Αποψη: Η εξόφληση φόρων δεν παύει την ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή

Αποψη: Η εξόφληση φόρων δεν παύει την ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εντονο προβληματισμό προκαλεί η πρόσφατη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σχετικά με το εάν το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 2523/1997 εξακολουθεί να έχει εφαρμογή και μετά την 1-1-2014, ημερομηνία θέσης σε ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ).

Η παραπάνω διάταξη προβλέπει ότι στις περιπτώσεις του «συνολικού για κάθε φορολογία διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού» ή της «με άλλον τρόπο ολικής διοικητικής περαίωσης της διαφοράς» δεν ασκείται ποινική δίωξη ή παύει η τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη για την τέλεση αδικήματος φοροδιαφυγής.

Ωστόσο, ο ΚΦΔ κατήργησε από 1-1-2014 τη δυνατότητα διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού των φορολογικών υποθέσεων, ανεξαρτήτως μάλιστα, για ορισμένες παραβάσεις, αν αυτές θεωρείται ότι έχουν τελεστεί πριν ή μετά το 2014.

Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ο αρμόδιος για το οικονομικό έγκλημα αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε ότι, λόγω της κατάργησης της δυνατότητας συμβιβασμού, η παραπάνω ευνοϊκή διάταξη έχει καταστεί ανενεργός. Ετσι, η αποδοχή από τον φορολογούμενο της καταλογιστικής πράξης φόρου ή προστίμου και η καταβολή του αντίστοιχου ποσού στην εφορία δεν κωλύουν την άσκηση ποινικής δίωξης ή δεν παύουν την ήδη ασκηθείσα ποινική δίωξη. Η γνωμοδότηση αναγνωρίζει ότι ενδέχεται να προκύψουν ανεπιεική αποτελέσματα, τα οποία, ωστόσο, μόνο νομοθετικά μπορούν να αρθούν. Πράγματι, πλέον είναι θεωρητικά δυνατόν να ασκηθούν ή να συνεχισθούν ποινικές διώξεις ακόμα και όταν δεν υπήρξε πρόθεση φοροδιαφυγής και ο φορολογούμενος πλήρωσε τον φόρο που του καταλογίσθηκε, όπως λ.χ. σε περιπτώσεις μη απόδοσης ΦΠΑ ή παρακρατούμενων φόρων, όπου μπορεί να καταλογισθεί παράβαση ακόμα και λόγω διαφορετικής ερμηνείας του ελέγχου σχετικά με το αν μια συναλλαγή υπόκειται ή όχι σε φόρο ή παρακράτηση. Τα προβλήματα αναμένεται να επιταθούν με τη σχεδιαζόμενη διεύρυνση του ορισμού της αξιόποινης φοροδιαφυγής και σε άλλες φορολογίες.

Στον βαθμό που καθίσταται δεσμευτική για τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης και τις εφορίες, η γνωμοδότηση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει ακόμα και σε επανεκκίνηση των ποινικών διαδικασιών σε βάρος φορολογουμένων που από 1-1-2014 έσπευσαν να κλείσουν φορολογικές εκκρεμότητες, καταβάλλοντας όλο το ποσό που τους καταλογίσθηκε, ακριβώς για να αποφύγουν τις ποινικές συνέπειες. Ως προς τις εκκρεμείς υποθέσεις, καταργείται ένα σημαντικό κίνητρο άμεσης εξόφλησης του φόρου και παραίτησης από δικαστικές αμφισβητήσεις. Για ποιο λόγο να σπεύσει κάποιος να πληρώσει ολόκληρο το ποσό που του καταλογίζεται και να μην το αμφισβητήσει δικαστικά, αν ούτως ή άλλως θα συρθεί στα ποινικά δικαστήρια; Αντιθέτως, θα είναι υποχρεωμένος πλέον να αμφισβητήσει τον φορολογικό καταλογισμό, προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι συνομολογεί την τέλεση ποινικού αδικήματος.

Η γνωμοδότηση είναι, βέβαια, εμπεριστατωμένη και ορθώς επισημαίνει τα σχετικά νομικά προβλήματα. Μπορεί όμως να υπάρξει αντίλογος σε αυτήν, στο σημείο που αποφαίνεται ότι η ανεπιφύλακτη αποδοχή της καταλογιστικής πράξης, δηλαδή χωρίς άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, και η καταβολή του φόρου δεν εμπίπτουν στη δεύτερη περίπτωση που προβλέπει ο νόμος για την παύση των ποινικών συνεπειών, την «με άλλον τρόπο ολική διοικητική περαίωση της διαφοράς». Κατά τη γνωμοδότηση, η περίπτωση αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στους εκάστοτε ειδικούς φορολογικούς νόμους που παρέχουν κίνητρα περαίωσης ανέλεγκτων χρήσεων. Ωστόσο, η στενή αυτή ερμηνεία δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από την Αιτιολογική Εκθεση του Ν. 2523/1997, δηλαδή από το κείμενο που συνοδεύει τον προς ψήφιση νόμο και εξηγεί τους σκοπούς που επιδιώκονται με αυτόν. Αντιθέτως, πρόθεση του νομοθέτη φαίνεται να ήταν η εξάλειψη των ποινικών συνεπειών σε κάθε περίπτωση ολικής περαίωσης της διαφοράς, δηλαδή ανεπιφύλακτης αποδοχής του φορολογικού καταλογισμού χωρίς εκκρεμή δικαστική αμφισβήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, στο ποινικό δίκαιο προκρίνεται η ευνοϊκότερη ερμηνεία για τον εκάστοτε κατηγορούμενο, δηλαδή ακόμα κι αυτή που οδηγεί σε μη άσκηση ή παύση της ποινικής δίωξης σε βάρος του.

Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής χρειάζεται μεν αυστηρούς κανόνες, αλλά εκ των προτέρων γνωστούς σε όλους, ώστε ο καθένας να γνωρίζει επακριβώς όλες τις συνέπειες των επιλογών του.

Φρονούμε δε ότι είναι σκοπιμότερο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί και η ποινική δικαιοσύνη να αφιερώσουν τον χρόνο και τα περιορισμένα μέσα που διαθέτουν σε εκείνους που φοροδιαφεύγουν και δεν πληρώνουν και όχι σε εκείνους που, ανεξαρτήτως του αν ενήργησαν με πρόθεση φοροδιαφυγής ή όχι, εν τέλει αποδέχθηκαν και εξόφλησαν τον φόρο και τα πρόστιμα που τους καταλογίσθηκαν δείχνοντας έμπρακτη μετάνοια και, σε κάθε περίπτωση, ικανοποιώντας όλες τις περιουσιακές αξιώσεις του Δημοσίου.

* Ο κ. Ιωάννης Ανδρουλάκης είναι δικηγόρος-λέκτορας Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

** Ο κ. Γιώργος Πιτσιλής είναι δικηγόρος-φορολογικός σύμβουλος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή