Το 2007 η ιταλική τράπεζα UniCredit απέκρουσε τον λυσσαλέο ανταγωνισμό από άλλες τράπεζες της Δύσης για να αγοράσει την τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ουκρανίας από έναν ολιγάρχη, αντί 2 δισ. δολαρίων. Αυτήν την εβδομάδα, υπό συνθήκες χρεοκοπίας και με έντονες συζητήσεις για πιθανό πόλεμο εκεί, η UniCredit περιόρισε τις αναλήψεις από τα αυτόματα ATM που διατηρεί στην Ουκρανία. Παράλληλα, υποχώρησαν οι μετοχές δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων με ισχυρή παρουσία στη Ρωσία, όπως οι Renault και Carlsberg.
Οι ταραχές στην Ουκρανία συνιστούν ένα μόνον από τη σωρεία προβλημάτων, με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι δυτικές εταιρείες στις αναδυόμενες αγορές: μεταξύ αυτών είναι η βραδεία ανάπτυξη, η εξασθένηση των νομισμάτων, οι αναιμικές τιμές εμπορευμάτων και οι κακές επενδυτικές αποφάσεις. Εάν όλα αυτά συνδυαστούν με χιλιάδες άλλα εταιρικής φύσεως ζητήματα και τους πολιτικούς κινδύνους, ούτως ή άλλως κλονίζουν τις προσδοκίες των διοικητικών στελεχών. Οι επενδυτές, από πλευράς τους, παρατηρούν πως οι επιχειρήσεις των πλούσιων χωρών με υπεράνω του μέσου όρου έκθεση στις αναδυόμενες αγορές υστερούν σε απόδοση σχεδόν κατά 40%, συγκρινόμενες με εκείνες του χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη την τελευταία τριετία. Οπερ σημαίνει ότι οι ανωτέρω επιχειρήσεις επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους στις αναδυόμενες, αν και για πολλές οι προοπτικές τους είναι ευνοϊκές, όσο σκληρή και αν ήταν η εμπειρία τους εκεί.
Ο επιχειρηματικός κόσμος είναι τόσο επιρρεπής στη μόδα όσο και τα καταστήματα ρούχων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η «φούσκα» του ηλεκτρονικού εμπορίου εκμαύλισε ακόμα και τις πιο ορθολογικά σκεπτόμενες εταιρείες. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο κλάδος των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων διακήρυξε πως η εισηγμένη εταιρεία πέθανε. Εντούτοις, τελικά πολύ πιο δυνατή τάση από τις ανωτέρω αποδείχθηκε εκείνη, που υπαγόρευσε πως οι επιχειρήσεις της Δύσης πρέπει να κατακλύσουν τις αναδυόμενες αγορές. Οι εξαγορές στις αναδυόμενες και τις αναπτυσσόμενες χώρες από τις δυτικές εταιρείες υπερτετραπλασιάστηκαν από το 2003 έως το 2010, φθάνοντας τα 180 εκατ. δολάρια. Οι επενδύσεις ανήλθαν στα 3 τρισ. δολάρια, καθιστώντας τον επενδυτικό κύκλο αυτόν έναν από τους μεγαλύτερους, αρχής γενομένης από την έκρηξη του σιδηροδρόμου τον 19ο αιώνα. Γαλλικές ποτοποιίες, εταιρείες ανδρικών καλλυντικών από την Ιαπωνία και αμερικανικές εταιρείες κατασκευής γερανών έσπευσαν να ακολουθήσουν τις επιταγές.
Αν και ο αναπτυσσόμενος κόσμος ευαγγελίστηκε θεαματικά κέρδη, τελικώς κατά μέσον όρο οι αποδόσεις του αποδείχθηκαν μέτριες και όχι υψηλότερες του παγκόσμιου μέσου όρου. Τι δεν πήγε καλά; Μέσα στον ενθουσιασμό τους πολλές επιχειρήσεις δεν έδωσαν την αρμόζουσα προσοχή στους κινδύνους που ενείχε το εγχείρημά τους. Η κίνηση της Ρωσίας στην Κριμαία μπορεί να προκάλεσε σοκ, αλλά μετά την αντίστοιχη στη Γεωργία το 2008 δεν προκαλεί έκπληξη. Τα εργοστάσια της ισπανικής Repsol στην Αργεντινή εθνικοποιήθηκαν, ενώ στην Ινδία οι αρμόδιοι των οικονομικών υπηρεσιών αποπειράθηκαν να πλήξουν τη Nokia, τη Vodafone και άλλους Δυτικούς ομίλους. Παρά ταύτα, τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει η κακοδιαχείριση, ενώ ορισμένοι διευθύνοντες σύμβουλοι πιστεύουν πως θα ήταν τρέλα να περιορίσουν την έκθεσή τους στον αναδυόμενο κόσμο. Οι Δυτικές εταιρείες πρέπει να λάβουν μέτρα για να βελτιώσουν τις προοπτικές τους εκεί. Πρώτον, πρέπει να εξετάσουν ενδελεχώς τα χαρτοφυλάκιά τους, ώστε να διαπιστώσουν ποιες μπορεί να είναι οι αποδόσεις τους, καθώς και ποια είναι η συνάφεια με τη στρατηγική τους στη δεδομένη αγορά. Δραστηριότητες με ασθενικές αποδόσεις ίσως είναι υποψήφιες για πώληση ή για κλείσιμο. Δεύτερον, οι πολυεθνικές πρέπει να ενισχύσουν τις δραστηριότητές τους, δανειζόμενες στην τοπική αγορά και μεταφέροντας μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους στον αναδυόμενο κόσμο, ώστε να δημιουργήσουν ανάχωμα σε τυχόν υποτιμήσεις νομισμάτων και μέτρα προστατευτισμού.