Σύμβαση όχι και τόσο συλλογική

Σύμβαση όχι και τόσο συλλογική

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απαγόρευε το Μνημόνιο τις αυξήσεις των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα; Σημαίνει, λοιπόν, η υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) ότι «ανατράπηκε και ξεπεράστηκε η απαίτηση και απαγόρευση για μηδενικές αυξήσεις», και μάλιστα «ακυρώνοντας την απαγόρευση της τρόικας και των δανειστών», όπως διαλαλεί η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ.

Δηλαδή, δεν είναι «Πουλημένη στο κεφάλαιο η ΓΣΕΕ (που) υπέγραψε τριετή σύμβαση μείωσης μισθών», όπως την κατηγορεί το Κ.Κ.; Σε ποιον τελικά ανήκει η «διάσωση» της ΕΓΣΣΕ αφού, στην αντίληψη του εκπροσώπου του ΣΕΒ, η συμφωνία «αποτυπώνει τη βούληση του ιδιωτικού τομέα -που παραμένει ζωντανός- να προστατεύσει το εισόδημα των εργαζομένων του»;

Μάζεψε, στο μεταξύ και η κυβέρνηση τα δικά της «ψίχουλα δημοσιότητας», με την προ ολίγων εβδομάδων παρότρυνση-παρέμβαση του πρωθυπουργού «συμφωνήστε εσείς ακόμη κι αν δεν είναι πάγωμα αμοιβών, κι ας ξεπερνά το Μνημόνιο». Κι ας είχε, τις ίδιες, περίπου, μέρες ο υπουργός Οικονομικών δείξει προς την αντίθετη κατεύθυνση, κηρύσσοντας την ανάγκη παγώματος των ονομαστικών αμοιβών για μια τριετία.

Αλήθεια, γιατί είναι, σήμερα, σωστό και αποδεκτό να μην προσαρμόζονται οι ονομαστικές αμοιβές περισσότερο από τον μέσο πληθωρισμό της ζώνης στην οποία τυπώνεται το νόμισμά μας και δεν ήταν τα προηγούμενα χρόνια; Καμία εξήγηση, καμία αυτοκριτική ώστε κάπως να εξηγηθεί «πού πήγαν τα λεφτά» και πώς φτάσαμε να αγοράζουμε τόσα πολλά από τους Γερμανούς και άλλους κατασκευαστές των θαυμαστών καταναλωτικών αγαθών «μας». Δεν ήμασταν, τόσα χρόνια, η μοναδική χώρα στην οποία συνδικάτα, επιχειρήσεων και εργαζομένων, μοίραζαν ένα πληθωριστικό και δανεικό εισόδημα; Μεγαλώνοντας την τρύπα του προϋπολογισμού, του εμπορικού ισοζυγίου και των οικογενειακών χρεών.

Δυστυχώς, η «πασοκοδεξιά» πλειοψηφία της ΓΣΕΕ καλλιεργεί την ψεύτικη πεποίθηση ότι επιτεύχθηκε κάτι καλό για τους εργαζομένους επειδή δεν πέρασε η «απαγόρευση» του Μνημονίου. Είναι αλήθεια ότι μια από τις προϋποθέσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ήταν και η «διασφάλιση ότι οι κατώτατοι μισθοί της τρέχουσας περιόδου θα παραμείνουν αμετάβλητοι σε ονομαστική αξία για 3 χρόνια» (Παράρτημα IV, σελ. 24).

Ηταν όμως απολύτως σαφές ότι η επιλογή αυτή, απαραίτητη για μια ταχεία διόρθωση της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή μια αμεσότερη «εσωτερική υποτίμηση» τελούσε υπό την προϋπόθεση συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων. Γι’ αυτό άλλωστε, στην ανάλυση στρατηγική του Μνημονίου σημειώνεται ότι «το πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει όρους και προϋποθέσεις σχετικά με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα» (Εκθεση Ευρ. Επιτροπής, Occasional Papers 61, σελ. 26). Μάλιστα, στο ίδιο σημείο περιγράφεται πως «Αντίθετα, σημειώνεται στο ίδιο ντοκουμέντο, το πρόγραμμα προβλέπει ενίσχυση των μηχανισμών καθορισμού των μισθών η οποία θα υποστηρίξει την προσαρμογή μέσω των δυνάμεων της αγοράς».

Αυτή την ευθύνη ανέλαβαν όσοι κάθισαν στο τραπέζι της συζήτησης και την ίδια θα χρειαστεί να «εξειδικεύσουν» όσοι συζητήσουν σε κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο, τις αντίστοιχες συμβάσεις. Η συνήθεια θέλει τις επερχόμενες της ΕΓΣΣΕ συζητήσεις να ξεκινούν από τα «ελάχιστα» αυτά και να προσθέτουν κάτι ακόμη, κάποτε μάλιστα κάτι πολύ καλύτερο. Στην παρούσα φάση, θα ήταν χρήσιμο να έχουν κατά νου την παράγραφο 7 του δεύτερου άρθρου του Νόμου με τον οποίο ενέκρινε η Βουλή τα Μέτρα Στήριξης, δηλαδή του Μνημονίου.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι οι όροι των ειδικότερων συμβάσεων (ομοιοεπαγγελματικών και κλαδικών) «μπορούν να αποκλίνουν έναντι των αντίστοιχων όρων της Εθνικής Σύμβασης». Δίνεται μάλιστα η δυνατότητα να «ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια» με απόφαση του υπουργού Εργασίας. Εδώ ακριβώς κρύβεται το «ζουμί». Προς τιμήν του, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος ζήτησε από τα κλαδικά συνδικάτα να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των θέσεων εργασίας» και υπογράμμισε ότι πρόκειται για το «μέγιστο διακύβευμα».

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον κ. Παναγόπουλο. Ομως, τα περισσότερα από τα μέλη του, οι μεγάλες ομοσπονδίες τραπεζικών, τηλεπικοινωνιών και άλλων Δεητζήδων ελάχιστα κινδυνεύουν με απώλεια ευκαιριών απασχόλησης. Γι’ αυτό νοιάζονται τόσο τσιφούτικα για το κεκτημένο εισόδημα. Το ίδιο ισχύει και στην επιχειρηματική πλευρά. Εδιναν αυξήσεις με τη «σιγουριά» ότι θα τα ξαναπάρουν πίσω από τους μισθωτούς «τους» με ένα καλό κέρδος.

Αυτό που συνδέει τις δύο λογικές είναι ο πληθωρισμός και η μόνη πραγματική αφαίμαξη της αγοραστικής δύναμης, που τον συνοδεύει. Αυτό απέδειξε, για μιαν ακόμη φορά, η βλακώδης όσο και καταστροφική επιμονή της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων να περάσουν στις τιμές τους και τους φόρους και όσα τους αφαιρεί η μείωση του τζίρου, ακόμη και τον κίνδυνο μελλοντικής απώλειας εσόδων.

Οι εξελίξεις μέχρι στιγμής δικαιώνουν εκείνη την πλευρά που πιστεύει ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να εξαπατούμε τους δανειστές και συμμάχους μας και, βεβαίως, τους φορολογουμένους των κρατών που μας έχουν δανείσει το σωσίβιο του Μνημονίου. Σίγουρα αυτό δεν αποτελεί νίκη κανενός, παρά μόνον ήττα της κοινής λογικής, της νοικοκυροσύνης και της φιλοτιμίας. Κρίμα!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή