Ζήτημα γοήτρου η επίτευξη συμφωνίας

Ζήτημα γοήτρου η επίτευξη συμφωνίας

2' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο λόγος που προσάραξαν σε ξέρα οι συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της δεν σχετίζεται με θέματα αρχής. Δεν υπάρχουν ουσιαστικές διενέξεις για σοβαρά ποσά. Ζητήματα πολιτικής και γοήτρου ήταν αυτά που οδήγησαν στην τελευταία κατάρρευση των συνομιλιών την περασμένη Κυριακή το βράδυ. Μια συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της είναι ακόμη εφικτή μόνον αν καταστεί δυνατόν οι δύο πλευρές να υπερβούν αυτές τις πανίσχυρες δυνάμεις που οδηγούν σε διχασμό.

Μερικές φορές φαίνεται σαν να υπάρχει κάποια παθιασμένη επιχειρηματολογία επί θεμάτων αυστηρών αρχών που αφορούν την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της Ευρωζώνης και την εθνική κυριαρχία. Η ελληνική κυβέρνηση μιλάει για «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν μπορεί να παραβιάσει και αναφέρεται κυρίως στις συντάξεις του δημόσιου τομέα. Οι εταίροι της στην Ευρωζώνη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αντιπαραθέτουν την ανάγκη να επιδείξει δημοσιονομική υπευθυνότητα και οικονομικό ρεαλισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν πολύ λιγότερες διαφωνίες και πολύ περισσότερα σημεία συμφωνίας.

Οι απόψεις όλων συγκλίνουν στο ότι η οικονομία της Ελλάδας δεν μπορεί να ανακάμψει αν η χώρα δεν πατάξει την φοροαποφυγή, δεν εξαλείψει τις πελατειακές σχέσεις της κυβέρνησης με τους ψηφοφόρους και δεν περιορίσει δραστικά τη γραφειοκρατία. Αν κρίνουμε από τις τελευταίες δηλώσεις και κείμενα του Ελληνα υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη και του κορυφαίου οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ, δεν υφίσταται πλέον καμία διένεξη σε ό,τι αφορά την ανάγκη να εφαρμόσει η Ελλάδα για πολλά χρόνια ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που θα συνοδεύεται από εξίσου πολλά χρόνια επιδοτούμενης χρηματοδότησης. Εξάλλου, όλοι παραδέχονται πως τα αρχικά προγράμματα αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας τα πήγαν πολύ άσχημα.

Ιδιαιτέρως κρίσιμο είναι το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι οι μικρές ζημίες είναι προτιμότερες από τις μεγάλες. Και οι πιθανές ζημίες που θα προκύψουν από τον μεταξύ τους συμβιβασμό θα είναι πράγματι μικρές.

Αν η ελληνική πλευρά υποχωρήσει πλήρως στις τελευταίες απαιτήσεις των πιστωτών της σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική της εξυγίανση, τότε θα πρέπει η κυβέρνηση να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 2 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά ένα διαχειρίσιμο 1% του ελληνικού ΑΕΠ. Αν η πλευρά της Ευρωζώνης υποχωρήσει πλήρως στις ελληνικές απαιτήσεις, θα πρέπει να αυξήσει τη χρηματοδότηση προς την Ελλάδα κατά ένα σχεδόν αόρατο 0,02% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Σε ό,τι αφορά τις πιθανές ζημίες που συνεπάγεται μια αποτυχία στις διαπραγματεύσεις, θα είναι πολλαπλάσιες και για τις δύο πλευρές. Αν η Ελλάδα χάσει τη στήριξη της Ευρωζώνης, θα καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, σχεδόν σίγουρα θα το ακολουθήσει στην κατάρρευση και η οικονομία της και θα εκτροχιασθεί κάθε θεσμική μεταρρύθμιση. Από την πλευρά τους, οι πιστωτές της Ελλάδας θα χάσουν χρήματα τα οποία, όμως, θα πρέπει να υπολογίσουν σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που θα προκληθεί αν οι επενδυτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σχέδιο του ενιαίου νομίσματος.

Οταν λοιπόν είναι τόσο μικρές οι διαφορές και τόσο μεγάλες οι δυνητικές ζημίες, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για να επιτευχθεί συμφωνία. Το κυριότερο εμπόδιο αυτή τη στιγμή είναι η πολιτική, κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας. Στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος επικρατεί διχασμός. Και για τις δύο πλευρές, όμως, υπάρχει ζήτημα γοήτρου αν υποχωρήσουν. Η κατάσταση είναι δύσκολη, αλλά η εναλλακτική ενός συμβιβασμού θα είναι μια πανίσχυρη πτώση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή