Σε τι διαφέρουμε από τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες

Σε τι διαφέρουμε από τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π.Υ.Γ. (Πρωθυστερόγραφο): H στήλη αισθάνεται τύψεις για το γεγονός ότι έκανε αλλεπάλληλες κοπάνες το καλοκαίρι (και θα κάνει κι άλλες) από το καθιερωμένο κυριακάτικο ραντεβού. Γι’ αυτό αποφάσισε να αποζημιώσει όσους αναγνώστες – παραθεριστές ή μη- δεν αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν ως αυτοσχέδιο αλεξήλιο την εφημερίδα, με διπλή προσφορά – δύο σε ένα κείμενα.

Με τη Βέρα, την κόρη μου, νομίζω ότι έχετε συστηθεί μέσω αυτής της στήλης, που και τα περασμένα καλοκαίρια κινδύνεψε να θεωρηθεί οικογενειακής χρήσεως. Πρόπερσι, ενώ το λεξιλόγιό της περιοριζόταν σε εκατό με διακόσιες λέξεις, είχα επιχειρήσει να της βγω από τ’ αριστερά, αντιπαραθέτοντας στον απεχθή -για μένα- μύθο του τζίτζικα και των μερμηγκιών, τη μεγάλη αξία της τεμπελιάς ως παραγωγικής δύναμης. Νομίζω ότι- διετής τότε- δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία στις πατρικές νουθεσίες και επέμεινε για αρκετό καιρό να απαγγέλλει με ενθουσιασμό τους στίχους μια διασκευής του αισώπειου μύθου.

Δεν είχα υποψιαστεί τι επίδραση μπορεί να είχε αυτή η προπαγανδιστική επίθεση στο σπλάχνο μου- παρ’ ότι η συμπεριφορά μου αποτελούσε διαρκή αναίρεση των θεωρητικών μου αποφθεγμάτων. Κλίνω μάλλον προς το μοντέλο του εργασιομανούς γονέως – και ας μη θεωρούν επαρκή την παραγωγικότητά μου, όπως και τη δική σας, οι πολιτικοί μας ηγέτες.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, από μια πρώτη γερή δόση αδείας καταναλωμένη στο μπλε-λευκό-μπεζ της Σερίφου, όπου διετέλεσα για 15 μέρες γονέας πλήρους απασχόλησης, είχα έτοιμα τα αφοπλιστικά μου επιχειρήματα για να αποκρούσω την αναμενόμενη δυσαρέσκεια της Βέρας, όταν θα γύριζα στη δουλειά. «Μην πας μπαμπά στη δουλειά», ήταν η πρώτη της φράση μετά το δεκαπενθήμερο διαρκούς συνύπαρξής μας. «Βερούλα μου, θα πάω στη δουλειά, γιατί πρέπει να μαζέψουμε λεφτά για να πάμε ξανά διακοπές», ήταν το ατράνταχτο επιχείρημά μου στο οποίο περίμενα ότι η Βέρα δεν θα είχε να αντιτάξει απάντηση. «Δεν θέλουμε λεφτά, μπαμπά, να πάμε διακοπές τζάμπα», μου απάντησε η Βέρα, αφήνοντάς με χωρίς αντεπιχείρημα για μερικά λεπτά. «Και πού θα κοιμόμαστε αν δεν έχουμε λεφτά, Βέρα μου; Τι θα τρώμε;» ρώτησα μετά μερικά λεπτά σιωπής εγώ, ο πολυμήχανος ηλίθιος. «Θα κοιμόμαστε στην παραλία, κάτω από τα δεντράκια», μου απάντησε η Βέρα θυμίζοντάς μου μιαν απολαυστική σιέστα κάτω από τα αρμυρίκια, ένα μεσημέρι, στον Αη Σώστη της Σερίφου.

Οπως αντιλαμβάνεστε, η στιχομυθία δεν είχε συνέχεια, όχι γιατί η Βέρα δεν θα είχε άλλες απαντήσεις, αλλά γιατί εγώ δεν μπορούσα να εφεύρω άλλες ρητορικές ερωτήσεις (ως γονείς, θα έχετε ζήσει αυτή την οδυνηρή εμπειρία). Και γιατί θυμήθηκα, φεύγοντας για τη δουλειά, πόσο ανακόλουθος ήμουν και πόσο μακριά από το προ διετίας υπέρ τεμπελιάς κήρυγμά μου. Κρίμα σε κείνο το κλεμμένο από τον Λαφάργκ επίμετρο: «Ω Τεμπελιά, μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών, γίνε το βάλσαμο για τις ανθρώπινες αγωνίες!» Κρίμα στα λεηλατημένα από την Κική Δημουλά επιχειρήματα: «Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια; Δεν αποταμιεύεται η ένταση».

Επιστρέφοντας στη δουλειά είχα το ίδιο ακριβώς αίσθημα. Δεν αποθηκεύεται η ένταση. Δεν αποθηκεύεται ούτε η χαλάρωση, ούτε η ανάπαυση, ούτε η απόλαυση. Σ’ αυτό διαφέρουμε, ως μισθωτοί σκλάβοι (ή μήπως έχει αλλάξει κάτι σε αυτό, μετά το «τέλος της ιστορίας», της εργασίας και των -ισμών;) από τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες. Κι αυτές γερνάνε και «συνταξιοδοτούνται» κάποια στιγμή, αλλά τουλάχιστον, στον παραγωγικό τους βίο οι «διακοπές» τους πάνω στον φορτιστή αρκούν για να τους αποδώσουν τη χαμένη τους ενέργεια. H δική μας «επαναφόρτιση» στη σύντομη αυταπάτη της μηνιαίας αδείας, εξαντλείται στις πρώτες ώρες, στα πρώτα λεπτά, στις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουμε με τους συναδέλφους στη δουλειά: «πού πήγες, πώς ήταν, τι καιρό είχε, ποιες ήταν οι καλές παραλίες, πού φάγατε καλά;» Υστερα, τα κεφάλια μέσα. Δυσθυμία, δυσφορία, ακουστικά τηλεφώνων κολημμένα στ’ αυτιά, σύντομες συνεννοήσεις στον διάδρομο, αγχωμένη παραγωγικότητα. Αλλωστε, όπως θα ‘λεγε κι η Ελένη (που εν τω μεταξύ είναι σε άδεια – να περνάει καλά!) «αν η δουλειά ήταν καλό πράγμα, δεν θα μας πλήρωναν για να την κάνουμε». Κι ας τρίξουν τα κόκκαλα του Ενγκελς που έγραφε ότι χωρίς την εργασία θα ήμασταν ακόμη τετράποδα. ΄H μήπως αισθάνεστε διαφορετικά κι απλώς εγώ είμαι κλινική περίπτωση;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή