Ινστιτούτο Brookings: Γιατί να εμπιστευτούμε τους Έλληνες

Ινστιτούτο Brookings: Γιατί να εμπιστευτούμε τους Έλληνες

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο δανεισμός της ελληνικής κυβέρνησης έχει εξελιχθεί στην μακροβιότερη κρίση χρέους που μπορεί κάποιος να θυμηθεί», σημειώνει σε άρθρο του ο αναλυτής του ινστιτούτου Brookings, George L. Perry.

«Η όλη κατάσταση μας θυμίζει ότι αυτό που έκανε την Ευρωζώνη ελκυστική, είναι το ίδιο ακριβώς στοιχείο που την άφησε ευάλωτη. Παλαιότερα οι χώρες με αδύναμο νόμισμα απολάμβαναν χαμηλότερο κόστος δανεισμού λόγω του πολύ μειωμένου ρίσκου συναλλαγματικής ισοτιμίας», συνεχίζει ο Perry, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή ύφεση:

«Αυτό βοήθησε χώρες όπως η Ελλάδα να δανειστούν, να πραγματοποιήσουν επενδύσεις  και να ευημερήσουν τα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ. Εκ των υστέρων, αυτό ήταν ίσως μια μη βιώσιμη έκρηξη.

Αλλά όταν η ύφεση ξεκίνησε, η πτωτική επίπτωση στην Ελλάδα ενισχύθηκε τόσο από τη μεγάλη αύξηση του χρέους όσο και από την απουσία της υποτίμησης ως ρυθμιστικής δυνατότητας. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του δημόσιου χρέους της, και η κρίση ξεκίνησε στην χώρα «δυνατά».

Από τη στιγμή που ξεκίνησε η πιστωτική κρίση το 2009, οι άλλες χώρες της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν στηρίξει την ελάφρυνση του χρέους με πολλές μορφές βοήθειας. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η ανακούφιση συνοδευόταν πάντα από όρους σε θέματα όπως τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τις ιδιωτικοποιήσεις και την μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Πολλοί από αυτούς τους όρους έβρισκαν την αντίδραση του λαού στις χώρες εφαρμογής τους και επέβαλαν δημοσιονομική λιτότητα στην οικονομία.

Η δυσπραγία γιγαντώθηκε και μετατράπηκε σε ύφεση, η ικανότητα να εξυπηρετηθεί το χρέος επιδεινώθηκε αντί να βελτιωθεί, και οι εντάσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της εντάθηκαν», τονίζει ο αναλυτής του Brookings, ενώ παρακάτω αναφέρεται στις πολιτικές που έχουν ακολουθηθεί τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας:

«Η διεστραμμένη δημοσιονομική πολιτική δεν ήταν φυσικά η μόνη αιτία της ύφεσης, αλλά η περιοριστική πολιτική υπήρξε μια δύναμη προς τα κάτω όταν αυτό που ήταν αναγκαίο ήταν το αντίθετο. Πολλά έχουν επιτευχθεί από το γεγονός ότι ο πρωτογενής προϋπολογισμός – ο ισολογισμός, εκτός από τις πληρωμές τόκων-, είναι πλέον σε ισορροπία. Αλλά η υφεσιακή επίδραση του περιορισμού του προϋπολογισμού είναι πολύ χειρότερη από ό,τι θα ανέμενε κανείς. Μια εκτίμηση της ισορροπίας υψηλής απασχόλησης, η οποία μετρά ποιο θα ήταν το επίπεδο του προϋπολογισμού αν η οικονομία είχε υψηλά επίπεδα απασχόλησης, καταλήγει σε ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα που καταδεικνύει μια σοβαρή δημοσιονομική υστέρηση στο σημερινό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας».

Ακολούθως, ο Perry αναφέρεται στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, κατά την περίοδο της κρίσης, αλλά και στον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση: «Ξεκινώντας από το 2009, οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν διώξει 5 πρωθυπουργούς. Τώρα, ο Αλέξης Τσίπρας, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, μιας φαινομενικά αδύναμης αριστερής κυβέρνησης συνασπισμού, έχει εκλεγεί με την εντολή να σταματήσει την οικονομία από το να βουλιάξει περισσότερο. Ο υπουργός Οικονομικών της, ο Γιάνης Βαρουφάκης, είναι ένας ειλικρινής σταυροφόρος για την ελάφρυνση του χρέους, χωρίς όμως αντιπαραγωγικούς όρους. Οι όροι των προηγούμενων προγραμμάτων ελάφρυνσης του χρέους δεν είναι κατά κανένα τρόπο η μόνη αιτία της οικονομικής ύφεσης. Η Ελλάδα είχε να απολογηθεί για αφθονία υπερβολών και λαθών και η επιθετικότητα του Βαρουφάκη έχει ερεθίσει αρκετούς.

Αλλά για το πιο σημαντικό θέμα δηλαδή το πώς θα προχωρήσουμε μπροστά και την ανάγκη για τόνωση της οικονομίας και όχι περισσότερη λιτότητα, το δίκιο είναι σίγουρα με το μέρος της Ελλάδας».

Καταλήγοντας ο αρθρογράφος τονίζει πως αργά ή γρήγορα η διαπραγμάτευση θα έχει θετική τροπή: «Υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί τώρα χώρος για έναν χρήσιμο συμβιβασμό που θα περιλαμβάνει την ελάφρυνση του χρέους και μέτρα ώθησης της οικονομίας; Αν και πολλοί παρατηρητές θεωρούν τις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της, τεταμένες πέρα από όποια δυνατότητα επιδιόρθωσης, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποθέσουμε ότι η ένταση είναι μόνο προσωρινή και ότι και οι δύο πλευρές θα ήθελαν να συμβιβαστούν και να φτάσουν σε μια νέα συμφωνία. Εάν οι δανειστές δεν έβλεπαν, εν κατακλείδι, με συμπάθεια το ελληνικό δράμα, δεν θα είχαν βρει επανειλημμένως τους τρόπους και τους λόγους για να αποφευχθεί η ελληνική χρεοκοπία. Αντί να καταλήξουν σε τέτοιες διασώσεις, μια πιο αδίστακτη συμμαχία ομολογιούχων θα μπορούσε να έχει κλείσει τα «παράθυρα» δανεισμού πολύ νωρίτερα.

Η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Ευρωπαίων ήταν το κύριο κίνητρο για τη δημιουργία της ευρωζώνης, και η τρέχουσα κρίση αποτελεί ίσως την σκληρότερη δοκιμή αυτών των δεσμών.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να βγει από την Ευρωζώνη, αν δεν βρεθεί κοινός τόπος για μια νέα συμφωνία, και αυτό θα ωθήσει τη χώρα σε μια πολύ πιο απελπιστική οικονομική κατάσταση. Πόσοι Ευρωπαίοι το θέλουν πραγματικά αυτό; Και αν η ενσυναίσθηση με την Ελλάδα δεν είναι αρκετή, οι πιστωτές θα αναγνωρίσουν ότι η ίδια η ευρωζώνη, η οποία λειτουργεί επειδή τα μέλη της είναι ασφαλή μέσα σε αυτή, θα μπορούσε να πληγωθεί θανάσιμα, αν η Ελλάδα αναγκαζόταν να αποχωρήσει. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι πιθανό μια νέα, πιο εποικοδομητική συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους τελικώς να επιτευχθεί.

Θα ήταν χρήσιμο εάν οι νέες διαπραγματεύσεις ξεκινούσαν χωρίς να ληφθούν υπόψη όσα προηγήθηκαν στο παρελθόν. Η ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε λογικά να συμβεί υπό όρους προκειμένου να γίνουν μεταρρυθμίσεις που θα έχουν σχεδιαστεί από κοινού από τους πιστωτές και τους Έλληνες που πρόκειται να ζήσουν μαζί τους. Και με την αντικατάσταση του παλαιού χρέους με ένα πολύ χαμηλότοκο νέο χρέος, ο κίνδυνος αθέτησης για τους πιστωτές θα μειωνόταν απότομα και η επιβάρυνση από τόκους για την Ελλάδα θα γινόταν διαχειρίσιμη. Η οικονομική ανάκαμψη είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της, και η παροχή βοηθείας προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να είναι το αποφασιστικό κριτήριο για κάθε συμφωνία.

Οι Έλληνες θα πρέπει να δεσμευτούν για όλα τα σημαντικά ζητήματα της συμφωνίας και στη συνέχεια θα πρέπει να φέρουν αποτελέσματα. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη εμπειρίας της νέας κυβέρνησης, την απουσία δείγματος γραφής, και την αριστερή της τάση, αυτό θα απαιτήσει ένα άλμα πίστης από την πλευρά των πιστωτών. Αλλά αυτό θα απαιτούσε και μια συμφωνία που απλώς επαναλάμβανε τα λάθη του παρελθόντος.

Γιατί να εμπιστευτούμε τους Έλληνες; Απλά, γιατί είναι η καλύτερη επιλογή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή