Η απομυθοποίηση των κρατικών παρεμβάσεων

Η απομυθοποίηση των κρατικών παρεμβάσεων

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι πλέον γνωστό το παράδειγμα της σπασμένης τζαμαρίας, που αναπτύχθηκε το 1850 από τον F. Bastiat, έναν εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του γαλλικού κλασικού φιλελευθερισμού, ο οποίος με τρόπο παιδαγωγικό αλλά και διεισδυτικό ανέλυσε τις μη ορατές επιπτώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής.

Η σπασμένη τζαμαρία ενός εμπόρου, εξαιτίας μιας πράξης βανδαλισμού, θα τον εξαναγκάσει να την επιδιορθώσει, προσφέροντας έτσι εργασία σε κάποιον τεχνίτη, που και αυτός με τη σειρά του θα ξοδέψει το εισόδημα που απέκτησε από την αντικατάστασή της κάπου αλλού και ούτω καθεξής. Ακολουθώντας αυτόν τον εύκολο συλλογισμό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πράξη βανδαλισμού είχε ευεργετικά αποτελέσματα: αυξήθηκε η κυκλοφορία του χρήματος και ενισχύθηκε η απασχόληση.

Είναι, όμως, στην πραγματικότητα τα πράγματα έτσι;

«Οχι», απαντά ο Bastiat, διότι απλά επικεντρωνόμαστε μόνο σε ό,τι βλέπουμε. Δηλαδή στο ορατό μέρος του προβλήματος. Η σπασμένη τζαμαρία κρύβει, όμως, κι ένα μέρος μη ορατό. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Με την αντικατάσταση της τζαμαρίας, ο έμπορος καταγράφει μια απώλεια ίση με το εισόδημα που κέρδισε ο τεχνίτης και αυτό διότι η δαπάνη του εμπόρου για την αντικατάσταση της τζαμαρίας θα μπορούσε να είχε διοχετευθεί αλλού, στην αγορά π.χ. κάποιου καταναλωτικού αγαθού, διατηρώντας συγχρόνως την τζαμαρία του άθικτη.

Η πράξη βανδαλισμού στέρησε, λοιπόν, την οικονομία από ένα εισόδημα λόγω της ακύρωσης αγοράς του καταναλωτικού αγαθού. Αυτό ακριβώς είναι το μη ορατό μέρος για το οποίο, όμως, κανείς δεν ομιλεί, διότι πολύ απλά βλέπουμε μόνον τα δύο συναλλασσόμενα μέρη: τον έμπορο και τον τεχνίτη, παραλείποντας το δυνητικό τρίτο μέρος που είναι ο πωλητής του καταναλωτικού αγαθού. Η στοιχειώδης πλάνη της σπασμένης τζαμαρίας αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα που μας βοηθά να αποδείξουμε ότι η κρατική παρέμβαση έχει μια σειρά μη ορατών δευτερογενών δυσμενών επιπτώσεων, τις οποίες οι πολιτικοί εντέχνως αποκρύπτουν, για ευνόητους προφανώς λόγους, αρκούμενοι να παρουσιάζουν μόνον τα οφέλη αυτών των παρεμβάσεων. Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι παρεμβάσεις αυτές χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας, στην οποία, εθισμένοι πλέον, οι πολίτες υποκύπτουν μοιρολατρικά, με τους πολιτικούς να εκθειάζουν την αύξηση των κρατικών δαπανών που τις θεωρούν πανάκεια, ικανή να θεραπεύσει όλα τα οικονομικά προβλήματα.

Αν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η λύση βρίσκεται στην αύξησή τους. Αν υπάρχει ανεργία, αυτό οφείλεται στην ανεπαρκή ιδιωτική αγοραστική δύναμη. Και πάλι οι κρατικές δαπάνες θα δώσουν μεμιάς τη μαγική λύση.

Ποιες είναι, όμως, οι μακροπρόθεσμες μη ορατές επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, οι οποίες εντέχνως αποκρύπτονται; Δεν είναι άλλες από τον υπέρμετρο δανεισμό, ο οποίος δημιουργεί χρέος που, αργά ή γρήγορα, πρέπει να εξυπηρετηθεί. Και εξυπηρετείται από τις επόμενες γενιές, υποθηκεύοντας ουσιαστικά το μέλλον τους, το οποίο υποκριτικά διαλαλούμε ότι τους ανήκει.

Το μη ορατό μέρος των αποφάσεών τους δεν απασχολεί τους πολιτικούς. Τους απασχολεί μόνον το ορατό, το άμεσο, το εφήμερο. Αυτό, δηλαδή, που θα βοηθήσει στην επανεκλογή τους και στη διατήρηση των προνομίων τους, τόσο αυτών των ιδίων όσο και της εκλογικής τους πελατείας, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Ποιους όμως ενδιαφέρει; «Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί», απαντούν ειρωνικά όταν βρίσκονται προ αδιεξόδου.

Κανείς, όμως, δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει τι θα μπορούσαν να κάνουν οι φορολογούμενοι εάν είχαν τη δυνατότητα της ελεύθερης χρήσης των χρημάτων τους, τα οποία σήμερα τούς αποσπώνται μέσω της φορολογικής αφαίμαξης με τρόπο ληστρικό. Μήπως οι ανάγκες τους στην υγεία, στην παιδεία, στη σύνταξη θα καλύπτονταν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά, εάν οι πολίτες είχαν την ευθύνη των αποφάσεών τους –διότι μόνον αυτοί τις γνωρίζουν και όχι μια υπέρτατη οντότητα– απελευθερώνοντας συγχρόνως πόρους που ο κρατικός προϋπολογισμός είναι υποχρεωμένος τώρα να καταβάλει;

Περισσότερη οικονομική ελευθερία, μεγαλύτερη ατομική ευθύνη. Αυτό χρειαζόμαστε για να θεραπεύσουμε το άρρωστο κράτος και να περιορίσουμε τον αντιπαραγωγικό ρόλο του.

Ετσι θα ξεπεράσουμε τη χρόνια κακή συνήθεια, που συνίσταται στο ότι όλος ο κόσμος επιθυμεί να ζει εις βάρος του κράτους, ξεχνώντας, όμως, ότι το κράτος είναι εκείνο που ζει και αναπτύσσεται εις βάρος όλων μας.

* Ο κ. Μ. Αναλυτής είναι οικονομολόγος Ph.D, Πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή