Το εκκρεμές της οικονομικής σκέψης επιστρέφει στο κράτος

Το εκκρεμές της οικονομικής σκέψης επιστρέφει στο κράτος

13' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά τις 11 Σεπτεμβρίου το εκκρεμές της οικονομικής σκέψης φαίνεται να επανέρχεται από τη λογική της απόλυτης κυριαρχίας των αγορών και των ιδιωτικών συμφερόντων, που επικρατούσε την τελευταία δεκαετία, στην αποκατάσταση του ρόλου του κράτους ως εκφραστή του συλλογικού συμφέροντος. Μια τέτοια κίνηση τουλάχιστον διακρίνουν δύο σημαντικοί οικονομολόγοι: Ο βραβευμένος με το φετινό Νόμπελ καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια Τζόζεφ Στίγκλιτς, άλλοτε πρόεδρος των οικονομικών συμβούλων του προέδρου Κλίντον και επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Και ένας από τους ιδρυτές της θεωρητικής Σχολής της ρύθμισης, ο διευθυντής ερευνών στο CNRS, διευθυντής σπουδών στην EHESS (Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών), Ρομπέρ Μπουαγιέ, οικονομολόγος στο Κέντρο μελετών εφαρμοσμένης μαθηματικής οικονομίας Cepremap και μέλος του Συμβουλίου οικονομικής ανάλυσης του Γάλλου πρωθυπουργού. Ενα άλλο σενάριο τρόμου, που θα μπορούσε να προστεθεί σ’ αυτά που απασχολούν την επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες, υπαινίσσεται ο Τζόζεφ Στίγκλιτς. Παρουσιάζοντας την εντελώς παράλογη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης -επί Κλίντον- να ιδιωτικοποιήσει την εταιρεία εμπλουτισμού ουρανίου USEC, και τις συναλλαγές που επακολούθησαν με τον ρωσικό οργανισμό ΜΙΝΑΤΟΜ, ο οποίος διαθέτει προς ανακύκλωση παλιά σοβιετικά πυρηνικά βλήματα, μας αφήνει να φανταστούμε τι θα μπορούσε να συμβεί. Την υπόθεση αυτή, που ο Στίγκλιτς γνωρίζει από μέσα, καθώς είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει, την παραθέτει μαζί με άλλες, επίσης παράλογες κυβερνητικές αποφάσεις πρόταξης ιδιωτικών συμφερόντων εις βάρος των συλλογικών, για να τις αντιδιαστείλει στο ενισχυμένο αίσθημα κοινότητας στις ΗΠΑ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, που οδηγεί σε μιαν αναγκαία από καιρό, όπως πρεσβεύει, αναθεώρηση του ρόλου της κυβέρνησης.

Ανάλογο είναι το συμπέρασμα του Ρομπέρ Μπουαγιέ. Τα τραγικά συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου επέβαλαν να ξαναανακαλυφθεί ότι μόνον η εθνική αλληλεγγύη μπορεί να καλύψει τέτοιους κινδύνους, η οικονομική πολιτική του προέδρου Μπους αντιστρέφεται και γίνεται κεϊνσιανή στήριξη της ζήτησης, γίνεται αντιληπτό ότι αν αφεθούν μόνες τους οι χρηματοοικονομικές αγορές μπορούν να οδηγήσουν στη διάλυση, καθώς ήδη είχε διαψευσθεί το ιδεολόγημα της νέας οικονομίας ότι είχε επέλθει το τέλος των κρίσεων. Η ιδεολογία νικήθηκε από την ανάγκη να διαφυλαχθεί η συλλογική ζωή και το κράτος φαίνεται να είναι ο φορέας ενός σύγχρονου καπιταλισμού, διαπιστώνει. Διότι το ζευγάρι αγορά-κράτος έχει φτιαχτεί για να διαρκέσει πολύν καιρό με σχηματισμούς που δεν μπορούν να οδηγήσουν στη νίκη του ενός πάνω στο άλλο, καταλήγει.

Τα φετινά βραβεία Νόμπελ Οικονομίας στον Στίγκλιτς και στους Τζορτζ Ακερλοφ και Μάικλ Σπενς για την έρευνά τους στην ασύμμετρη πληροφόρηση συνιστούν άλλωστε αναγνώριση μιας ανάλυσης των ελλείψεων της αγοράς που προσφέρει στέρεα μικροοικονομικά θεμέλια στην κεϊνσιανή μακροοικονομία, όπως παρατηρεί ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Ορλεάνης Ζαν-Πολ Πολέν.

Στο περιθώριο οι φονταμενταλιστές της αγοράς

Του Τζόζεφ Στίγκλιτς

Καθώς έχουν περάσει ήδη εβδομάδες από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, οι Αμερικανοί διατηρούν έναν βαθμό ανησυχίας που δεν είχαν νιώσει από τις χειρότερες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου, όπως ήταν η κρίση των πυραύλων ή ο αποκλεισμός του Βερολίνου. Η οικονομία της χώρας πέρασε από την επιβράδυνση σε ανοικτή ύφεση. Οι Αμερικανοί επανεξετάζουν την ορθότητα της μονομερούς τους προσέγγισης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Πέρα από τις αλλαγές αυτές, δύο ακόμα είναι ίσως εξίσου βαθιές στις επιπτώσεις τους. Στις ΗΠΑ υπάρχει σήμερα ένα ισχυρότερο αίσθημα κοινότητας, μια μεγαλύτερη αίσθηση κοινωνικής συνοχής παρόσο εδώ και χρόνια, ή και δεκαετίες. Αυτό οδηγεί σε μιαν αναθεώρηση του ρόλου της κυβέρνησης, κάτι που έπρεπε να έχει γίνει από πολύ καιρό. Η υπερηφάνεια για τους πυροσβέστες και τους αστυνομικούς μας, η αναγνώριση της αυτοθυσίας τους, είναι πλατιά και βαθιά. Εντείνεται η αίσθηση ότι ίσως να σφάλαμε, δίνοντας υπερβολική έμφαση στα εγωιστικά υλικά συμφέροντα, πολύ λίγη στα συλλογικά.

Κοιτώντας προς τα πίσω, μερικά πράγματα που έκαναν οι κυβερνήσεις Μπους και Κλίντον, ακούγοντας τους φονταμενταλιστές της αγοράς όλου του κόσμου (οι οποίοι τα πήγαιναν ακόμα μακρύτερα), φαίνονται ιδιαίτερα παράλογα. Δεν είχε νόημα να «ιδιωτικοποιηθεί» μια ζωτική περιοχή δημοσίου συμφέροντος όπως η ασφάλεια στα αεροδρόμια. Οι χαμηλοί μισθοί που χορηγούνταν στους πράκτορες της ιδιωτικής ασφάλειας έφεραν μεγάλα κέρδη. Οι αεροπορικές εταιρείες και τα αεροδρόμια κέρδισαν βραχυπρόθεσμα, αλλά τόσο αυτές όσο και ο αμερικανικός λαός τελικά έχασαν, όπως γνωρίζουμε σήμερα με φρίκη.

Δεν είχε νόημα ο υπουργός Οικονομικών του προέδρου Μπους Πολ Ο’ Νιλ να απορρίψει τη συμφωνία για το ξέπλυμα χρήματος του ΟΟΣΑ. Είναι αδιάφορο τι επικαλέσθηκε ο Ο’ Νιλ, το αληθινό κίνητρο της άρνησής του ήταν φανερό: η προστασία χρηματοοικονομικών συμφερόντων. Οι offshore τράπεζες δεν είναι ένα ατύχημα. Υπάρχουν, επειδή η Ουόλ Στριτ και τα άλλα χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου ήθελαν ασφαλή καταφύγια, έξω από ρυθμίσεις και φορολογίες. Στο θέμα αυτό και τα δύο κόμματα στάθηκαν υποκριτικά: όσο οι ΗΠΑ απαιτούσαν διαφάνεια στις αναδυόμενες αγορές μετά την κρίση της Ανατολικής Ασίας, ο Λάρι Σάμερς (ο τελευταίος υπουργός Οικονομικών του προέδρου Κλίντον) και ο Ο’ Νιλ ένωναν τις δυνάμεις τους για να προστατεύσουν τις offshore τράπεζες και για να υπερασπισθούν τα κεφάλαιά τους.

Αλλες ενέργειες που προωθήθηκαν μυστικά, ή σχεδόν χωρίς δημόσια συζήτηση, είναι εξίσου ανησυχητικές. Το 1997 ιδιωτικοποιήθηκε η USEC, η Αμερικανική Εταιρεία Εμπλουτισμού. Λίγοι μόνο γνωρίζουν τι βρίσκεται πίσω από αυτήν την αθώα ονομασία: η USEC εμπλουτίζει ουράνιο για να κατασκευάσει το κύριο συστατικό υλικό τόσο των ατομικών βομβών όσο και των πυρηνικών σταθμών. Είχε επίσης την ευθύνη να εξάγει από τη Ρωσία πυρηνικό υλικό των παλιών σοβιετικών πυραύλων για να το μετατρέπει σε εμπλουτισμένο ουράνιο για τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, μια αυθεντική πρωτοβουλία «σπαθιά για αλέτρια».

Αλλά ιδιωτικοποιούμενη, η USEC μπορεί να είχε το κίνητρο να κρατήσει το υλικό μακριά από τις αμερικανικές αγορές, αφού τα ρωσικά υλικά έριχναν τις τιμές και τα κέρδη. Ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων αντιλήφθηκα τον τεράστιο κίνδυνο να παραμείνει το υλικό στη Ρωσία και ότι μπορούσε να σημάνει τη σοβαρότερη απειλή πυρηνικής διάδοσης. Διότι ο πειρασμός των ιδιωτικών επιχειρήσεων να βάζουν τα κέρδη πάνω από το συλλογικό συμφέρον είναι περίπου ακατανίκητος.

Δεν είχε νόημα να ιδιωτικοποιηθεί η USEC και να εκτεθούν οι διοικούντες την εταιρεία σε αυτόν τον πειρασμό. Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν (νωρίτερα και πολύ χειρότερα απ’ όσο περίμενα). Ανακαλύψαμε μια μυστική συμφωνία μεταξύ της USEC και του ΜΙΝΑΤΟΜ (του ρωσικού οργανισμού που διαχειρίζεται τα πυρηνικά υλικά), μέσω της οποίας, ως απάντηση σε μια προσφορά των Ρώσων να στείλουν περισσότερο πυρηνικό υλικό στις ΗΠΑ, η USEC είπε «Οχι, όχι, ευχαριστούμε» και επιπλέον πλήρωσε 50 εκατομμύρια δολάρια ως δωροδοκία, για να μην κοινοποιήσουν οι Ρώσοι την προσφορά τους.

Επανειλημμένα η USEC επιχείρησε να εκβιάσει τους Αμερικανούς φορολογούμενους, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να φέρνει το ρωσικό υλικό στις ΗΠΑ αν δεν τις δίνονταν περισσότερα χρήματα. Πώς μπόρεσε η κυβέρνηση να κάνει αυτήν την ιδιωτικοποίηση, που από κάθε άποψη ήταν παράλογη; Οσο κι αν επέδρασε η ιδεολογία των ιδιωτικοποιήσεων, και τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα έπαιξαν τον ρόλο τους: η επιχείρηση της Ουόλ Στριτ που ανέλαβε την ιδιωτικοποίηση άσκησε έντονες πιέσεις και πέτυχε μεγάλα κέρδη.

Για άλλη μια φορά το υπουργείο Οικονομικών (ο Σάμερς και ο Ρόμπερτ Ρούμπιν) έθεσαν τα συμφέροντα της Ουόλ Στριτ πάνω από το εθνικό συμφέρον. Η όρεξη για πρόσθετα δισεκατομμύρια δολάρια έσοδα στον προϋπολογισμό (ακόμα και αν θα μειώνονταν τα επόμενα χρόνια) σφράγισε τη συμφωνία. Εν όψει των τεράστιων πλεονασμάτων, αυτή η δημοσιονομική μυωπία είναι τώρα ιδιαίτερα παράλογη. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του θλιβερού επισοδίου ωστόσο έγινε γνωστό. Το Κογκρέσο ανησύχησε, δικαιολογημένα, με την ανάθεση του ελέγχου της πυρηνικής παραγωγής σε μια επιχείρηση με ασθενείς χρηματοοικονομικές βάσεις και απαίτησε μια βεβαίωση από το υπουργείο Οικονομικών, ενώ έχουν ακουστεί και σκέψεις για την ανάγκη επανεθνικοποίησης.

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό σήμερα είναι ότι οι συνέπειες αυτής της απόφασης της αμερικανικής κυβέρνησης, που πάρθηκε κατά μεγάλο μέρος εν κρυπτώ, πάνε πολύ πέρα από την Ουόλ Στριτ, πολύ πέρα από τις ΗΠΑ: αφορούν ολόκληρο τον κόσμο Οι ΗΠΑ ήταν ο κήρυκας της παγκοσμιοποίησης, αλλά πρέπει σήμερα να αναγνωρίσουν ότι με την παγκοσμιοποίηση έρχεται η αλληλεξάρτηση, και με την αλληλεξάρτηση έρχεται η ανάγκη να λαμβάνονται συλλογικές αποφάσεις σε όλους τους τομείς που μας αφορούν συλλογικά.

Δημοσιεύθηκε στην El Ρais

στις 11.10.2001.

«Το ζεύγος ιδιωτικό- δημόσιο έγινε για να διαρκέσει»

– Απέναντι στην κρίση και στις συνέπειες των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, οι βιομηχανικές χώρες με τις ΗΠΑ επικεφαλής προσφεύγουν στην παρέμβαση του κράτους και στη δημόσια δαπάνη. Τι σκέπτεσθε γι’ αυτές τις εξαρθρώσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού;

– Σε όλη τη διάρκεια της εκλογικής του καμπάνιας, ο Τζορτζ Μπους είχε οικοδομήσει τον οικονομικό του λόγο πάνω στην ανάγκη επανόδου σε περισσότερη αγορά, μηχανισμός που θεωρείται ο πιο βασικός του συστήματος. Αλλά μετά τα τραγικά συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου οι Ρεπουμπλικανοί αναγνωρίζουν τα όρια της αγοράς και του ιδιωτικού. Γίνεται αντιληπτό ότι η ιδιωτική ασφάλιση δεν μπορεί να ασφαλίζει τις ζημίες που προκαλεί ένα μπόινγκ που συντρίβεται στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν. Δεν πρόκειται ούτε για μια ενέργεια πολέμου καθαυτή, ούτε για ένα ατύχημα των αεροπορικών συγκοινωνιών. Αμέσως παρεμβαίνουν τα λόμπι, όπως έπραξαν και στην Ιαπωνία μετά τον σεισμό του Κόμπε, ώστε οι ασφαλιστικές εταιρείες να καλυφθούν και να επιχορηγηθούν γι’ αυτόν τον συστημικό κίνδυνο. Επανανακαλύπτεται τώρα ότι μόνον η εθνική αλληλεγγύη πρέπει και μπορεί να αποζημιώσει ένα μείζονα κίνδυνο τέτοιου τύπου. Το ίδιο και με τις αεροπορικές εταιρείες. Το υπερβάλλον δυναμικό τους, σύμφωνα με ένα σουμπετεριανό συλλογισμό, θα έπρεπε κατά συνέπεια να προσαρμοσθεί. Αλλά και εκεί το ομοσπονδιακό κράτος παρεμβαίνει για να αποτρέψει τον πανικό και την αλυσσιδωτή χρεοκοπία των εταιρειών.

Τέλος, διαπιστώνουμε ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές, οι οποίες πράγματι κατηύθυναν τη νέα οικονομία, μπορούν να οδηγήσουν στον χειρότερο καταστροφισμό. Αν αφεθεί η αγορά στον εαυτό της κινδυνεύει να διαλυθεί. Είναι αυτό που έλεγε ο Κέινς στην εποχή του… Η διαφώτιση των προοπτικών για το μέλλον γίνεται βασικό καθήκον των δημοσίων αρχών. Αυτό έκανε, απολύτως λογικά, η κυβέρνηση Μπους.

Ετσι, η ελάφρυνση της φορολογίας, που το 2000 αποτελούσε στοιχείο μιας πολιτικής της προσφοράς, γίνεται το 2001 στοιχείο της κεϊνσιανής ανάκαμψης στην κυριολεξία. Στην πραγματικότητα από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν οι ΗΠΑ έχουν ασκήσει κατά καιρούς κεϊνσιανές πολιτικές, χωρίς να το λένε. Το καινούργιο σήμερα είναι ότι οι Αμερικανοί ανακαλύπτουν ότι η πολιτική της ζήτησης έρχεται να ολοκληρώσει τη δράση στα κίνητρα και την προσφορά.

– Δεν είναι ένα από τα μαθήματα της ιστορίας της οικονομίας;

– Για τους φιλελεύθερους, αν το κράτος παρενέβαινε με αυτόν τον τρόπο για να στηρίξει τμήματα ολόκληρα της οικονομίας, αυτό θα οφειλόταν μόνο στη δράση των ομάδων πίεσης. Αν ξαναδούμε τις περιόδους ανάδυσης του κράτους, η ιστορική εμπειρία μας δίνει μια διαφορετική θεώρηση. Χωρίςτον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσέγγιση δημόσιου και ιδιωτικού, οι ΗΠΑ δεν θα είχαν γνωρίσει την ακμή της πεντηκονταετίας που ακολούθησε. Οι μεγάλοι πόλεμοι ήσαν η μήτρα των αλλαγών του καπιταλισμού. Πράγματι, οι βαθιές οικονομικές μεταρρυθμίσεις βασίζονται σε ένα ισχυρό αίσθημα εθνικής ταυτότητας και αλληλεγγύης. Η εθνική ταυτότητα λειτουργεί μέσω της φορολογικής αλληλεγγύης.

Το άλλο στοιχείο είναι ότι η ιδιότητα του πολίτη καταλήγει να αντιδρά στην αγορά και την οικονομία. Οι πολίτες δεν είναι μόνον homo economicus. Οι πολιτικές συμπεριφορές μεταβάλλονται. Οι ΗΠΑ είχαν μπλοκάρει πριν απ’ο τρεις μήνες τα κείμενα που απέβλεπαν στην επιβολή κυρώσεων στους φορολογικούς παραδείσους. Τελικά ο κ. Μπιν Λάντεν θα τις έχει πείσει άθελά του ότι ήταν εφικτή και ότι έπρεπε να γίνει… Η 11η Σεπτεμβρίου θα έχει επιπτώσεις πολύ πέρα από την κλασική γεωπολιτική ατζέντα. Η επιστροφή του κράτους για να αναλάβει βασικές οικονομικές, κοινωνικές και κοινωνικοπολιτικές λειτουργίες έχει ξεκινήσει. Η ιδεολογία νικήθηκε από την ανάγκη να διαφυλαχθεί η συλλογική ζωή και το κράτος φαίνεται να είναι ο φορέας ενός σύγχρονου καπιταλισμού.

– Τι ερμηνεία μπορεί να δώσει σε αυτό το νέο πλαίσιο η Σχολή της ρύθμισης, της οποίας είστε ένας από τους ιδρυτές;

– Ο καπιταλισμός εξελίσσεται μέσα από τις κρίσεις του. Στη θεώρηση της νέας οικονομίας οι κρίσεις είχαν εξαφανισθεί. Από τον Μάρτιο του 2000 οι κρίσεις είναι παντού. Σε μία ρυθμιστική οπτική μια κρίση παρεμβαίνει, όταν οι οικονομικοί μηχανισμοί που είναι σε λειτουργία, ωθούμενοι από τους θεσμούς που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, δεν κατορθώνουν πια να σταθεροποιήσουν τις ανισορροπίες της συσσώρευσης. Αυτό δείχνει η αμερικανική οικονομία τώρα. Είναι μια κρίση ρύθμισης γιατί απαιτείται μια ογκώδης και πολύμορφη δημόσια παρέμβαση για να ανακόψει τους κινδύνους της ύφεσης (recession), ή και της βαθιάς ύφεσης (depression). Ξαφνικά ξαναβρίσκουμε την ιδέα ότι κάποια μορφή δημόσιας παρέμβασης συγκροτεί μια οικονομία της αγοράς. Λάθος θα ήταν να κάνουμε σύγχυση ανάμεσα σε μια μορφή κράτους και στο κράτος εν γένει. Το αμερικανικό κράτος δεν στερείται μέσων. Διαθέτει ενεργό φορολογική πολιτική και μια ορισμένη ικανότητα να ρυθμίζει προβλήματα που ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να επιλύσει από μόνος του.

Το κράτος είναι «παρών» για να ασκεί ισχυρή αντικυκλική πολιτική. Το ζευγάρι αγορά-κράτος έχει φτιαχτεί για να διαρκέσει πολύ καιρό με σχηματισμούς που δεν μπορούν να οδηγήσουν στη νίκη του ενός πάνω στο άλλο. Η οικονομική σκέψη υποβάλλεται τακτικά σε μεγάλες κινήσεις εκκρεμούς. Ισως η δεκαετία του 2000 να σημαίνει την επιστροφή σε μια πιο πραγματιστική, και επομένως ισορροπημένη, οπτική.

Δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 9.10.2001

Μικροοικονομικά θεμέλια στην κεϊνσιανή μακροοικονομία

Του Ζαν-Πολ Πολέν

Χορηγώντας το βραβείο της οικονομίας στους Τζορτζ Ακερλοφ, Μάικλ Σπενς και Τζόζεφ Στίγκλιτς, η επιτροπή Νόμπελ υπογράμμισε πόσο η αναθεώρηση μιας και μόνο υπόθεσης -της συμμετρίας στην πληροφόρηση μεταξύ των οικονομικών φορέων- εμπλούτισε τη θεωρία και επέτρεψε την κατανόηση πολλαπλών φαινομένων που ώς τότε δεν μπορούσαν να εξηγηθούν επαρκώς.

Το βασικό άρθρο του Ακερλοφ που δημοσιεύθηκε το 1970 (The market for lemons: quality uncertainty and the market mechanism στο Quarterly Journal of Economics), δείχνει ότι όταν σε μια αγορά ο ένας από τους συναλλασσομένους, συνήθως ο προσφέρων, διαθέτει πλεονεκτική πληροφόρηση, η συναλλαγή μπορεί να γίνει αδύνατη. Πράγματι, όταν ο αγοραστής δεν γνωρίζει το σύνολο των στοιχείων που θα τον διαφώτιζαν για μια συγκεκριμένη τιμή -όπως στα προϊόντα όπου δεν προσδιορίζεται ακριβώς η ποιότητα, π.χ. στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα- οι συναλλαγές τείνουν να πραγματοποιούνται σε μια μέση τιμή. Αλλά τότε οι πωλητές προϊόντων καλύτερης ποιότητας αρνούνται να πουλήσουν στην τιμή αυτή και αποσύρονται από την αγορά. Οπότε πέφτει η μέση ποιότητα, άρα και η τιμή, και αποσύρονται και πάλι ορισμένοι πωλητές… Οριακά η αγορά εξαφανίζεται. Σαν τα προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας να εκτόπιζαν τα ποιοτικά καλύτερα: πρόκειται για το φαινόμενο της «ενάντιας επιλογής».

Αυτό το σχήμα έχει εφαρμογή σε πολλές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και ιδίως στην αγορά εργασίας. Αλλά προπάντων στη χρηματοοικονομία η υπόθεση της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση φάνηκε γόνιμη. Γιατί είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο δανειζόμενος γνωρίζει πάντα περισσότερα από το δανειστή για τη χρήση που προτίθεται να κάνει των πόρων που ζητά, για την αποδοτικότητα και τους κινδύνους των σχεδίων του. Ομοια, και ο ασφαλιζόμενος γνωρίζει καταρχήν καλύτερα από τον ασφαλιστή του τους κινδύνους που διατρέχει και που θα αναλάβει. Ολη η θεωρία των χρηματοοικονομικών συμβολαίων έγκειται στην εύρεση όρων που να επιτρέπουν την πραγματοποίηση συναλλαγών σε συνθήκες ασυμμετρίας.

Στο πρόβλημα αυτό υπάρχουν λύσεις. Η πρώτη συνίσταται στη μελέτη των δυνατοτήτων αξιόπιστης σήμανσης. Αυτή η θεωρία αποτελεί τη μείζονα συμβολή του Σπενς (Job market signaling, QJE 1973, και Market signaling, HUP 1974) στην αγορά εργασίας, για τη συσχέτιση μόρφωσης, παραγωγικότητας και μισθού, και στις πολιτικές χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όπου οι αποφάσεις για τα μερίσματα ή για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση που λαμβάνουν οι εταιρείες χρησιμεύουν για την πληροφόρηση ως προς την αποδοτικότητα ή το βαθμό κινδύνου τους. Οι επιλογές αυτές, που έχουν διαφορετικό κόστος κατά επιχείρηση, τους επιτρέπουν να διαφοροποιούνται.

Μια συγγενής λύση έγκειται στην προσφορά ενός φάσματος συμβολαίων όπου οι ενδιαφερόμενοι αποκαλύπτονται ανάλογα με τις επιλογές τους. Η ιδέα αυτή ήταν από τις βάσεις της οικονομίας της ασφάλισης που ανέπτυξαν οι Ρότσιλντ και Στίγκλιτς (Equilibrium icompetitive insurance markets: aessay othe economics of imperfect information, QJE, 1976). Η υπόθεση της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση επέτρεψε ταυτόχρονα να εξηγηθούν καλύτερα οι συμπεριφορές και να σχεδιασθεί καλύτερα η ρύθμιση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Αλλά και να τεθεί το ερώτημα για την καλύτερη διαχείριση των επιχειρήσεων και να κατανοηθεί η λογική των συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Αυτή η ανάλυση των ελλείψεων της αγοράς προσφέρει στέρεα μικροοικονομικά θεμέλια στην κεϊνσιανή μακροοικονομία. Ο Στίγκλιτς την είδε ως πηγή για μιαν αναγέννηση του μετακεϊνσιανού ρεύματος. Στο διάσημο άρθρο του με τον Βάις για την κατανομή των πιστώσεων καταδείχθηκε επίσης ότι οι τράπεζες έχουν συμφέρον, για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο ενάντιας επιλογής, να μην εξυπηρετούν ολόκληρη τη ζήτηση χρηματοδότησης που δέχονται (Credit rationing imarkets with imperfect information, AmericaEconomic Review, 1981).

Ο χειρισμός του επιτοκίου δεν μπορεί πλέον να συμβιβάσει τις προτιμήσεις προσφερόντων και ζητούντων. Στις συνθήκες αυτές η απελευθέρωση, που καθιστά τις αγορές πιο ρευστές ή τις τιμές πιο ευέλικτες, δεν οδηγεί στην αποκατάσταση της γενικής ισορροπίας στην οικονομία. Ο Στίγκλιτς μάλιστα προσπάθησε να αποδείξει ότι η χρηματοοικονομική απελευθέρωση, καθώς αποσταθεροποιεί τα πιστωτικά ιδρύματα, μπορεί να γίνει αντιπαραγωγική. Συντομευμένη απόδοση άρθρου που δημοσιεύθηκε στη Le Monde στις 16.10.2001.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή