χωρίς τις περιόδους εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης στις ελλειμματικές χώρες, το ευρώ ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Οπως έγινε προηγουμένως και με τις κρίσεις στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, η ευρωπαϊκή κρίση ήταν αναπόφευκτη εξαιτίας των μη βιώσιμων ανταγωνιστικών θέσεων. Αυτό που καθιστά την παρούσα κρίση πολύ χειρότερη από τις άλλες είναι ότι οι χώρες της Ευρωζώνης δεν μπορούν να προχωρήσουν σε υποτίμηση νομίσματος, για να κλείσουν το χάσμα ανταγωνιστικότητας. Η Ευρώπη προκάλεσε τις μεγαλύτερες ανισορροπίες στην ιστορία ακριβώς τη στιγμή που είχε παραδώσει το βασικό εργαλείο που θα μπορούσε να τις διορθώσει.

* Ο συγγραφέας είναι πρώην υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας την περίοδο 1998-1999. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο INET blog.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή