ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ

2' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι τιμές στην Ελλάδα δεν είναι χαμηλές? τουλάχιστον δεν είναι χαμηλές σε σχέση με το εισόδημα που παράγεται επισήμως στη χώρα. H εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα τελευταία στατιστικά στοιχεία που εξέδωσε ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία, η Πορτογαλία είναι η φθηνότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με δεύτερη την Ελλάδα. Οπως φαίνεται και από τον πίνακα οι υπό ένταξη στην E.E. χώρες έχουν χαμηλότερες τιμές από την Ελλάδα και οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία πολύ υψηλότερες.

Η ίδια εικόνα προκύπτει και από τη σύγκριση του επιπέδου τιμών σε σχέση με το ΑΕΠ κάθε χώρας, δηλαδή την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος. Αν θεωρηθεί το σύνολο των 30 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ ως βάση (100) η Ελλάδα (το 2002) βρίσκεται στο 77, ενώ η Γερμανία στο 99, η Γαλλία 95, η Ιταλία 84.

Αποδεικνύεται ότι στην ελληνική οικονομία έχει σχεδόν επιτευχθεί η σύγκλιση όσον αφορά στις τιμές. H διαφορά των τιμών από τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες είναι ελάχιστη και σαφώς μικρότερη απ’ ό,τι δικαιολογεί η διαφορά εισοδήματος. Το μοναδικό επίτευγμα στην ελληνική περίπτωση είναι πως με πολύ μικρότερο εισόδημα, οι κάτοικοι πληρώνουν «ευρωπαϊκές» τιμές. Για παράδειγμα, οι τιμές στην Ιταλία είναι μόλις 7% περίπου υψηλότερες από την Ελλάδα, ενώ το μέσο εισόδημα είναι περίπου 30% μεγαλύτερο.

Μια πρώτη εξήγηση του φαινομένου είναι ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλο, που δημιουργεί εισοδήματα τα οποία δεν καταγράφονται στο επίσημο ΑΕΠ, άρα υπάρχει εισόδημα που στηρίζει την άνοδο των τιμών. Βέβαια, παραοικονομία υπάρχει στην Ιταλία αλλά και σε άλλες χώρες και συνεπώς το επιχείρημα αυτό, παρ’ ότι ισχύει, δεν επαρκεί για την πλήρη αιτιολόγηση του φαινομένου. Ούτε το μεγάλο έλλειμμα του Δημοσίου και η υψηλή νομισματική κυκλοφορία μπορούν να δώσουν πειστική εξήγηση για τη σύγκλιση τιμών αντί των εισοδημάτων στην Ευρωζώνη.

Τα αίτια πρέπει να είναι βαθύτερα και διαρθρωτικά. H χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, συνολικά, προσθέτει επιπλέον κόστος στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Το αφανές κόστος μετακυλίεται στην κατανάλωση και συνολικά η αγορά μαθαίνει να λειτουργεί σε υψηλότερες τιμές. Αλλωστε, πολλές γενιές επιχειρηματιών και στελεχών τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα έχουν μεγαλώσει με τη στρατηγική αυτή. Πωλούν ακριβότερα για να επιβιώσουν, πωλούν ακριβότερα για να επεκταθούν, πωλούν ακριβότερα για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους.

Ταυτόχρονα, ίσως και συνδεδεμένο με την πρακτική αυτή, είναι το καθεστώς ολιγοπωλίων που λειτουργούν σε πολλούς τομείς. Πέρα από τις περιπτώσεις πλήρους μονοπωλίου σε ορισμένους κλάδους, με ακραίο παράδειγμα την μπίρα, σε πολλούς τομείς επικρατούν ολιγοπώλια που μόνον στις τιμές δεν έχουν λόγο να ανταγωνίζονται. Στα τρόφιμα, το μεγάλο χονδρικό εμπόριο αποτελείται από επιχειρήσεις που πέρα από την εγχώρια παραγωγή διακινούν και την εισαγόμενη, άρα δεν έχουν συμφέρον να ρίξουν τις τιμές με εισαγωγές. Απλώς καλύπτουν την ανεπάρκεια όταν παρατηρείται για εποχικούς λόγους.

Ακόμα όμως και στη λιανική όπου ο ανταγωνισμός εμφανίζεται εντονότερος, πρόκειται για οφθαλμαπάτη! Οι επιχειρήσεις που πωλούν ρούχα, έπιπλα, ακόμα και ηλεκτρικές συσκευές, προβάλλουν ελκυστικές τιμές για να προσελκύσουν πελατεία αλλά στην πραγματικότητα δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο. Προμηθεύονται προϊόντα από ίδιες ή παραπλήσιες πηγές, έχουν παρόμοιο τρόπο οργάνωσης, πληρώνουν σχεδόν τα ίδια ποσά για μισθούς και (φυσικά) φόρους. Δεν είναι έκπληξη ότι παραμένουν σε παρόμοια επίπεδα τιμών, ανταγωνιζόμενοι με «καθρεφτάκια», ειδικές εκπτώσεις και δώρα, με τα οποία προσπαθούν να προσελκύσουν πελατεία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή