Πώς γίνεται να υποχωρεί η ανεργία, ενώ μειώνεται το ΑΕΠ

Πώς γίνεται να υποχωρεί η ανεργία, ενώ μειώνεται το ΑΕΠ

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​ίναι ευρέως παραδεκτό ότι κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης η υπερφορολόγηση έχει εντείνει την εσωτερική υποτίμηση, έχει φορτώσει πολίτες και επιχειρήσεις με σημαντικά χρέη προς την εφορία, έχει αυξήσει τη φοροδιαφυγή και έχει επιταχύνει το κλείσιμο μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων που κινούνταν στα όρια (κυρίως μικρομεσαίων).

Παρ’ όλα αυτά, παρατηρώντας τη μεγάλη εικόνα της απασχόλησης, βλέπουμε ότι από το 2013 (όταν η ανεργία είχε φτάσει στο ιστορικό υψηλό του 27,92%) και μετά, καταγράφεται συνεχής πτώση της ανεργίας (Απρίλιος 2016 – 23,3%).

Και το περίεργο είναι ότι δεν καταγράφεται μείωση της ανεργίας κατά την περίοδο 2013-14 μόνο, όταν κατά κοινή ομολογία είχε βελτιωθεί το γενικό επενδυτικό κλίμα, η Ελλάδα είχε κατορθώσει να βγει στις αγορές και είχαμε την πρώτη αύξηση του ΑΕΠ. Καταγράφεται και το 2015 ή το πρώτο μισό του 2016, μια περίοδο κατά την οποία είχαμε μείωση του ΑΕΠ. Και αυτή η εξέλιξη έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρητική, ανάλογη σχέση μεταξύ της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας και της μείωσης της ανεργίας.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Εργάνη, κατά το 1ο εξάμηνο του 2016, η ελληνική οικονομία παρήγαγε 234.664 νέες θέσεις εργασίας, ενώ το ΑΕΠ του 1ου τριμήνου μειώθηκε κατά -1,3% (σε ετήσια βάση). Και τα στοιχεία αυτά, θεωρούνται τα καλύτερα από το 2001 (σημ. το Εργάνη ξεκίνησε μετά το 2012). Αρα δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε, ότι η τάση θα συνεχιστεί και μάλλον θα ενταθεί μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Κι αυτό γιατί ιστορικά καταγράφεται μείωση της ανεργίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, και ενώ έχουμε μείωση του ΑΕΠ, καταγράφεται και μείωση της ανεργίας;

– Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το ποσοστό της ανεργίας καταγράφεται ως το % κλάσμα του αριθμού των ανέργων προς το σύνολο του ενεργού πληθυσμού (άνεργοι συν απασχολούμενοι).

Στην περίπτωση της Ελλάδας της κρίσης, η άνοδος του ποσοστού της ανεργίας των προηγούμενων ετών ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της αύξησης του αριθμού των ανέργων. Εν μέρει ήταν και αποτέλεσμα της μείωσης του ενεργού πληθυσμού. Για παράδειγμα, εάν το 2015 είχαμε ως ενεργό πληθυσμό αυτόν του 2011, το ποσοστό της ανεργίας του 2015 δεν θα ήταν 25,3% που ανακοινώθηκε, αλλά 24,4%.

Τέλος, στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016 καταγράφεται για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια κάποια αύξηση του ενεργού πληθυσμού (ταυτόχρονα με μείωση του αριθμού των ανέργων). Με αυτό τον τρόπο το ποσοστό της ανεργίας δείχνει να μειώνεται ακόμα περισσότερο, επειδή ταυτόχρονα με τη μείωση του αριθμού των ανέργων έχουμε και αύξηση του ενεργού πληθυσμού της χώρας.

–  Εχουμε διαρθρωτική μείωση της ανεργίας λόγω της αύξησης της ελαστικότητας στην ελληνική αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, λόγω των νομικών παρεμβάσεων των προηγούμενων χρόνων, σταδιακά έχουμε όλο και πιο ευρεία χρήση ελαστικών μορφών εργασίας, οι οποίες ελαττώνουν το γενικό κόστος μισθοδοσίας και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Πιο συγκεκριμένα, από τα σχετικά στοιχεία του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι κατά το α΄ πεντάμηνο του 2016, οι προσλήψεις για «μερική» και «εκ περιτροπής» απασχόληση ξεπέρασαν τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης. Ειδικότερα, το ποσοστό των προσλήψεων «μερικής» και «εκ περιτροπής» απασχόλησης ανήλθε στο 63,9% έναντι 36,1% των προσλήψεων για «πλήρη απασχόληση». Τον Μάιο του 2016, από τις 230.965 προσλήψεις, οι 113.046 αφορούσαν «μερική» και «εκ περιτροπής» απασχόληση.

Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται το περιθώριο για επιπλέον προσλήψεις εργαζομένων, και αυτό συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας.

–  Καταγράφεται αντικατάσταση του υψηλά αμειβόμενου με χαμηλά αμειβόμενο προσωπικό και αυτό διευκολύνεται από τις νομικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών.

Επίσης, παρόμοιας μορφής αντικατάσταση γίνεται εμμέσως, μέσω του κλεισίματος των επιχειρήσεων που κινούνταν οριακά λόγω υψηλού δανεισμού και έλλειψης ανταγωνιστικότητας. Με αυτό τον τρόπο, οι ανταγωνίστριες εταιρείες που συνεχίζουν κι αυξάνουν το μερίδιο αγοράς τους, προσλαμβάνουν τους απολυμένους των χρεοκοπημένων εταιρειών με μικρότερο μισθολογικό κόστος.

Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργείται το περιθώριο για την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων χαμηλού μισθολογικού κόστους πέραν της αντικατάστασης και αυτό συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας.

–  Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο αποτελεί η μείωση των συναλλαγών σε μετρητά, συνεπεία της εφαρμογής των capital controls. Η επέκταση της χρήσης του «πλαστικού χρήματος» έχει δημιουργήσει «προβλήματα» σε σημαντικό τμήμα της οικονομίας που συνήθιζε να κάνει συναλλαγές με μετρητά (κυρίως μικρομεσαίοι). Το ίδιο τμήμα της αγοράς απασχολεί αδήλωτους εργαζομένους, τους οποίους πληρώνει με τα λεγόμενα «μαύρα» και δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές.

Ολο και πιο πολλές επιχειρήσεις, κυρίως του λιανεμπορίου, των κατασκευών και του τουρισμού που διαχρονικά κατέφευγαν στην αδήλωτη εργασία, μετατρέπουν τους υφιστάμενους αδήλωτους εργαζομένους σε νόμιμους μετά την εφαρμογή των capital controls.

Εάν οι δημόσιες εκτιμήσεις στελεχών της κυβέρνησης, που αναφέρουν ότι η αδήλωτη εργασία ανέρχεται σε 500.000 άτομα, τότε γίνεται αντιληπτό ότι α) το σημερινό επίπεδο της ανεργίας είναι υψηλότερο από το πραγματικό και β) μόνο από την εφαρμογή των capital controls θα έχουμε μια μείωση της επίσημης ανεργίας. Αυτό όμως που στην πραγματικότητα έχουμε είναι η μετατροπή της αδήλωτης σε επίσημη απασχόληση.

–  Η ελληνική οικονομία διέρχεται μια διαδικασία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου. Αυτό σημαίνει ότι παραδοσιακοί τομείς της οικονομίας, οι οποίοι διαχρονικά απασχολούσαν υψηλά αμειβόμενους εργαζομένους, έχουν αρχίσει να φθίνουν και οι νέοι τομείς της οικονομίας με διεθνή προσανατολισμό έχουν αρχίσει να αναδύονται.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουμε μείωση των υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας σε παραδοσιακούς τομείς αλλά ταυτόχρονη παραγωγή περισσότερων νέων θέσεων εργασίας στους νέους τομείς της οικονομίας με διεθνή προσανατολισμό (θέσεις εργασίας που στην πλειονότητά τους είναι ακόμη χαμηλά αμειβόμενες).

Παρ’ όλα αυτά, οι παραδοσιακοί τομείς εξακολουθούν να συνεισφέρουν περισσότερο στο ΑΕΠ, σε σχέση με τους νέους, διεθνοποιημένους τομείς της οικονομίας. Αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι, ενώ έχουμε συρρίκνωση του ΑΕΠ, παράγονται περισσότερες θέσεις εργασίας.

Σε κάθε περίπτωση, υπερφορολόγηση και αβεβαιότητα εμποδίζουν τη δημιουργία ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες θα κάνουν τη διαφορά στην απασχόληση και θα αυξήσουν τον αριθμό των καλά αμειβόμενων, ανταγωνιστικών θέσεων εργασίας, που τις έχει ανάγκη η οικονομία, και τα κρατικά έσοδα.

* Ο κ. Βασίλης Καραγιάννης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, μέλος της Επιτροπής Απασχόλησης του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή