Η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγή πορείας

Η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγή πορείας

10' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην κρίση του ευρώ αντικατοπτρίζεται μία αδιέξοδη πολιτική. Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να ξεπεράσει ένα status quo, που είναι πλέον «ανέφικτο». Αυτός είναι ο λόγος που, παρά τα εκτεταμένα προγράμματα διάσωσης και τις αμέτρητες συνόδους κορυφής για την αντιμετώπιση της κρίσης, η κατάσταση στην Ευρωζώνη χειροτερεύει σταθερά την τελευταία διετία. Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να αναγκαστεί σε έξοδο από την Ευρωζώνη, κάτι που θα είχε ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία διανύουν περίοδο βαθιάς ύφεσης, γεγονός που ωθεί στα ύψη την ανεργία.

Αποσπασματικά μέτρα

Η οικονομική επιβράδυνση στις προβληματικές αυτές χώρες δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εύθραυστη κατάσταση των τραπεζών, ενώ η αυξανόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον της νομισματικής ένωσης προβληματίζει τους επενδυτές, οι οποίοι εμφανίζονται ολοένα και πιο αρνητικοί στο να επενδύουν σε ομόλογα που εκδίδουν οι υπερχρεωμένες χώρες. Τα αυξανόμενα επιτόκια δανεισμού των τελευταίων, σε συνδυασμό με την ολοένα και χειρότερη οικονομική κατάσταση, δυσκολεύουν τις διαδικασίες της ολοκλήρωσης, που ούτως η άλλως ποτέ δεν αναμένονταν εύκολες.

Η αυτοτροφοδοτούμενη αποσταθεροποίηση είναι κυρίως το αποτέλεσμα μιας επιπόλαιης αντιμετώπισης της κρίσης, μέσω στρατηγικών που μόλις αγγίζουν τη μεγάλη πρόκληση της ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Το γεγονός ότι οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η κρίση τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζονται από πρόχειρα και αποσπασματικά μέτρα καθιστά τα πράγματα χειρότερα, ρίχνοντας φως στο ουσιαστικό πρόβλημα του ελλείμματος «πολιτικής δημιουργικότητας».

Ο ρόλος των πολιτικών

Ωστόσο, η αναγκαιότητα του να γίνει ένα μεγάλο βήμα μπροστά, προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν καταδεικνύεται μόνον από την τρέχουσα κρίση στην Ευρωζώνη, αλλά και από την ανάγκη να περιοριστούν οι αμαρτωλές πρακτικές ενός σκιώδους, παράλληλου σύμπαντος, εκείνου των επενδυτικών τραπεζών και των κεφαλαίων αντιστάθμισης επενδυτικών κινδύνων, που δημιουργήθηκε δίπλα στην πραγματική οικονομία των αγαθών και των υπηρεσιών. Αυτό απαιτεί από τους πολιτικούς μας να ανακτήσουν τον έλεγχο των πραγμάτων και της κατάστασης.

Τα μέτρα που απαιτούνται για τη σωστή ρύθμιση των αγορών είναι οφθαλμοφανή. Δεν εφαρμόζονται όμως, για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι η εφαρμογή τους σε εθνικό επίπεδο θα είχε «αντιπαραγωγικές επιπτώσεις». Δεύτερον, διότι οι ρυθμίσεις -που αποφασίστηκαν βάσει των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης- από την πρώτη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των «20», το 2008 στο Λονδίνο, απαιτούν παγκοσμίως συντονισμένες ενέργειες και πρωτοβουλίες, των οποίων η ανάληψη είναι προς το παρόν αδύνατη λόγω του πολιτικού κατακερματισμού που χαρακτηρίζει την παγκόσμια κοινότητα.

Μια μεγάλη οικονομική δύναμη όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση ή, αν όχι αυτή, τουλάχιστον η Ευρωζώνη, θα μπορούσε να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία για να προχωρήσουμε. Μόνο η ουσιαστική εμβάθυνση στην Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να στηρίξει το ενιαίο νόμισμα, καθιστώντας παρελθόν την ανάγκη των αλλεπάλληλων προγραμμάτων διάσωσης των υπερχρεωμένων κρατών.

Μακροπρόθεσμα, τα προγράμματα αυτά θα καταρρακώσουν την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της Ευρωζώνης -τόσο αυτών των κρατών που ενισχύουν οικονομικά τις αδύναμες χώρες όσο και εκείνων στις τελευταίες- σε σημείο που δεν θα έχει επιστροφή.

Ωστόσο, η εμβάθυνση συνεπάγεται και την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής εξυγίανσης και πειθαρχίας, αλλά και να δημιουργηθούν οι εγγυήσεις λειτουργίας ενός σταθερού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παράλληλα, απαιτείται ο καλύτερος συντονισμός της χρηματοπιστωτικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, με απώτερο στόχο τη διόρθωση των διαρθρωτικών ανισορροπιών μεταξύ τους.

Λάθος η διάγνωση για την ευρωπαϊκή κρίση

Η εντεινόμενη κρίση αποδεικνύει ότι η στρατηγική που προωθείται μέχρι σήμερα από τη γερμανική κυβέρνηση στην Ευρώπη στηρίζεται σε λάθος διάγνωση. Η τρέχουσα κρίση δεν είναι μια κρίση του ευρώ. Το ευρώ αποδεικνύεται νόμισμα σταθερό. Ούτε είναι η κρίση αυτή μια κρίση χρέους που αφορά αποκλειστικά την Ευρώπη. Συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης -ακόμη πιο συγκεκριμένα δε, η Ευρωζώνη- διαθέτουν τα χαμηλότερα επίπεδα χρέους απ’ ό,τι οι υπόλοιπες οικονομικές δυνάμεις. Πρόκειται για μια κρίση αναχρηματοδότησης του χρέους, που επηρεάζει επιμέρους χώρες εντός της Ευρωζώνης και οφείλεται κυρίως στο ελλειμματικό, θεσμικό υπόστρωμα του ενιαίου νομίσματος.

Η εντατικοποίηση της κρίσης καθιστά σαφές ότι οι λύσεις που δοκιμάστηκαν μέχρι στιγμής δεν ενδείκνυνται. Ετσι, όλοι φοβούνται πλέον ότι με τη σημερινή μορφή της η νομισματική ένωση δεν είναι βιώσιμη. Για να γίνει θα απαιτηθεί ριζική αλλαγή στρατηγικής. Για να την ξεκινήσουμε θα πρέπει να εντοπίσουμε τους πραγματικούς λόγους της κρίσης.

Η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να θεωρεί ότι τα προβλήματα οφείλονται κυρίως στην έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας σε εθνικό επίπεδο και ότι η λύση έγκειται στην υλοποίηση πολιτικών βαθύτατων περικοπών εκ μέρους ορισμένων εθνικών κυβερνήσεων. Σε θεσμικό επίπεδο, οι Γερμανοί θέλουν να συνοδευθεί αυτή η προσέγγιση από αυστηρότερους δημοσιονομικούς όρους κατ’ αρχάς, και σε δεύτερο τόνο από κεφάλαια «διάσωσης», που θα είναι καθορισμένα ποσοτικά και η αποδέσμευσή τους θα εξαρτάται από την τήρηση όρων, εξαναγκάζοντας τις χώρες που τα έχουν ανάγκη σε αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα, η οποία εξασθενεί περαιτέρω τις οικονομίες τους και αυξάνει την ανεργία.

Στην πραγματικότητα, οι προβληματικές χώρες δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να περιορίσουν σε ελέγξιμα επίπεδα το κόστος επαναχρηματοδότησης του χρέους τους, παρά τις εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζουν και παρά τις περικοπές δημοσίων δαπανών, που είναι βαθύτατες συγκριτικά με τα διεθνώς κρατούντα.

Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών μάς οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: ότι η διάγνωση του προβλήματος και τα προτεινόμενα από τη γερμανική κυβέρνηση μέτρα υπήρξαν εξαρχής μονόπλευρα και περιορισμένα. Η κρίση δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης και των κακών πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε ορισμένες χώρες, αλλά σε μεγάλο βαθμό και των συστημικών προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να επιλυθούν με τη μεγαλύτερη προσπάθεια εθνικών κρατών. Πρέπει να επιλυθούν σε συστημικό επίπεδο.

Η τρέχουσα αστάθεια στις χρηματαγορές απορρέει από τον φόβο πως κάποια χώρα ενδέχεται να οδηγηθεί σε πτώχευση. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να απαλειφθεί -ή τουλάχιστον να μειωθεί- μόνο μέσω συλλογικών εγγυήσεων για την αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων που χορηγούνται από χώρες της Ευρωζώνης. Υπάρχουν ασφαλώς ανησυχίες ότι εγγυήσεις του είδους αυτού μπορεί να λειτουργήσουν ως αντικίνητρο -για τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική εξυγίανση- και οι ανησυχίες αυτές πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν.

Ο μόνος τρόπος για να εκτονωθούν οι φόβοι αυτοί είναι το να διασφαλισθεί ότι η χορήγηση συλλογικών εγγυήσεων θα συνοδεύεται από τον αυστηρό, συλλογικό έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών.

Δύο βιώσιμες στρατηγικές

Ο συλλογικός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών, που είναι αναγκαίος για να αποφασιστούν και να δοθούν οι συλλογικές εγγυήσεις για την αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης, δεν είναι επιτεύξιμος στο ισχύον πλαίσιο των εννοιών της εθνικής κυριαρχίας και όσων προβλέπονται από συνθήκες, συμφωνίες και συμπεφωνημένους όρους και κανόνες.

Υπάρχουν μόνο δύο βιώσιμες στρατηγικές -βάσει των σημερινών δεδομένων- για την αντιμετώπιση της κρίσης:

α) Είτε η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, πιθανότητα που θα εξέθετε κάθε χώρα-μέλος σε απρόβλεπτες πιέσεις εκ μέρους των εξαιρετικά κερδοσκοπικών αγορών συναλλάγματος,

β) είτε η θεσμική θωράκιση μιας συλλογικής δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, με απώτερο στόχο την ανάκτηση εκ μέρους των πολιτικών ηγεσιών των κρατών-μελών της της χαμένης ικανότητάς τους να ενεργούν δραστικά σε διασυνοριακό επίπεδο για την αντιμετώπιση των «κινήσεων» -ή παιχνιδιών- των αγορών.

Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν πολλά προβλήματα, που απειλούν την επόμενη μέρα της Ευρώπης, και αρκετές παγίδες, οι οποίες θα πρέπει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να ξεπεραστούν. Και στις δύο περιπτώσεις, θα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν…

Να αρχίσουν άμεσα οι διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης της Ευρωζώνης

Αν κοιτάξουμε λίγο πιο μακριά από τα όρια της τρέχουσας κρίσης, γίνεται αντιληπτό ότι η υλοποίηση της υπόσχεσης δημιουργίας μιας «Ευρώπης με κοινωνική ευαισθησία» επίσης εξαρτάται από την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.

Μόνο μία πολιτικά ενωμένη Ευρώπη -τουλάχιστον ένας πυρήνας της- προσφέρει την ελπίδα για την αντιστροφή μιας διαδικασίας -ήδη πολύ προχωρημένης- η οποία μεταβάλλει τη δημοκρατία των πολιτών, που δομήθηκε βάσει της ιδέας του κοινωνικού κράτους σε μια δημοκρατία παράλυτη, καθοδηγούμενη από τους κανόνες της αγοράς. Και μόνο γι’ αυτόν το λόγο -επειδή οδηγεί σε νέα, φωτεινά μονοπάτια- η δεύτερη επιλογή πρέπει να προτιμηθεί της πρώτης.

Εάν θέλουμε να αποφύγουμε τόσο την επιστροφή στο «νομισματικό εθνικισμό» όσο και μια κρίση διαρκείας του ευρώ, πρέπει να κάνουμε άμεσα ό,τι αποτύχαμε να πράξουμε μέχρι στιγμής, από την εποχή που κυκλοφόρησε το ευρώ: πρέπει να αρχίσουμε τις διαδικασίες της πολιτικής ενοποίησης, αρχής γενομένης από τις 17 χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.

Πιστεύουμε ότι πρέπει να είμαστε απολύτως ανοικτοί σε αυτήν τη διαδικασία. Απλώς, δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το ενιαίο νόμισμα χωρίς να υιοθετήσουμε και την ιδέα της συλλογικής ανάληψης ευθυνών και της διόρθωσης του θεσμικού ελλείμματος στην Ευρωζώνη. Η πρόταση της Επιτροπής Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων για τη δημιουργία κοινού κεφαλαίου αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους των κρατών του ευρώ απορρίφθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση. Είναι όμως θεμιτή, με την έννοια ότι θα έδινε τέλος στην «παραίσθηση» της συνεχιζόμενης εθνικής κυριαρχίας, καθιερώνοντας την αρχή της συλλογικής ευθύνης.

Ωστόσο, θα ήταν λογικό να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτό -αναδιάρθρωσης του χρέους της Ευρωζώνης- το χρέος που προβλέπεται από τους όρους της συνθήκης του Μάαστριχτ, ήτοι έως και το 60% του ΑΕΠ, αντί του σημερινού συνόλου.

Οσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα αρνούνται να δηλώσουν ανοικτά και ξεκάθαρα τι πραγματικά πράττουν και επιδιώκουν, τόσο θα συνεχίζουν να υπονομεύουν τα αδύναμα δημοκρατικά θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το σύνθημα όσων μετείχαν στην επανάσταση για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ, «No taxation without representation» (όχι στη φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση), αποκτά νέα και απροσδόκητη σημασία σήμερα.

Οταν θα δημιουργήσουμε στην Ευρωζώνη τις συνθήκες για την εφαρμογή πολιτικών με αναδιανεμητικά αποτελέσματα διασυνοριακώς, οι Ευρωπαίοι νομοθέτες που αντιπροσωπεύουν τους λαούς -άμεσα, εκλεγμένοι στο Ευρωκοινοβούλιο και, έμμεσα, μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου- θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χαράσσουν στρατηγικές και να υπερψηφίζουν σχετικές πολιτικές και προγράμματα. Σε άλλη περίπτωση θα παραβιαζόταν η αρχή που θέλει τον νομοθέτη, ο οποίος αποφασίζει για το πώς θα δαπανάται το δημόσιο χρήμα, να είναι ο ίδιος και ο αυτός, ο οποίος επίσης -δημοκρατικά εκλεγμένος ασφαλώς- αποφασίζει να αυξήσει τους φόρους για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι -δημόσιες- δαπάνες.

Παρ’ όλα αυτά, η ιστορική μνήμη της ενοποίησης που οδήγησε στην άνοδο του Τρίτου Ράιχ, ενοποίηση που ήταν αποτέλεσμα δυναστικού καταναγκασμού, πρέπει να λειτουργεί ως κώδωνας κινδύνου στα αυτιά μας! Το Βερολίνο πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία και να ανοίξει τον δημόσιο διάλογο σχετικά με το Ευρωσύνταγμα. Μόνον έτσι θα διαφυλαχθεί η νομιμότητα των πραγμάτων και των εξελίξεων. Με τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα και τη θετική έκβαση αυτών, οι λαοί της Ευρώπης μπορούν να ανακτήσουν την αυτοκυριαρχία που απώλεσαν σε εθνικό επίπεδο, την κυριαρχία που τους πήραν «οι αγορές» εδώ και πολύ καιρό… Μέχρι να υλοποιηθούν τα βήματα προ τη θεσμική αυτή θωράκιση της Ευρωζώνης, θα μπορούσε μάλιστα να αναβληθεί η εφαρμογή των αυστηρών δημοσιονομικών μέτρων που προωθούνται άμεσα. Πιστεύουμε δε ότι η έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας, ουσιαστικής πολιτικής ενοποίησης και δημιουργίας μιας δημοκρατικά θωρακισμένης Ευρωζώνης, θα έδινε την ευκαιρία σε μια συμμαχία πολιτικών κομμάτων εντός της Γερμανίας να πείσουν τους ψηφοφόρους τους για τα οφέλη μιας πολιτικής ένωσης. Μια συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών, των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων.

Η τετραετής κρίση έφερε στην επιφάνεια ένα σωρό θέματα και προβλημάτισε τους λαούς της Ευρώπης ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό τους όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός ότι μας άνοιξε τα μάτια στην ανάγκη να ρυθμιστούν οι χρηματαγορές και να απαλειφθούν οι διαρθρωτικές ανισορροπίες εντός της Ευρωζώνης.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού μία κρίση, η οποία πυροδοτήθηκε από τον πλέον ανεπτυγμένο κλάδο -τον τραπεζικό- μπόρεσε να αντιμετωπιστεί μόνο από τις εθνικές κυβερνήσεις με τη χρήση των χρημάτων των φορολογουμένων. Σ’ αυτό το σημείο είδαμε να σπάει ο κρίκος ανάμεσα στις συστημικές διαδικασίες και σε εκείνες της πραγματικότητας.

Ενωση δυνάμεων

Δικαίως οι πολίτες είναι αγανακτισμένοι. Είναι γεγονός ότι οι διαδικασίες των απρόσωπων αγορών αντικατέστησαν -κατά την αντίληψη των πολιτών- την πολιτική και αυτό δημιουργεί αγανάκτηση. Αυτό το συναίσθημα εντείνεται από τα προσωπικά αδιέξοδα και την αδυναμία. Για να αντιμετωπιστεί η ουσιαστική κρίση χρειαζόμαστε πολιτικές που θα επιστρέψουν τη δύναμη στους λαούς και θα τους κάνουν να νιώσουν ότι την έχουν και πάλι στα χέρια τους.

Η Ευρώπη θα υποστεί και άλλες αλλαγές. Μοιραία είναι μία ήπειρος με συρρικνούμενο πληθυσμό, μειούμενη οικονομική σημασία και λιγότερη πολιτική ισχύ. Οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να μάθουν ότι για να διατηρήσουν το μοντέλο του κράτους πρόνοιας αλλά και τη διαφορετικότητά τους, πρέπει να ενωθούν και να συνεργαστούν. Πρέπει να ενώσουν τους πόρους τους εάν θέλουν να έχουν επιρροή διεθνώς και να συμβάλουν στην επίλυση των προβλημάτων που είναι παγκόσμια. Εάν εγκαταλείψουν τώρα την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα χαθούν από την παγκόσμια σκηνή για καλά!

* Κοινωνιολόγος και φιλόσοφος

** Καθηγητής Οικονομικών στο University of Würzburg και ένας από τους «πέντε σοφούς» της Γερμανίας

*** Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή