Φορολογία και επενδύσεις: Υπάρχει συνάρτηση;

Φορολογία και επενδύσεις: Υπάρχει συνάρτηση;

3' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην περίοδο της πρωτοφανούς ύφεσης που διανύουμε, οι θετικοί κρατικοί προϋπολογισμοί δεν πρέπει να επιβάλλονται μόνο με αντιαναπτυξιακές συνεχείς αυξήσεις εσόδων από φορολογία, χωρίς ορθολογική αναδιάρθρωση δαπανών ενός αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα, όχι μόνο γιατί οι φόροι φυσικών προσώπων μειώνουν την ενεργό ζήτηση, που αποτελεί βασικό κίνητρο για επενδύσεις, αλλά και γιατί οι φόροι επιχειρήσεων, που λειτουργούν μέσα σε ένα γενικότερα αρνητικό επιχειρησιακό περιβάλλον, αποτελούν έναν από τους παράγοντες μείωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους. Η μείωση των δημοσίων δαπανών που αφορούν την ενίσχυση των προβληματικών ασφαλιστικών ταμείων, πρέπει να επιτευχθεί μακροχρόνια κυρίως μέσω της αύξησης της απασχόλησης. Προϋπόθεση γι’ αυτήν είναι η αύξηση των ιδιωτικών ξένων και ελληνικών επενδύσεων, για τις οποίες η χαμηλή φορολογία ασφαλώς δεν είναι ο μοναδικός, αλλά ένας από τους πολλούς παράγοντες προσέλκυσής τους. Οι δημόσιες επενδύσεις, παρ’ όλα τα επιταχυντικά και πολλαπλασιαστικά φαινόμενα που μπορούν να προκαλέσουν, είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν στην απαραίτητη έκταση από ένα δημόσιο τομέα που με δυσκολία εξοικονομεί τα αναγκαία κονδύλια για τις τρέχουσες λειτουργικές δαπάνες του.

Η λύση πρέπει να αναζητηθεί στις προϋποθέσεις προσέλκυσης ιδιωτικών ελληνικών και ξένων επενδύσεων. Για να παρακινηθούν όμως οι Ελληνες επιχειρηματίες να επενδύσουν, θα πρέπει να θεωρούν ότι οι προοπτικές της επένδυσής τους είναι ευνοϊκές και αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα: ελλιπούς χρηματοδότησης, υψηλής φορολογίας, ακριβής ενέργειας, ασταθούς πολιτικού περιβάλλοντος και θεσμικού πλαισίου, μειωμένης ανταγωνιστικότητας.

Από την πλευρά τους τα ξένα κεφάλαια γενικά, αναζητώντας επενδυτικές διεξόδους, τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους με την ελαχιστοποίηση του κόστους τους και επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους για να αποφασίσουν τη χώρα επένδυσης εξετάζουν: τους όρους εγκατάστασης λειτουργίας και επαναπατρισμού κεφαλαίων και κερδών, την ελκυστικότητα κάθε αγοράς (υποδομές, μέγεθος αγοράς, τάσεις οικονομίας, πολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και νομικό περιβάλλον), το ύψος του αναλαμβανόμενου κινδύνου (κίνδυνος αγοράς, εμπορικοί και πολιτικοί κίνδυνοι), τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα κόστους ή ποιότητας που έχει κάθε επιχείρηση, την αξιολόγηση της μελλοντικής απόδοσης, την παραγωγική ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού και βέβαια το ευνοϊκό και σταθερό φορολογικό σύστημα.

Οι ξένες άμεσες επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων (σε αντιδιαστολή με τις κερδοσκοπικές βραχυχρόνιες επενδύσεις χαρτοφυλακίου) επιφέρουν στις χώρες εισαγωγής των κεφαλαίων, εκτός από τις θετικές επιδράσεις στο Ισοζύγιο Πληρωμών, την αύξηση της απασχόλησης και τη συγκράτηση της μετανάστευσης, δημιουργούν πολλαπλασιαστικές και επιταχυντικές επιδράσεις, αύξηση της παραγωγικότητας με τη μεταφορά προηγμένης τεχνολογίας και τελικά την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Η υπόθεση αναποτελεσματικότητας της μείωσης των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων για την προσέλκυση επενδύσεων δεν ευσταθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων της τελευταίας εικοσαετίας. Εξάλλου, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές και ΦΠΑ από την Ελλάδα με εξαίρεση τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με πολύ ισχυρή παραγωγική βάση. Αυτό το μειονέκτημα για την προσέλκυση επενδυτών που έχει η Ελλάδα δεν αντισταθμίζεται από άλλους ευνοϊκούς για τις επενδύσεις παράγοντες που αυτές οι χώρες διαθέτουν, όπως: μεγάλη εσωτερική αγορά, οικονομίες κλίμακας, σταθερό πολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, σταθερό θεσμικό και φορολογικό πλαίσιο, κράτος δικαίου και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, τεχνογνωσία παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, χαμηλό κόστος ενέργειας, έλλειψη γραφειοκρατίας ίδρυσης και λειτουργίας επιχειρήσεων και δυνατότητες εύκολης και φθηνής χρηματοδότησης. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να ελπίζουμε σε αύξηση των ιδιωτικών ελληνικών και ξένων επενδύσεων με capital controls και ένα τόσο δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον; Επιπλέον, θα πρέπει στους αρνητικούς παράγοντες για επενδύσεις να προσθέσουμε τις ιδεοληψίες εναντίον της επιχειρηματικότητας, λόγω κρατικιστικών εμμονών, καθώς και ένα μόνιμα καταγγελτικό λόγο εναντίον των δανειστών, που δημιουργούν προβληματισμούς σε υποψήφιους επενδυτές για το μέλλον της οικονομίας και των ιδιωτικών επενδύσεων.

Τα περιθώρια αισιοδοξίας λοιπόν για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, ακολουθώντας στρατηγικές επιθετικής επαιτείας και υποτιθέμενης «σκληρής» διαπραγμάτευσης πρέπει να θεωρηθούν εξαιρετικά περιορισμένα.

* Ο κ. Κ. Λυμπερόπουλος είναι τ. καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή