Επικίνδυνο τανγκό επενδυτών και αργεντίνικης κυβέρνησης

Επικίνδυνο τανγκό επενδυτών και αργεντίνικης κυβέρνησης

5' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απόδοση υψηλότερη από 60% στη χρηματιστηριακή αγορά, 22% στην αγορά ομολόγων και οικονομία η οποία καλπάζει με πραγματικό ετήσιο ρυθμό κοντά στο 7,2%, ενώ ο πληθωρισμός είναι καθηλωμένος στο 3,5%, συνθέτουν επιφανειακά την εικόνα ενός Ελντοράντο στην Αργεντινή στα τέλη του Οκτωβρίου. Πίσω από την εικόνα αυτή, όμως, κρύβεται η μεγαλύτερη χρεοκοπία κράτους στην ιστορία των επενδύσεων, πολιτική κρίση η οποία έχει οδηγήσει στις διαδοχικές παραιτήσεις τεσσάρων προέδρων στο διάστημα είκοσι μηνών, ένα ανύπαρκτο πλέον τραπεζικό σύστημα και ανεργία η οποία ξεπερνάει το 22% του ενεργού πληθυσμού. Η υπερχρέωση της δεκαετίας του ’90, η χρόνια διαπλοκή και κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος και των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις είναι οι κύριες αιτίες του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε η Αργεντινή στα τέλη του 2001, ενώ οι ορθόδοξες μακροοικονομικές συνταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για συναλλαγματική σταθερότητα και δημοσιονομική πειθαρχία αποδείχτηκαν απόλυτα αναποτελεσματικές. Καθώς η κυβέρνηση του προέδρου Κίρχνερ ξεκινάει τώρα τις διαδικασίες αναδιαπραγμάτευσης του εξωτερικού χρέους, ενώ οι αγορές δείχνουν να προεξοφλούν τη σταθεροποίηση της οικονομίας, ανοίγει, για πρώτη φορά μετά τον Δεκέμβριο του 2001, η ευκαιρία για την Αργεντινή να επανενταχθεί στη διεθνή οικονομική κοινότητα.

Η εντυπωσιακή απόδοση των αργεντίνικων μετοχών και ομολόγων κατά τη διάρκεια του έτους οφείλεται τόσο σε ένα φυσικό αντανακλαστικό, επακόλουθο της χειρότερης κρίσης της ιστορίας της, όσο και στην ουσιαστική διάζευξη των εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας από τις συνέπειες της χρεοκοπίας της κεντρικής κυβέρνησης δύο χρόνια νωρίτερα. Πράγματι, η συνεχιζόμενη άνοδος του Χρηματιστηρίου του Μπουένος Αϊρες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2003 οφείλεται στη σταθεροποίηση των προσδοκιών των εγχώριων επιχειρήσεων και επενδυτών ότι η οικονομία της χώρας βρίσκεται πλέον σε αναπτυξιακή τροχιά. Η υψηλότατη ανεργία έχει λειτουργήσει σαν βασικός κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης, καθώς οι επιχειρήσεις, μη έχοντας πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια, τα αντικατέστησαν με το άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η διολίσθηση του πέσο και του δολαρίου βελτίωσαν την εξαγωγική δραστηριότητα ενώ, απουσία τραπεζικής πίστης, αναπτύχθηκε η απευθείας επιχειρηματική πίστη μεταξύ συναλλασσομένων επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα είναι η ουσιαστική λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, καθώς αυξάνεται η επιχειρηματική κερδοφορία, μειώνεται η ανεργία, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλότατο επίπεδο.

Η Αργεντινή χρεοκόπησε στο δημόσιο χρέος της, ύψους 144 δισ. δολαρίων τον Δεκέμβριο του 2001. Η χρεοκοπία αυτή ήταν η μεγαλύτερη κρατική χρεοκοπία μέχρι σήμερα και λόγω του μεγάλου αριθμού ομολόγων, τις διάφορες δικαιοδοσίες στις οποίες αυτά είχαν εκδοθεί και την ανομοιογένεια και τον μεγάλο αριθμό επενδυτών, κυρίως μικροεπενδυτές από την Ευρώπη και την Ιαπωνία, οι διαδικασίες αναδιαπραγμάτευσης δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει. Η Αργεντινή έχει δώσει διορία μέχρι τις 31 Οκτωβρίου σε δώδεκα διεθνείς τράπεζες και δύο εγχώριες να καταθέσουν προσφορές για τη συμμετοχή τους σε συνδικάτο το οποίο θα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους, σύμφωνα με το σχέδιο το οποίο κατατέθηκε στη συνεδρίαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο Ντουμπάι τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η Αργεντινή προτείνει τη συγχώρεση περίπου 75 σεντς ανά δολάριο ονομαστικού χρέους και την έκδοση νέων ομολόγων σε ανταλλαγή των προηγουμένων. Τα νέα ομόλογα θα είναι συνδεδεμένα με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ηδη την εβδομάδα αυτή, ο υπουργός Οικονομικών Νίλσεν συναντήθηκε με εκπροσώπους των επενδυτών στη Γερμανία και την Ιταλία, ενώ ο υφυπουργός Μάντκουρ με επενδυτές στην Ιαπωνία, χωρίς όμως οι συναντήσεις αυτές να έχουν κάποιο αποτέλεσμα.

Η χρεοκοπία του 2001 δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Αργεντινής κατά την οποία η χώρα βρίσκεται σε αδυναμία να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος. Ηδη το 1982, κατά τη διάρκεια της κρίσης η οποία έπληξε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, η Αργεντινή οδηγήθηκε στην αναδιαπραγμάτευση του χρέους της προς διεθνείς εμπορικές τράπεζες ύψους 36 δισ. δολαρίων.

Με βάση το σχέδιο Brady, το οποίο προώθησε ο τότε υφυπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Ν. Brady, η αναδιάρθρωση του χρέους περιελάμβανε 35% συγχώρεση επί του κεφαλαίου και την έκδοση νέων ομολόγων, το ονομαστικό κεφάλαιο των οποίων ήταν εγγυημένο μέσω μακροχρόνιων zero coupoομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου. Παράλληλα, η τότε κυβέρνηση του περονιστή προέδρου Κάρλος Μένεμ, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και προκειμένου να αντιμετωπίσει την έκρηξη του υπερπληθωρισμού, ο οποίος ξεπέρναγε το 100% σε ετήσια βάση, συνέδεσε το αργεντίνικο νόμισμα, πέσο, με το δολάριο με σταθερή ισοτιμία ένα προς ένα. Η σύνδεση του νομίσματος βασίστηκε στη εγγύηση των υπό κυκλοφορία πέσο από τα αποθέματα της κεντρικής τράπεζας σε δολάρια. Το μέτρο αυτό είχε απόλυτη επιτυχία στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος έπεσε δραματικά, οδήγησε όμως στη δολαριοποίηση της οικονομίας και στην απεμπόληση της νομισματικής πολιτικής της χώρας, η οποία στην πράξη, από το σημείο αυτό και έπειτα, ήταν δέσμια της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής.

Η πολιτική του σκληρού δολαρίου, η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων και η υποτίμηση του βραζιλιάνικου ρεάλ, το 1999, ανέτρεψαν τη μακροοικονομική σταθερότητα της Αργεντινής, η οποία μέχρι το 1998 αποτελούσε το υπόδειγμα της αποτελεσματικότητας των οικονομικά ορθόδοξων οδηγιών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Πράγματι, η ανοδική πορεία του πέσο, η ισοτιμία του οποίου αναγκαστικά ακολουθούσε αυτή του δολαρίου και η υποτίμηση του ρεάλ έπνιξαν τον εξαγωγικό τομέα της Αργεντινής βυθίζοντας τη χώρα σε ύφεση. Οι εξωτερικές επενδύσεις διακόπηκαν, καθώς οι ξένοι επενδυτές διοχέτευαν πλέον τα κεφάλαιά τους στη σαφώς φθηνότερη Βραζιλία, ενώ το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους οδήγησε στον δραματικό περιορισμό των κρατικών δαπανών, όπως τη μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των κοινωνικών δαπανών.

Η πολιτική κρίση η οποία ξέσπασε το 2001 δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί με το έκτακτο πακέτο βοηθείας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο απαίτησε τον περαιτέρω περιορισμό του πρωτογενούς ελλείμματος. Το αποτέλεσμα ήταν η παραίτηση του προέδρου Ντε Λα Ρούα τον Δεκέμβριο του 2001, αφού πρώτα όμως είχε επιβάλει το πάγωμα των τραπεζικών καταθέσεων. Η κήρυξη της πτώχευσης έγινε κατά τη διάρκεια της βραχείας θητείας του προέδρου Σάα του κόμματος των περονιστών, ο οποίος διαδέχθηκε τον Ντε Λα Ρούα. Ο επόμενος πρόεδρος, πάλι από το κόμμα των περονιστών, Ε. Ντουάλντε, άφησε ελεύθερη τη διαμόρφωση της ισοτιμίας του πέσο, το οποίο υποτιμήθηκε άμεσα σχεδόν κατά περίπου 70%, ενώ τα δολαριακά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας έπεσαν κάτω από τα 10 δισ. δολάρια. Η υποτίμηση του πέσο αλλά και η χρεοκοπία της κεντρικής κυβέρνησης οδήγησαν στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, στην πτώχευση χιλιάδων επιχειρήσεων, στην εκτίναξη της ανεργίας κοντά στο 25% και στη συρρίκνωση της οικονομίας κατά 11% το 2002.

Το προτεινόμενο σχέδιο της αναδιαπραγμάτευσης του εξωτερικού χρέους της Αργεντινής είναι κάθε άλλο παρά γενναιόδωρο, ιδιαίτερα εάν συγκριθεί με αντίστοιχες περιπτώσεις άλλων κρατών, όπως η χρεοκοπία του Ισημερινού το 1999. Η πρόταση συγχώρεσης του 75% του κεφαλαίου και των δεδουλευμένων τόκων των τελευταίων δύο ετών είναι ίσως ένα υπερβολικό τίμημα για τους επενδυτές. Η απουσία όμως διεθνούς νομοθετικού πλαισίου, η ανομοιογένεια του επενδυτικού κοινού, αλλά και οι οικονομικές δυνατότητες της ίδιας της Αργεντινής δυσχεραίνουν τις διαπραγματευτικές διαδικασίες. Η ανάγκη εξεύρεσης μιας ικανοποιητικής λύσης είναι όμως επιτακτική, καθώς από αυτήν θα εξαρτηθεί η μακροπρόθεσμη εξυγίανση της αργεντίνικης οικονομίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή