Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος οι Ευρωπαίοι πολιτικοί

Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος οι Ευρωπαίοι πολιτικοί

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ. Κάλλιο αργά παρά ποτέ φαίνεται ότι λένε οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, οι οποίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα του συνταξιοδοτικού τους συστήματος? ενός συστήματος, το οποίο βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Ωστόσο, εάν και αυτοί τελικώς επείσθησαν, δεν ισχύει το ίδιο και για τους ψηφοφόρους τους. «Δεν βρισκόμαστε πλέον στο στάδιο της άρνησης, αλλά ακόμα δεν έχει γίνει κατανοητή η ανάγκη μεταρρυθμίσεων», παρατηρεί η Μόνικα Κουέσερ, ειδική επί των συντάξεων στον ΟΟΣΑ. «Από την άλλη πλευρά, πάντως, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί σειρά ετών το μόνο που συνέβαινε ήταν η άρνηση, αφού οι κυβερνήσεις προσεύχονταν για μια ουρανόπεμπτη και ανώδυνη λύση». Εφέτος η Γαλλία και η Αυστρία αποφάσισαν να έλθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, το οποίο συνδυάζεται με τη μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Πρόκειται για μια σημαντική μάχη στο πλαίσιο της εκστρατείας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να αναθερμάνουν την ανάπτυξη, χωρίς να αγγίξουν το κοινωνικό κράτος.

Στη γηραιά ήπειρο οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, κάνουν λιγότερα παιδιά και συνταξιοδοτούνται νωρίτερα, με αποτέλεσμα ένα ολοένα μειούμενο εργατικό δυναμικό να χρηματοδοτεί ένα απλόχερο συνταξιοδοτικό σύστημα. Σήμερα εργάζονται τέσσερα άτομα για να καλύψουν τη σύνταξη ενός ατόμου 65 ετών και άνω, ενώ το 2050 η αναλογία θα έχει μετατραπεί εις βάρος των νέων εργαζομένων στο 2 προς 1. Κατά συνέπεια, είτε τα συνταξιοδοτικά συστήματα θα αποβούν πλέον λιγότερο γενναιόδωρα, με τους εργαζομένους να παρατείνουν την παραγωγική τους ηλικία και να απολαμβάνουν μικρότερες συντάξεις, είτε θα χρεοκοπήσουν. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αδυναμία των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα σημαίνει ότι μέσα στην προσεχή πεντηκονταετία το ΑΕΠ της Ευρώπης θα μειωθεί κατά 20%.

H οικονομολόγος Ελγκα Μαρτς της MorgaStanley στο Λονδίνο επισημαίνει ότι «από οικονομική άποψη το σημαντικό θέμα είναι η ανάπτυξη, εφόσον μόνο η ανάπτυξη θα συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος». Από πολιτική άποψη αφορά την αναδιανομή των προνομίων μεταξύ των γενεών, κάτι το οποίο είναι δύσκολο σε μια δημοκρατία. Πρόκειται για ένα επιχείρημα μετά δυσκολίας αποδεκτό από τους ψηφοφόρους, οι οποίοι πλησιάζουν το όριο συνταξιοδότησης και κάθε χρόνο αυξάνονται. Πάντως, στην Αυστρία με το ιδιαίτερα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα και παρά τις μεγαλύτερες απεργίες, που γνώρισε η χώρα μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση εν τέλει κατόρθωσε να λάβει την έγκριση του κοινοβουλίου για τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, που σχεδίασε, αν και αυτές υπέστησαν πολλές τροποποιήσεις συγκριτικά με το αρχικό σχέδιο.

Σε αντίστοιχη αντιμετώπιση προσβλέπει και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιερ Ραφαρέν, ο οποίος προωθεί με επιμονή τις μεταρρυθμίσεις του στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο, οι επικριτές της ισχυρίζονται ότι τα προτεινόμενα μέτρα απλώς ισοδυναμούν με πίστωση χρόνου και δεν προχωρούν αρκετά εις βάθος ειδικά στη Γαλλία, όπου η υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει το 60ό έτος έναντι του 65ου σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Αυτά που βλέπουμε είναι περισσότερα από όσα ως απαισιόδοξοι θα είχαμε ελπίσει, αλλά πολύ λιγότερα από όσα χρειάζεται να υλοποιηθούν, ούτως ώστε τα ευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά συστήματα να αποκτήσουν οικονομική βιωσιμότητα», παρατηρεί ο καθηγητής Μπερντ Μάριν, εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνών Κοινωνικής Πρόνοιας στη Βιέννη. «Το ποτήρι είναι κατά το ένα τέταρτο γεμάτο και κατά τα τρία τέταρτα άδειο. Μπορεί σιγάσιγά να γεμίσει, αλλά θα περάσουν πολλά χρόνια».

Πάντως, ένας από τους παράγοντες που εμπόδισαν την ενίσχυση και ανάπτυξη των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών σχημάτων ήταν και η αποδυνάμωση των χρηματιστηριακών δεικτών μετά τη διάλυση της «φούσκας» των μετοχών υψηλής τεχνολογίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στα χρηματοδοτούμενα συνταξιοδοτικά προγράμματα, τα οποία προωθεί η Βρετανία και πολλές άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα ήθελαν να στρέψουν τους πολίτες τους προς αυτά. Στη Γερμανία ξεκίνησαν οι πρώτες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό το 2001, αλλά ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται στο ότι χρειάζονται πολύ περισσότερες. Στη δε Ιταλία ο πληθυσμός γηράσκει με τους ταχύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη, ενώ η χώρα εμφανίζει και τις υψηλότερες συνταξιοδοτικές δαπάνες στον βιομηχανικό κόσμο, οι οποίες φθάνουν το 14% του ΑΕΠ. O πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι εκτιμά ότι η αναμόρφωση του συναταξιοδοτικού συστήματος είναι μία από τις προτεραιότητές του, εφόσον, όπως ο ίδιος δήλωσε, εάν δεν το κάνει, το οικοδόμημα θα καταρρεύσει. Βέβαια, ο κ. Μπερλουσκόνι θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του και τα εργατικά συνδικάτα της χώρας του, τα οποία και ισχυρά είναι και στις μεταρρυθμίσεις αντιτάσσονται.

Οπως εν κατακλείδι υπογράμμισε η ειδική επί των συντάξεων του ΟΟΣΑ, Μόνικα Κουέσερ, «στο παρελθόν οι πολιτικοί προσέβλεπαν σε μία λύση-πανάκεια, όπως η μετανάστευση, η υψηλότερη παραγωγικότητα και η αύξηση των εργαζομένων γυναικών? τίποτε, όμως, από αυτά δεν μπορεί να λύσει δραστικά το πρόβλημα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή