Αποψη: Η κυβέρνηση βαδίζει χωρίς πυξίδα και στόχο

Αποψη: Η κυβέρνηση βαδίζει χωρίς πυξίδα και στόχο

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​αρακολουθούμε, αυτές τις ημέρες, άναυδοι τις παλινωδίες της κυβέρνησης σε σχέση με τον ΦΠΑ, με αποκορύφωμα την απόσυρση της πρότασης για τον μειωμένο συντελεστή στις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες. Η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η κυβέρνηση ένα τέτοιο θέμα –θέμα που θεωρείται το πιο ώριμο στην αναμενόμενη συμφωνία– μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τον ακολουθούμενο σχεδιασμό. Η σύγχυση είναι φανερή, καθώς τη στιγμή που η κυβέρνηση ζητάει πολιτική διαπραγμάτευση απορρίπτοντας την τεχνική πλευρά των συζητήσεων, ο κ. Βαρουφάκης δήλωνε στα μέλη του ΕΒΕΑ πως μακάρι να μπορούσαμε να κάνουμε μόνο τεχνική διαπραγμάτευση, όμως τα ζητήματα είναι και πολιτικά.

Σε τι κατέληξε το φιάσκο αυτό, λοιπόν; Στη φοροεισπρακτική, αρπακτική επιδρομή της πρότασης της κυβέρνησης. Απλή αύξηση των συντελεστών, για να φέρουμε τα έσοδα που χρειαζόμαστε. Καμιά συγχώνευση συντελεστών, απλοποίηση ή έμφαση στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Μια μεταρρύθμιση με κοινωνικό πρόσωπο θα έπρεπε να φέρνει συγκεκριμένα οφέλη μειώνοντας κατά το δυνατόν τις κοινωνικές επιπτώσεις. Το «Ποτάμι» έχει συγκεκριμένο σχέδιο για ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση στον κυριότερο έμμεσο φόρο –τον ΦΠΑ– και όχι μια αποσπασματική, εισπρακτική και κοντόφθαλμη πρόταση αλλαγών.

Η εποχή, όμως, απαιτεί να είμαστε συγκεκριμένοι. Οι πολλαπλοί συντελεστές ΦΠΑ οδηγούν σε πολυπλοκότητα ελέγχων και δηλώσεων και μεγαλύτερες δυνατότητες φοροδιαφυγής. Οταν μια επιχείρηση αγοράζει με 13% και πουλάει με 23%, μπορεί να μην κόβει αποδείξεις κατεβάζοντας τον μέσο συντελεστή της κοντά αλλά πάνω από το 13% και πάλι να είναι χρεωστική. Ετσι συνεχίζει με σχετική άνεση να φοροδιαφεύγει. Το κλείσιμο της ψαλίδας στην εστίαση – κλείσιμο που έγινε, μεταξύ άλλων, με τη μείωση των συντελεστών στο 13% αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει και με αύξηση του συντελεστή τροφίμων στο 23% – οδήγησε σε καλύτερα του αναμενόμενου αποτελέσματα, κυρίως εξ αυτού του λόγου.

Ετσι, για να πιάσουμε τη φοροδιαφυγή, πρέπει να έχουμε έναν κύριο συντελεστή (με ουδέτερο δημοσιονομικά σημείο το 18%) και λίγες εξαιρέσεις. Το αποτέλεσμα θα είχε το εξής αρνητικό κοινωνικό αποτέλεσμα. Οι πλούσιοι, με κατανάλωση π.χ. 3.000 ευρώ μηνιαίως για τρόφιμα, θα πλήρωναν, αντί για 390 ευρώ, 690 ευρώ. Κάποιος φτωχός, όμως, με 300 ευρώ κατανάλωση, θα πληρώσει 30 ευρώ παραπάνω από το υστέρημά του. Αυτό μπορεί να διορθωθεί με επιδότηση καταγεγραμμένων συναλλαγών (μέσω π.χ. πιστωτικής, χρεωστικής κάρτας, αποδείξεων) και για συγκεκριμένο ύψος εισοδήματος (π.χ. 10.000 ευρώ) αλλά και ύψος επιδότησης (π.χ. 10% του δηλωθέντος εισοδήματος).

Στον υπερμειωμένο θα μπορούσαμε να κρατήσουμε λίγα προϊόντα βασικής κατανάλωσης (ψωμί, γάλα), τομείς σχετικούς με τον πολιτισμό (θέατρα, εφημερίδες κ.τ.λ.), καθώς και για λόγους διεθνούς ανταγωνισμού (τουριστικά πακέτα, e-shop). Τα φάρμακα είναι ειδική κατηγορία. Η περισσότερη δαπάνη αφορά τα ταμεία και όχι τους πολίτες και συνεπώς για λόγους απλοποίησης θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κανονικό.

Αυτό θα είχε και το πρόσθετο όφελος της μείωσης της υπερφαρμακολόγησης, ιδιαίτερο πρόβλημα της χώρας μας. Ομως και η προσαρμογή των ταμείων θα είναι δύσκολη, αλλά και οι δυσχέρειες (καθυστερήσεις των ραντεβού για να συνταγολογηθούν τα φάρμακα) δεν επιτρέπουν την άμεση ανακατάταξή τους. Το αποτέλεσμα, λόγω της μείωσης της φοροδιαφυγής, θα είναι να έχουμε αυξημένα έσοδα σε σχέση με τα

προσδοκώμενα.

Το ζήτημα των εκπτώσεων των νησιών εξαρτάται από τα δημοσιονομικά δεδομένα που δεν μας είναι διαθέσιμα. Ομως, αν καθίστατο αναγκαία η κατάργηση της εξαίρεσής τους, τότε θα πρέπει να αντισταθμιστεί η απώλεια με επιδότηση του μεταφορικού ισοδυνάμου, τουλάχιστον για τα μη «κοσμοπολίτικα» από αυτά. Σε αυτή την περίπτωση, η μείωση της γραφειοκρατίας (2 αντί 6 συντελεστών) θα είναι ριζική. Η απλοποίηση θα ενισχυθεί περαιτέρω, με την απαλλαγή των επιχειρήσεων με τζίρο μέχρι 30.000 ευρώ (από τα μικρότερα όρια πανευρωπαϊκά), ώστε να υπάρχει κίνητρο έκδοσης απόδειξης. Ετσι, οι μικρές επιχειρήσεις και επιτηδευματίες δεν θα έχουν καμιά υποχρέωση δήλωσης, χρέωσης ΦΠΑ αλλά και καμιά δυνατότητα έκπτωσης των εξόδων τους. Περίπου το 1/3 των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να απαλλαγούν, έτσι και τα μέγιστα έσοδα που θα χάναμε θα έφταναν στο 4% των εσόδων του ΦΠΑ.

Από τεχνικής απόψεως, η ΓΓΔΕ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κεντρικό σύστημα καταγραφής ηλεκτρονικών τιμολογίων και να μειώσει σε βάθος 18μήνου την υποχρέωση χρήσης τέτοιων τιμολογίων σε επιχειρήσεις με τζίρο από 100.000 ευρώ. Οποια επιχείρηση χρησιμοποιεί αποκλειστικά ένα τέτοιο σύστημα (ακόμη και κάτω από τα θεσμοθετημένα όρια) θα απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικής πελατών-προμηθευτών. Ολες οι χώρες που έλυσαν το ανά χείρας πρόβλημα (π.χ. Πορτογαλία, Βουλγαρία) είχαν ήδη ασχοληθεί και λύσει το ζήτημα της χονδρικής (τιμολόγια).

Τέλος, το σύστημα μπορεί να πλαισιωθεί με τη δημιουργία «ειδικών λογαριασμών ΦΠΑ», στους οποίους θα επιτρέπεται η χρήση μόνο για πληρωμή ΦΠΑ προς προμηθευτές ή το Δημόσιο. Ετσι θα πάψει, σταδιακά, να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ΦΠΑ ως κεφάλαιο κίνησης και η εισπραξιμότητά του θα εκτοξευθεί. Η κυβέρνηση βαδίζει χωρίς πυξίδα και στόχο. Σε αυτό δεν διαφέρει σε τίποτε από την προηγούμενη. Η κάθε ευκαιρία που χάνει, όμως, δεν είναι δική της. Είναι της χώρας και δεν έχει το δικαίωμα να τις σπαταλά.

* O κ. Θεοχάρης είναι βουλευτής του «Ποταμιού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή