Το μοντέλο «3 – 6 – 3» και οι τράπεζες

Το μοντέλο «3 – 6 – 3» και οι τράπεζες

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολοι γνωρίζουν πως η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008 απέβη ιδιαίτερα δαπανηρή για τις δυτικές οικονομίες. Ωστόσο, ακόμα και πριν από τη διάλυση της Lehman Brothers το εν λόγω σύστημα ήταν επαχθές φορτίο για την οικονομία. Τα σχετικά συμπεραίνει πρόσφατη μελέτη του Γκιγιόμ Μπαζό της Σχολής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Παρισιού, ο οποίος υιοθετεί διαφορετική προσέγγιση στον υπολογισμό του συνολικού κόστους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνήθως οι οικονομολόγοι μετρούν τη συνεισφορά του τομέα αυτού στο ΑΕΠ με όρους προστιθέμενης αξίας, η οποία συγκροτείται από τις προμήθειες και τα σπρεντ. Οι τραπεζίτες συνήθως κάνουν χρήματα χρεώνοντας στα δάνεια υψηλότερα επιτόκια από τους τόκους που δίνουν στους καταθέτες τους. Ακολουθούν το επονομαζόμενο μοντέλο 3- 6 -3, δηλαδή «δανείζομαι με 3%, δανείζω με 6% και στις 3 μ.μ. βρίσκομαι στο γήπεδο του γκολφ». Εντούτοις, οι σύγχρονες τράπεζες εξασφαλίζουν εισοδήματα από τα χρεόγραφα και τους κάθε είδους τίτλους με τη μορφή των κεφαλαιακών κερδών, των τόκων και των μερισμάτων.

Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές τα χρόνια που προηγήθηκαν της χρηματοπιστωτικής κρίσης, γιατί οι τράπεζες καθίσταντο ολοένα και περισσότερο αναμεμειγμένες στις συναλλαγές στις διεθνείς χρηματαγορές για ίδιο όφελος και στην ανάληψη ρόλου αναδόχου στην έκδοση μετοχών ή ομολόγων. Τα κεφαλαιακά κέρδη δεν εμπεριέχονται στον υπολογισμό της προστιθέμενης αξίας. Εντούτοις, ο κ. Μπαζό ισχυρίζεται ότι, «όσο τα κεφαλαιακά έσοδα των τραπεζών γεννούν μισθούς και κέρδη για τους διαμεσολαβητές του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο μοιάζει αυτονόητη η κατανάλωση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών». Οταν ο κ. Μπαζό προσέθεσε στα στοιχεία της προστιθέμενης αξίας και τα κεφαλαιακά έσοδα, διαπίστωσε ότι το μερίδιο του χρηματοπιστωτικού κλάδου στο ΑΕΠ εμφανίζει σταθερή αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες. Και αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Ο αντίκτυπος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην οικονομία προβάλλεται σε καθημερινή βάση από τα νυχτερινά δελτία ειδήσεων και τα καλύτερα και πιο φωτεινά μυαλά κατευθύνονται στις Σχολές Χρηματοοικονομικής. Και αυτό γιατί, όπως έλεγε ο διαβόητος Αμερικανός ληστής τραπεζών Γουίλι Σάτον, «εκεί βρίσκονται τα λεφτά». Το πιο παρακινδυνευμένο ερώτημα αφορά το εάν αυτός ο τραπεζικός κλάδος, με την τεράστια επέκτασή του, έχει καταστεί και αποδοτικότερος. Ορισμένα θετικά σημάδια υπάρχουν. Το κόστος σε συναλλαγές χρεογράφων, με τη μορφή προμηθειών και σπρεντ, έχει μειωθεί. Πάντως, για τα ισχυρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πολύ δυσκολότερο να κρίνουν τον αντίκτυπο των συναλλαγών τους στην αγορά: ενδεχομένως οι τιμές να μεταβληθούν και να λειτουργήσουν εις βάρος τους, όταν προσπαθήσουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν μαζικά. Επιπροσθέτως, οι επενδυτές έχουν πρόσβαση σε φθηνή διαχείριση κεφαλαίων, αν και τα τελευταία 30 χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση των χρεώσεων των πελατών τους εκ μέρους των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και των επενδυτικών κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου.

Ο καθηγητής Μπαζό υπολογίζει το κόστος μονάδας για τον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συγκρίνοντας τα έσοδά του με τον όγκο των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή «το πραγματικό κόστος της δημιουργίας και διατήρησης χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αξίας ενός ευρώ στη διάρκεια ενός χρόνου». Διαπίστωσε ότι εκτός Γαλλίας, όπου το κόστος μονάδας ήταν σταθερό, στις υπόλοιπες περιπτώσεις αυξήθηκε τα προηγούμενα 40 χρόνια. Το 2012, έρευνα του Τόμας Φίλιπον του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Με δεδομένα τα χαμηλά επιτόκια, αυτό το συμπέρασμα δεν προκαλεί έκπληξη. Παραδοσιακά οι τράπεζες αποδίδουν καλύτερα σε περιόδους υψηλών επιτοκίων, οπότε και μπορούν να αυξήσουν τα σπρεντ, χρεώνοντας περισσότερο τους δανειολήπτες, χωρίς να αποζημιώνουν στον ίδιο βαθμό και τους καταθέτες τους. Η μελέτη του Γκιγιόμ Μπαζό συνεισφέρει σημαντικά στη δημόσια συζήτηση για τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού κλάδου στη διεθνή οικονομία. Πώς δικαιολογούνται οι παχυλές απολαβές τραπεζιτών και διαχειριστών κεφαλαίων; Επειδή διαμορφώνουν ένα χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις εταιρείες με τη μορφή χαμηλών ομολογιακών αποδόσεων, θα μπορούσε κανείς να πει. Ωστόσο, οι χαμηλές αποδόσεις είναι κυρίως αποτέλεσμα της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας και του χαμηλού πληθωρισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή