εζησα-τον-θάνατό-μου-562772332

«Εζησα τον θάνατό μου»

Βγήκαν ζωντανοί από τις πιο πολύνεκρες τραγωδίες των τελευταίων ετών. Σήμερα αφηγούνται στην «Κ» τους αδιανόητους μηχανισμούς της επιβίωσης αλλά και τη ζωή μετά, το τραύμα και το πάγιο αίτημα για δικαίωση

Φωτογραφία Αρχείου από τις πλημμύρες της Μάνδρας: Γιάννης Λιάκος / In Time
Ακούστε το άρθρο

Στον ύπνο του έβλεπε μία γυναικεία φιγούρα, στα σκοτεινά, η οποία ξαφνικά φωτιζόταν με ένα έντονο πορτοκαλί. Τις πρώτες δέκα ημέρες φοβόταν ότι θα πεθάνει ενώ οι γιατροί του είχαν πει να προσέχει ιδιαίτερα το πρώτο πενθήμερο μετά την τραγωδία. Το εισιτήριο του 19χρονου Δημοσθένη Ηλιόπουλου θα τον πήγαινε σιδηροδρομικώς από τον Βόλο στη Λάρισα και, από εκεί, στη Θεσσαλονίκη· θα ήταν αρχικά στο βαγόνι 3.

Τον περασμένο, μαύρο Φεβρουάριο ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, φοιτητής στο Τμήμα Χημείας του ΑΠΘ, είχε βρεθεί με τη σύντροφό του στη Σκόπελο για οικογενειακούς λόγους. Στην επιστροφή, διανυκτέρευσαν στον Βόλο, με σκοπό να πάρουν την επομένη το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη. Είχαν χάσει το δρομολόγιο που είχαν επιλέξει, οπότε κατέφυγαν στο τρένο. Ηταν ο συρμός Intercity 62, που συγκρούστηκε με την εμπορική αμαξοστοιχία 63503, στις 28 του περασμένου Φεβρουαρίου.

«Είχαμε κλείσει εισιτήριο για το βαγόνι 3, αλλά επειδή δεν θα καθόμασταν μαζί, βρήκαμε μία διπλή θέση κενή στο βαγόνι 2 – εκείνο που βλέπατε αναποδογυρισμένο», λέει σήμερα ο ίδιος στην «Κ». Τα λεπτά προ της σύγκρουσης, ο ίδιος έπαιζε σκάκι στο κινητό του και η σύντροφός του άκουγε μουσική. Και μπαμ…

Οταν πήρα το ΕΚΑΒ, και πρέπει να ήμουν ο πρώτος, δεν μπορούσα ακριβώς να τους πω πού ήμασταν, δεν καταλάβαιναν και για τι πράγμα τους μιλούσα.

«Πέσαμε πάνω στα καθίσματα, ταρακουνηθήκαμε, άνθρωποι και πράγματα πετάγονταν εδώ και εκεί», αφηγείται ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος. Είδε το έντονο φως της πυρκαγιάς· ένιωσε να τον ακουμπάει η θερμότητα· τα τζάμια έσπασαν. Πίστεψε ότι θα πεθάνει, ότι θα καούν όλοι τους ζωντανοί. Ηταν σε σοκ και τα χέρια του δεν συνεργάζονταν. Η φωτιά σχεδόν άγγιξε τη σύντροφό του.

«Είδαμε ένα άνοιγμα, βγήκαμε από το παράθυρο. Ανεβήκαμε στο πάνω μέρος του βαγονιού. Θέλαμε να πηδήξουμε στο έδαφος, αλλά είχε παντού πεταμένα σίδερα, όχι από το τρένο, που καίγονταν. Παντού πανικός, φωνές, φωτιά. Σκέφτηκα ότι η πιο σοφή κίνηση ήταν να περπατήσουμε πάνω στο βαγόνι, αλλά γλιστρούσε από τις λαμαρίνες και ίσως από κάτι λάδια», θυμάται ο ίδιος.

Οταν κατάφεραν να βρεθούν στο έδαφος, δεν υπήρχε κανείς άλλος, πέραν όσων κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από το βαγόνι τους. Στα δευτερόλεπτα του σοκ και του πανικού, σκέφτονταν αν έπρεπε να πάρουν τηλέφωνο για βοήθεια ή να επιστρέψουν να βοηθήσουν. «Οταν πήρα το ΕΚΑΒ, και πρέπει να ήμουν ο πρώτος, δεν μπορούσα ακριβώς να τους πω πού ήμασταν, δεν καταλάβαιναν και για τι πράγμα τους μιλούσα», λέει ο 19χρονος φοιτητής.

«Εζησα τον θάνατό μου»-1
©Associated Press

Ο ένας ζητούσε το κινητό του άλλου για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Ηταν όλοι τους γεμάτοι αίματα, μελανιές, χτυπήματα, κοψίματα, πονούσαν παντού, ειδικά στα πόδια. «Τα αίματα που είχα πάνω μου δεν ήταν δικά μου. Ψαχνόμασταν να δούμε τι έχουμε εξαιτίας του αίματος. Βλέπαμε κόσμο με πληγές, αίματα, θέλαμε να τους δώσουμε νερό. Από τον πανικό δεν ξέραμε τι είχαμε πάνω μας. Εγώ φορούσα ένα κοντομάνικο, ένα φούτερ και ένα μπουφάν. Εδωσα το μπλουζάκι για να καθαρίσει κάποιος τα αίματα και το φούτερ για να ζεσταθεί κάποιος άλλος. Ημασταν όλοι μαύροι από τους καπνούς».

Λίγη ώρα μετά, κατέφτασαν στο σημείο οι γονείς του και τους οδήγησαν απευθείας στο ΑΧΕΠΑ, στη Θεσσαλονίκη. «Δεν ήμουν εκδηλωτικός στα συναισθήματά μου, δεν έκλαιγα, ήμουν κάπως ήρεμος. Πιστεύαμε ότι οι περισσότεροι θα είμαστε καλά. Δεν γνωρίζαμε την έκταση της τραγωδίας. Μετά μας έπιασε πανικός, δεν πιστεύαμε αυτό που μας συνέβη. Φτάνοντας στο σπίτι και αφού κάναμε μπάνιο, προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε – ήταν γύρω στις 8 το πρωί. Δεν τα καταφέραμε· ήταν σαν να μας πίεζαν από παντού. Εγώ ένιωθα περίεργα τα κόκαλά μου», θυμάται ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος.

Επί μία εβδομάδα, με το που έκλεινε τα μάτια του, του έρχονταν ξανά και ξανά σκηνές και λάμψεις από την τραγωδία, τρεις και τέσσερις φορές μες στη μέρα. Ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, τις πρώτες ημέρες, έβγαινε έξω προσεκτικά, μόνο με τα πόδια, ή έμενε στο σπίτι με φίλους, που στην αρχή ήταν σίγουροι ότι είχε πεθάνει. «Δεν ξέρω αν ήταν από το τραύμα στο κεφάλι, που μου είχαν πει ότι έχω και να προσέχω τις πρώτες ημέρες, ή αν ήταν ψυχολογικό. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ψυχολογικό, διότι διαρκώς άκουγα φωνές», λέει ο ίδιος.

Ηταν σαν να συνειδητοποίησα πώς θα ήταν να πεθάνω. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, περίμενα πότε θα πεθάνω.

Στην αρχή, δε, δεν ήθελε διόλου να συζητάει το θέμα. Τώρα επιδιώκει να συναντά επιζήσαντες για να κουβεντιάζουν όσα συνέβησαν. Αλλά του έχει μείνει ο φόβος γενικά με τις μεταφορές, και ειδικά με τα αεροπλάνα. «Φοβάμαι και στα αστικά λεωφορεία. Φοβάμαι τους δυνατούς θορύβους, τα αυτοκίνητα. Προτιμώ, όμως, το τρένο! Επειδή επέζησα από αυτό το δυστύχημα, μάλλον λέω στον εαυτό μου ότι ξέρω τι θα πρέπει να κάνω. Νιώθω κάποια ασφάλεια, ενώ στο αεροπλάνο δεν θα έχω καμία πιθανότητα επιβίωσης. Η σύντροφός μου, που είναι Αθηναία, φοβάται διαρκώς τον θόρυβο στο μετρό, την έπιαναν στην αρχή τα κλάματα», εξομολογείται στην «Κ». «Νιώθεις ότι ο φόβος εξαπλώνεται στα πάντα· ότι θα πεθάνεις από τη μια στιγμή στην άλλη».

Ο Δημοσθένης Ηλιόπουλος, που του έχει μείνει μία βλάβη στο γόνατο που θα τον περιορίζει, όπως λέει, διά βίου, είχε αποδεχθεί, εκείνα τα τραγικά δευτερόλεπτα, ότι έρχεται το τέλος. «Ηταν σαν να συνειδητοποίησα πώς θα ήταν να πεθάνω. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, περίμενα πότε θα πεθάνω. Το μόνο καλό, αφού επέζησα, είναι ότι επανεκτίμησα τα πράγματα της ζωής, ένιωσα πιο κοντά στον εαυτό μου».

Νιώθει, όμως, πνιγμένος από την αδικία, όπως λέει ο ίδιος. «Περάσαμε όσα περάσαμε και τώρα τα αφήνουν όλα να ξεχαστούν. Το βιώνουμε ξανά και ξανά μέσα μας, αλλά για να “διορθωθεί” όλο αυτό πρέπει κάποιος να τιμωρηθεί, πρέπει κάποιος να πάει φυλακή. Η αδιαφορία είναι ακόμα χειρότερη για μας. Καμιά φορά νιώθω ότι είναι χειρότερη απ’ όσα μας συνέβησαν».

Βαγόνι 5, θέση 108

«Εζησα τον θάνατό μου»-2

Η 26χρονη Αλεξάνδρα Τσακίρη ήταν στην ίδια αμαξοστοιχία εκείνο το βράδυ. Είχε επιβιβαστεί από τον σταθμό της Θήβας, έχοντας βρεθεί στο Μαυρομμάτι Βοιωτίας για το μνημόσυνο του παππού της, με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Ηθελε να φύγει με το βραδινό τρένο της προηγουμένης, αλλά δεν έβρισκε εισιτήριο. Ετσι, επιβιβάστηκε στο Intercity 62, λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Η γραφίστρια Αλεξάνδρα Τσακίρη, με τον σύντροφό της, διατηρεί επιχείρηση βιομηχανικής κάνναβης στον Αγιο Πέτρο Κιλκίς. Οταν επιβιβάστηκε στο τρένο, ετοιμαζόταν να αναρτήσει στο Instagram μία προωθητική φωτογραφία της εταιρείας της στο χωριό με το… συνδηλωτικό όνομα. Θα έγραφε από κάτω: Δεν είναι αυτό που νομίζετε!

«Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Κάθισα στη θέση μου και έβαλα τα κλάματα. Ηταν η περίοδος των απωλειών, του παππού και του σκύλου μου, του Ρούντι. Ηταν γενικά περίεργες εκείνες οι μέρες, έβαζα τα κλάματα πανεύκολα. Με έβλεπα στο τζάμι και αναρωτιόμουν τι μ’ έχει πιάσει. Δεν είχα καν την επιθυμία να σηκωθώ από τη θέση μου. Ενιωθα και μια σύγχυση σε όλους μας εκείνη την ημέρα», λέει η ίδια στην «Κ».

Λίγα λεπτά προ της σύγκρουσης, ένιωσε μια επιθυμία για κάτι αλμυρό και σκέφτηκε προς στιγμήν να πάει στο κυλικείο. Φοβήθηκε, όμως, ότι κάποιος θα τη σταματήσει, κλαμένη, στη διαδρομή για να τη ρωτήσει τι έχει και θα ξεσπούσε ακόμα περισσότερο. Αποφάσισε να μείνει στη θέση της.

Παντού τραυματισμένοι στο λεωφορείο· μια ανυπόφορη μυρωδιά από τις λαμαρίνες· γεύση σιδήρου στο στόμα μας.

«Βάζω τα ακουστικά μου και νιώθω ότι, με επιτάχυνση, το τρένο αλλάζει ράγες προς τ’ αριστερά και τραντάζεται. Την ώρα της σύγκρουσης, τα γόνατά μου χτυπούν στην μπροστινή θέση και κάνω ό,τι μπορώ με τα χέρια για να μη χτυπήσω το κεφάλι μου. Επεσα όμως κάτω και τότε έγινε το απότομο φρενάρισμα, ενώ ήμασταν στο τούνελ. Η αμαξοστοιχία χτύπησε στα δεξιά και τα τζάμια έβγαλαν σπίθες από το ξύσιμο στο τούνελ. Είχαν πέσει τσάντες και βαλίτσες, οι άνθρωποι από τα δεξιά έπεσαν πάνω μας. Αρχισα να ακούω φωνές, άκουσα και δύο εκρήξεις όταν σταμάτησε το βαγόνι. Μετά, ουρλιαχτά. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν», θυμάται.

Το αίσθημα της επιβίωσης, όμως, υπερίσχυσε του πανικού και του άγριου φωτός από το φλεγόμενο τρένο. «Βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Ενα παιδί είχε βγάλει το κόκκινο σφυράκι για να σπάσει τα τζάμια. Ο πυροσβεστήρας δεν έβγαινε. Εξω από το παράθυρο, πολλά συντρίμμια. Ο νεαρός είχε κοπεί από το σπάσιμο των τζαμιών και ανέλαβα εγώ. Δεν ήξερα ότι έπρεπε να τα σπάσω στις γωνίες, οπότε τα κοπανούσα όπου προλάβαινα. Κόπηκα κι εγώ. Είδαμε, τότε, ότι ήμασταν ψηλά για να πέσουμε στο έδαφος. Στα πίσω βαγόνια προσπαθούσαν να ανοίξουν τις πόρτες. Ευτυχώς, από το βαγόνι 6 ή 7 ήταν μία κυρία, που ο σύζυγός της είναι πυροσβέστης ή υπάλληλος του ΟΣΕ, δεν θυμάμαι καλά, η οποία μας έδειξε τον τρόπο που ανοίγουν, κι έτσι ανοίξαμε τις πόρτες και του δικού μας βαγονιού. Βγήκα από τους τελευταίους», αφηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη.

Η ίδια, χτυπημένη σε ώμο και γόνατα και με κοψίματα από τα τζάμια, κάλεσε τον σύντροφό της με πρωτοφανή, όπως λέει, ψυχραιμία, κι ενώ στην αρχή του είπε απλώς ότι κάτι έπαθε το τρένο, σε δεύτερο τηλεφώνημα αμέσως μετά του ανέφερε τη σύγκρουση. Είδε ΕΚΑΒ, Πυροσβεστική και Αστυνομία να φτάνουν γρήγορα στο σημείο της τραγωδίας. «Μπαίνοντας στα λεωφορεία, είδαμε αμέτρητα φορεία με πολύ σοβαρά τραυματισμένους. Πολλοί έβγαζαν τα μπουφάν τους για να σκεπάσουν τους τραυματίες», θυμάται η 26χρονη επιχειρηματίας σήμερα. «Παντού τραυματισμένοι στο λεωφορείο· μια ανυπόφορη μυρωδιά από τις λαμαρίνες· γεύση σιδήρου στο στόμα μας».

«Εζησα τον θάνατό μου»-3
©Associated Press

Οι αμυντικοί της μηχανισμοί, από την ψυχραιμία, την οδήγησαν στο μαύρο χιούμορ κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τη Θεσσαλονίκη. Και μαζί κάποιους από τους συνεπιβάτες της. «Μου είχε δώσει μία θήκη με αυγά η μητέρα μου και τη βρήκα άθικτη. Γελούσαμε που όλα ήταν στη θέση τους και όλοι μου έλεγαν: “Πούλησέ τα τα αυγά της σύγκρουσης, διότι σώθηκαν!”. Στο λεωφορείο, δε, μας στενοχωρούσε ότι δεν θα προλαβαίναμε να πάμε στη δουλειά την επομένη. Τόσο δεν είχαμε καταλάβει στην αρχή τι είχε συμβεί, τη βαρύτητα όσων είχαν γίνει».

«Το τρομερό είναι ότι, περίπου έναν μήνα πριν, είχα πάει κομμωτήριο και είχα γνωρίσει δύο παιδιά, τα οποία συμπάθησα ιδιαίτερα και ήθελα να κάνω παρέα μαζί τους. Αργότερα έμαθα ότι ήμασταν στο ίδιο τρένο, αλλά δεν επέζησαν. Μαζί τους ήταν και η Εριέττα, που είναι η μοναδική επισήμως αγνοούμενη· εκείνα τα λεπτά ήταν στο κυλικείο», διηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη.

Οταν έφτασε, τελικά, στη Θεσσαλονίκη, έσπευσε στο ΑΧΕΠΑ για τις απαραίτητες εξετάσεις, συνοδεία του συντρόφου της και έχοντας ήδη ειδοποιήσει τους γονείς της. «Οταν ήμουν έτοιμη να πάω για ύπνο, δεν μπορούσα φυσικά να κοιμηθώ και με έπιασε νευρικό γέλιο. “Θα λέω ότι είμαι σαν να με πάτησε τρένο και θα το εννοώ”, έλεγα γελώντας. Δεν με ένοιαζε η δική μου ζωή, αλλά αυτούς που θα άφηνα πίσω – αυτό θεωρώ ότι μας απασχολεί όλους πάνω κάτω».

Η Αλεξάνδρα Τσακίρη, τις πρώτες μέρες, είχε ένα παγωμένο χαμόγελο. Δεν ήταν χαράς. Μπορεί να χαιρόταν που επέζησε, όπως λέει στην «Κ», αλλά όχι για τους τόσο πολλούς νεκρούς. Τα ένιωθε όλα παγωμένα. «Με κάθε δυνατό ήχο από αυτοκίνητο, σφίγγεται το στομάχι μου, φοβάμαι, μαγκώνουν οι ώμοι μου. Εχω ακόμη την αίσθηση του φόβου. Αποφεύγω να οδηγήσω αλλά έχω ξαναμπεί σε τρένο. Ετσι κι αλλιώς, από το 2015, οπότε και μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, το χρησιμοποιώ ανελλιπώς. Κι είπα, “όχι, εγώ θα ξαναμπώ σε τρένο. Δεν θα το αφήσω έτσι”».

Εχω φλασμπάκ. Μου έρχεται ξανά και ξανά όλο το συμβάν, νιώθω το τράνταγμα, πολλές φορές σε όλη τη διάρκεια της ημέρας· νιώθω ότι πρέπει να βγω από το βαγόνι και να κρατήσω, να αντέξω.

Νιώθει, όμως, ότι διαρκώς μπαίνει και βγαίνει στο ίδιο βαγόνι ξανά και ξανά. Υποφέρει από κρίσεις πανικού και από έλλειψη συγκέντρωσης σε δουλειές κλειστού χώρου. «Εχω φλασμπάκ. Μου έρχεται ξανά και ξανά όλο το συμβάν, νιώθω το τράνταγμα, πολλές φορές σε όλη τη διάρκεια της ημέρας· νιώθω ότι πρέπει να βγω από το βαγόνι και να κρατήσω, να αντέξω», εξομολογείται.

Αρχισε να χάνει βάρος, νιώθοντας ότι οι γύρω της δεν έπαιρναν στα σοβαρά όσους είχαν επιζήσει της τραγωδίας των Τεμπών. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι, αφού είχα φύγει από την προηγούμενη δουλειά όπου η εργοδότρια μετά δυσκολίας με άφηνε να παίρνω άδεια για την ομαδική ψυχοθεραπεία στο ΑΧΕΠΑ, με καλούσαν για συνέντευξη σε αιτήσεις πρόσληψης που είχα κάνει για να ακούσουν τη δική μου εκδοχή της ιστορίας. Δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά να με προσλάβουν. Κι εγώ αναγκαζόμουν να ξαναβλέπω και να ξαναβιώνω τα πάντα», λέει στην «Κ».

Κατέφυγε και πάλι στον σαρκασμό για να αμυνθεί, αλλά θυμάται να μην μπορεί να περιγράψει με λέξεις το συμβάν, σαν να μην μπορούσε, όπως αφηγείται η Αλεξάνδρα Τσακίρη, να εκφράσει το ακριβές βίωμα. «Εβγαζα ήχους – μπαμ, μπουμ, τέτοια».

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι με καλούσαν για συνέντευξη σε αιτήσεις πρόσληψης που είχα κάνει για να ακούσουν τη δική μου εκδοχή της ιστορίας. Δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά να με προσλάβουν. Κι εγώ αναγκαζόμουν να ξαναβλέπω και να ξαναβιώνω τα πάντα.

«Αρχισα να σκέφτομαι ότι επιβίωσα από κάτι. Ηταν ένα μάθημα για μένα: ότι η ζωή με υποχρεώνει να κάνω αυτό που θέλω, να μην κάνω πράγματα που δεν ήθελα, όπως το τότε εργασιακό μου περιβάλλον, που ήταν τρομερά δύσκολο. Επιζήσαμε από κάτι τέτοιο. Δεν πρέπει να κάνουμε τα λάθη που κάναμε ως τότε», λέει σήμερα η Αλεξάνδρα Τσακίρη.

«Νιώθω ότι δεν έκανα όσα περισσότερα μπορούσα για τους συνεπιβάτες μου. Με πονάει ακόμη αυτό. Ολοι, θεωρώ, αυτό σκεφτόμαστε. Κάπως ησυχάζω τη συνείδησή μου λέγοντας ότι κάναμε ό,τι μπορούσαμε».

Η 26χρονη επιχειρηματίας είναι οργισμένη, όπως λέει, με το ότι η τραγωδία των Τεμπών ξεχνιέται και δηλώνει αποφασισμένη να κρατήσει το ζήτημα στην επιφάνεια, όσες μηνύσεις κι αν χρειαστεί να κάνει. «Ηταν δολοφονία όλο αυτό. Γνώριζαν την κατάσταση του δικτύου και δεν έκαναν τίποτα όλα αυτά τα χρόνια», συμπληρώνει.

«Ο δεκάχρονος γιος μου, όταν φυσάει, παγώνει και με κοιτάει στα μάτια»

Ο 48χρονος Δημήτρης Φιλιππής στις 23 Ιουλίου του 2018 επέστρεφε μετά τη δουλειά (διατηρούσε με τον αδελφό του επιχείρηση μπρούντζινων κατασκευών στον Πειραιά) στο Μάτι, όπου είχαν οικογενειακώς νοικιάσει ένα σπίτι για τις διακοπές τους. Λίγο μετά τις 4 το μεσημέρι, είχε ακούσει κάτι για φωτιά, αλλά δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. «Ημασταν συνηθισμένοι σε τέτοια φαινόμενα στην περιοχή, παρότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν πλησιάσει οι φωτιές στο Μάτι», λέει σήμερα στην «Κ».

Μετέφερε με το αυτοκίνητο τη σύζυγό του, Μήτση, και τον τότε 5,5 ετών γιο τους στην παραλία και επέστρεψε στο σπίτι για να ξεκουραστεί. Εκείνη τη στιγμή είδε καπνούς για πρώτη φορά και ανησύχησε. Κατευθύνθηκε προς τη Μαραθώνος, όπου τυχαία συνάντησε τον πεθερό του, επίσης θορυβημένο. «Κάνω να δω προς τα δεξιά και βλέπω την ίδια την άσφαλτο να έχει πάρει φωτιά. Το διανοείστε;»

Είπα, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από εδώ. Η μοναδική μας ελπίδα ήταν να βγω να ψάξω για βοήθεια.

Οι δύο άνδρες έσπευσαν να παραλάβουν την υπόλοιπη οικογένεια από την παραλία, όπου τους βρήκαν όλους ανέμελους, όπως θυμάται. Τους ενημερώνουν και ορμούν στο αυτοκίνητο, ενώ άλλοι τριγύρω τούς παρακαλούσαν να τους πάρουν μαζί τους, έχοντας αντιληφθεί το μέγεθος της πυρκαγιάς. «Κλείνει η είσοδος της κατασκήνωσης, στην παραλία της οποίας βρίσκονταν όλοι, και κατευθύνομαι μέσα από κάτι κατσάβραχα προς τη δεύτερη είσοδο, που ήταν κλειδωμένη με αλυσίδα. Είπα, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από εδώ. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι πολύ, στο μεταξύ. Πήρα φόρα με το αυτοκίνητο για να ρίξω την πόρτα. Επειτα από 2-3 προσπάθειες, φαίνεται ότι πήρα πολλή φόρα με το αυτοκίνητο και, σπάζοντας την πόρτα, κολλήσαμε στο ρέμα. Η μία θεία της Μήτσης λιποθύμησε, άλλες δύο κυρίες ήταν μες στον πανικό. Παρακάτω ήταν ένας κύριος ζαλισμένος από τους καπνούς. Η μοναδική μας ελπίδα ήταν να βγω να ψάξω για βοήθεια».

Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή και ο ίδιος δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Προσπάθησε να βρει καταφύγιο σε μία υπό κατασκευή κατοικία. Κι εκεί, όμως, εγκλωβίστηκε από τους καπνούς. Στο μεταξύ, η υπόλοιπη οικογένεια είχε κατευθυνθεί προς τη θάλασσα, όπως έκανε εντέλει και ο ίδιος ο Δημήτρης Φιλιππής. 

«Εζησα τον θάνατό μου»-4
©Associated Press

«Δεν έχω ιδέα πώς έφτασα στα βράχια και βούτηξα στη θάλασσα. Ακουσα φωνές και κολύμπησα προς τα εκεί. Είχα ήδη κάψει τον δεξί μου πνεύμονα από τη θερμότητα. Ημουν στη θάλασσα περίπου 3,5 ώρες, περίπου πέντε η σύζυγος και ο γιος μου. Λιποθυμούσα διαρκώς και με συνέφερε ένα παιδί που αργότερα είχε έρθει να με δει στο νοσοκομείο, για να μου καλύψει και τα κενά μνήμης που είχα. Με είχε δει στην τηλεόραση και βρήκε ότι νοσηλευόμουν στον Ευαγγελισμό».

Ξαφνικά, άκουσαν ότι έρχονται βάρκες. Ο Δημήτρης Φιλιππής, όταν ανέβηκε στη βάρκα, συνειδητοποίησε ότι η σάρκα του κρέμεται καμένη. «Εκεί λιποθύμησα ξανά. Μας πήγαν στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κατέβαζαν κόσμο από τα τουριστικά πλοία – σαν να μην ήξεραν ότι θα κλείσει ο δρόμος για τα ασθενοφόρα. Από τη μια οι καμένοι, από την άλλη οι τουρίστες. Μετά βρέθηκα στον Ευαγγελισμό, όπου έμεινα 1,5 μήνα σε καταστολή και 2,5 μήνες συνολικά στην εντατική. Μόνο το όνομά μου είχα προλάβει να πω στους γιατρούς. Οταν συνήλθα, το νοσηλευτικό προσωπικό με έβλεπε στους διαδρόμους και με αγκάλιαζε. Εκλαιγαν όλοι που τα είχα καταφέρει, άνθρωποι άγνωστοι σ’ εμένα. Με είχαν για τελειωμένο», θυμάται.

Μετά το εξιτήριο, είχε αρχίσει ο Γολγοθάς των δικών και της γραφειοκρατίας. Ο Δημήτρης Φιλιππής περιγράφει σήμερα λεπτομερώς κάθε καθυστέρηση, κάθε λάθος υπαλλήλου, πώς ένιωθε με τα 310 ευρώ βοήθημα, πώς ένιωσε με τον τιμητικό διορισμό του στο υπουργείο Δικαιοσύνης με 680 ευρώ μισθό.

Μόνο το όνομά μου είχα προλάβει να πω στους γιατρούς. Οταν συνήλθα, το νοσηλευτικό προσωπικό με έβλεπε στους διαδρόμους και με αγκάλιαζε. Εκλαιγαν όλοι που τα είχα καταφέρει, άνθρωποι άγνωστοι σ’ εμένα. Με είχαν για τελειωμένο.

Το νοσοκομείο, όπως λέει, έχει γίνει δεύτερο σπίτι του. «Σακατεύτηκα», είναι η ακριβής περιγραφή του. Εχει αποφασίσει να μην πηγαίνει πλέον στο Μάτι, προσπαθώντας να μείνει μακριά από το τραύμα. Ωστόσο, «όλοι μας το κουβαλούμε – μας κυνηγούσε η φωτιά και τρέχαμε να σωθούμε, παντελώς αβοήθητοι. Και εξοργίζομαι όταν γκρινιάζει ο κόσμος για τις ειδοποιήσεις για εκκενώσεις που στέλνει το 112 έκτοτε, που και τότε υπήρχε, αλλά δεν λειτουργούσε. Δεν μπορώ να ξεπεράσω τον φόβο εκείνων των στιγμών, που βρίσκαμε όπου κι αν γυρνούσαμε ένα τείχος από φωτιά. Οταν, σε κάποια φάση, έπεσα κάτω, σκέφτηκα ότι η ζωή σταματάει εδώ. Οτι δεν θα δω τον γιο μου να μεγαλώνει, που μου έλεγε ότι δεν θέλει να μεγαλώσει, διότι, αν μεγαλώσει εκείνος, θα μεγαλώσω κι εγώ και θα πάω στο φεγγαράκι όπου ήταν ο παππούς του. Σκεφτόμουν τη μάνα του να προσπαθεί να του εξηγήσει ότι έχω πεθάνει».

Σήμερα, ο γιος του Δημήτρη Φιλιππή είναι 10 χρονών και, κάθε φορά που φυσάει, παγώνει και τον κοιτάει στα μάτια, όπως εξομολογείται. Και κάθε καλοκαίρι, με τις φωτιές, επανέρχονται όλα μπροστά του: o τρόμος ότι θα πέθαινε με τον πιο βασανιστικό τρόπο.

Κάθε καλοκαίρι, με τις φωτιές, επανέρχονται όλα μπροστά του: o τρόμος ότι θα πέθαινε με τον πιο βασανιστικό τρόπο.

«Πλέον θέλω να φύγω από την Ελλάδα. Ντρέπομαι πια για την καταγωγή μου. Μόλις ξεμπερδέψω με όλα τα δικαστήρια, θα φύγω στον Καναδά. Δεν θέλω ο γιος μου να μεγαλώσει σε αυτή τη χώρα, σε αυτές τις συνθήκες. Και δεν είναι μόνο το κράτος· είναι και οι ίδιοι οι πολίτες, οι υπάλληλοι που ασχολήθηκαν με εμάς, τα υπουργεία, οι υπηρεσίες, όλοι. Για όλους αυτούς θα ήταν καλύτερο να είχαμε πεθάνει», λέει ο Δημήτρης Φιλιππής.

«Το καλό, όμως, είναι ότι νιώθω ότι μου δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία από τον Θεό. Και ότι δέθηκα ακόμα περισσότερο με την οικογένειά μου· νιώσαμε ο ένας την απώλεια του άλλου. Με τη Μήτση, που είμαστε μαζί από τα 14, είμαστε πιο αγαπημένοι και πιο ερωτευμένοι από ποτέ», λέει στο τέλος της κουβέντας μας.

Η γυναίκα-σύμβολο του Ματιού

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, ένα ασθενοφόρο περιμένει στις έξι το πρωί την Πηνελόπη Κωνσταντάκη έξω από το σπίτι της στο Κόκκινο Λιμανάκι για να τη μεταφέρει για αιμοκάθαρση στο Νοσοκομείο Γεννηματά.

Την 23η Ιουλίου 2018, η ίδια, 70 ετών σήμερα, δεν είχε επίσης αντιληφθεί τίποτα – ήταν μια ήσυχη μέρα, όπως αναφέρει στην «Κ». Ξαφνικά, άκουσε κινητικότητα και μαρσαρίσματα αυτοκινήτων. Στην αρχή θεώρησε ότι είναι κάποια βάπτιση στον παρακείμενο ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οταν βγήκε στο μπαλκόνι, είδε την εκκλησία τυλιγμένη στις φλόγες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, η φωτιά γιγαντώθηκε και έφτασε στο πάνω μέρος του οικοπέδου της. Θυμάται τον άγριο αέρα, που έκανε τα πεύκα να λυγίζουν στο χώμα.

Ακουγα εκρήξεις από παντού και έλεγα ότι θα πεθάνω εδώ. Βγαίνοντας στον δρόμο βλέπω όχημα της Πυροσβεστικής και έναν νεκρό μπροστά μου. Μου λένε, “μην κοιτάτε γύρω σας, τρέξτε προς τη Ραφήνα”.

Αρχισαν να πετάγονται παντού καμένα κουκουνάρια. Ενστικτωδώς, αρχίζει να καταβρέχει την περιουσία της. «Πώς σκέφτεται κανείς καμιά φορά», αναλογίζεται σήμερα. Αρπάζει το κινητό, τον φορτιστή και τα κλειδιά, έχοντας κλείσει όλα τα παράθυρα του σπιτιού, και βγαίνει. «Παντού μαυρίλα, σαν να είχε νυχτώσει, δεν μπορούσα να οδηγήσω, ήταν όλα μαύρα», θυμάται η Πηνελόπη Κωνσταντάκη, που είχε αφήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου πάνω στην πόρτα του οχήματός της που εντέλει έγινε στάχτη. 

Ενιωσε ότι την καίνε τα κουκουνάρια. Είχε φύγει από το σπίτι με καλοκαιρινά ρούχα και κάθε ακάλυπτη επιφάνεια του δέρματός της κάηκε. Θεωρείται εγκαυματίας στο 45% του σώματός της. «Ακουγα εκρήξεις από παντού και έλεγα ότι θα πεθάνω εδώ. Βγαίνοντας στον δρόμο βλέπω όχημα της Πυροσβεστικής και έναν νεκρό μπροστά μου. Μου λένε, “μην κοιτάτε γύρω σας, τρέξτε προς τη Ραφήνα”. Ευτυχώς βρέθηκε ένας γείτονας και με πήγε προς τα εκεί».

«Εζησα τον θάνατό μου»-5
©Associated Press

Στη Ραφήνα, περίμενε δύο ώρες, καμένη παντού. Λιποθυμούσε συνεχώς. Το ασθενοφόρο τη μετέφερε στον Ευαγγελισμό, όπου παρέμεινε για περίπου δύο ώρες. Μετά, μεταφέρθηκε στο Λάτσειο Κέντρο Εγκαυμάτων της Ελευσίνας. Εκεί νοσηλεύθηκε για τέσσερις μήνες. Ισάριθμους μήνες νοσηλεύθηκε στη ΜΕΘ του Θριάσιου Νοσοκομείου, όπου «τρεις φορές ένιωσα ότι θα πεθάνω, ένιωθα ότι έφευγα», αφηγείται στην «Κ» η Πηνελόπη Κωνσταντάκη, που πέρασε επίσης περίπου οκτώ μήνες σε κέντρο αποκατάστασης. «Εφυγα από το σπίτι μου το καλοκαίρι του 2018 και επέστρεψα τα Χριστούγεννα του 2019», θυμάται.

Η μορφίνη που της χορηγείτο για τους απάνθρωπους, αφόρητους πόνους την έκανε, όπως λέει, να φαντάζεται διάφορα και να πλάθει ιστορίες, να μπερδεύει τον μύθο με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, όμως, της είχε προκαλέσει οκτώ σηψαιμικά σοκ, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντική βλάβη οι νεφροί της. Η Πηνελόπη Κωνσταντάκη υπέμεινε, επίσης, τέσσερις ανοικτές αγγειακές επεμβάσεις λόγω θρομβώσεων και επτά πλαστικές εγχειρίσεις, όπου ένιωθε ότι της έβγαζαν τη σάρκα. «Είχε αρχίσει να μου αρέσει η μυρωδιά του χειρουργείου», λέει σήμερα.

Η Πηνελόπη Κωνσταντάκη υπέμεινε οκτώ σηψαιμικά σοκ, τέσσερις ανοικτές αγγειακές επεμβάσεις λόγω θρομβώσεων και επτά πλαστικές εγχειρίσεις, όπου ένιωθε ότι της έβγαζαν τη σάρκα. «Είχε αρχίσει να μου αρέσει η μυρωδιά του χειρουργείου», λέει σήμερα.

Τότε, έλεγε ότι δεν θέλει να ζήσει άλλο. «Σάπιζε η σάρκα μου», περιγράφει. Θυμάται να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη, 34 κιλά πια, και να χαιρετάει νομίζοντας ότι ήταν κάποιος άλλος ασθενής. Ηταν, εξάλλου, η τελευταία που είχε πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο και στο Μάτι τής είχαν ετοιμάσει γιορτή επιστροφής για τη γυναίκα-σύμβολο των επιζησάντων της τραγωδίας, όπως την είχαν ονομάσει. Αλλωστε, ένας γιατρός της είχε πει ότι είχε καταρρίψει όλα τα ιατρικά δεδομένα και όλες τις προσδοκίες. Ηταν ο ίδιος γιατρός που νωρίτερα πρότεινε στους οικείους της να την αποσυνδέσουν για να «φύγει» ήσυχα. «Ευτυχώς, ο αδελφός μου δεν είχε συμφωνήσει ποτέ σε κάτι τέτοιο».

Η απελπισία, βέβαια, έδωσε τη θέση της στην αισιοδοξία της επιζήσασας. «Είπα ότι θα ξαναγράψω το βιβλίο της ζωής μου από την αρχή». Και, αμέσως, πλημμύρισε με θέληση για ζωή ξανά, εκείνη, με τα πολυοργανικά τραύματα και την αισθητική πολυνευροπάθεια. Και τα κατάφερε. Σήμερα, περπατάει υπερήφανα ως τη Ραφήνα, συμμετέχει σε ιδιωτικές λέσχες φιλοσοφίας και λογοτεχνίας («όπου βρίσκω εκ νέου νόημα για ζωή και για αποφυγή των καθημερινών μας μικροτήτων»). Τρώει με τους φίλους της, περνάει χρόνο με την οικογένειά της ενώ σκέφτεται να αγοράσει ξανά ένα –αυτόματο αυτή τη φορά– αυτοκίνητο.

Θυμάται να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη, 34 κιλά πια, και να χαιρετάει νομίζοντας ότι ήταν κάποιος άλλος ασθενής.

Σαν να ήταν, όμως, προετοιμασμένη για όλα αυτά. «Ημουν δοκιμασμένη από μικρή», λέει η Πηνελόπη Κωνσταντάκη. Αναφέρεται στην επιστροφή της στην Ελλάδα από τη Ρώμη, όπου είχε σπουδάσει Ιατρική. Οι διαδοχικές, βαριές ασθένειες των γονιών της την έφεραν ενώπιον δύσκολων καταστάσεων φροντίδας, κάτι που, όμως, την έχει θωρακίσει πολλαπλά. Και σωματικά και πνευματικά, παρέα με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. «Ο πατέρας μου είχε “φύγει” το 2017. Τότε είχα πει ότι είναι επιτέλους η ώρα να ξεκουραστώ. Ηρθε όμως το 2018…»

Νιώθει ακόμη την πικρία τού «γιατί να γίνει όλο αυτό;». «Δίνω πρώτα απ’ όλα την ευθύνη στον άνθρωπο που έβαλε τη φωτιά. Η κρατική ανεπάρκεια, όμως, μας απόκαψε», όπως λέει χαρακτηριστικά η Πηνελόπη Κωνσταντάκη. Περιμένει την αποζημίωση που θα εκδικασθεί για να καταφέρει να πληρώσει τις φυσικοθεραπείες που είναι απαραίτητες και σήμερα δεν μπορεί να αντέξει και αυτές οικονομικά.

«Κοιτάω, όμως, μπροστά» λέει χαρακτηριστικά.

«Ηταν δύο ώρες νεκρή στα κάγκελα της περίφραξης»

Η 68χρονη Ντίνα Τετράδη ζει στη Μάνδρα με την οικογένειά της από το 1985, όπου είχαν μετακομίσει από την Ελευσίνα. Πριν από τη φονική πλημμύρα του 2017, η περιοχή είχε πλημμυρίσει άλλες πέντε φορές, «αλλά τότε είχαμε μόνον υλικές ζημιές, οπότε δεν ασχολήθηκε κανείς μ’ εμάς, όπως είχα πει και στο δικαστήριο», περιγράφει σήμερα στην «Κ».

Στις 6:30 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 2017, η Ντίνα Τετράδη και η οικογένειά της ξύπνησαν από τον θόρυβο των ορμητικών νερών. «Παρέσερναν κάδους, ξύλα, αυτοκίνητα, μέχρι και τη δεξαμενή του πετρελαίου, τα πάντα, από εμάς αλλά και από τα πάνω οικόπεδα», λέει. Στο ισόγειο της κατοικίας της, είχαν διαμορφώσει έναν χώρο για την 89χρονη, τότε, μητέρα της. Η πίεση του νερού είχε σπάσει την πόρτα του διαμερίσματός της. Η ηλικιωμένη Αναστασία Τετράδη παρασύρθηκε από τον χείμαρρο, που την άφησε νεκρή στην περίφραξη του οικοπέδου. «Τη βλέπαμε επί δύο ώρες νεκρή στα κάγκελα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Το νερό είχε φτάσει στο 1,80 μέτρα ύψος και ήταν ορμητικό. Μόνο κάτι γείτονες κατάφεραν κάποια στιγμή να της ρίξουν κάτι να τη σκεπάσουν, ώσπου να έρθουν να την απεγκλωβίσουν οι πυροσβέστες».

Bλέπαμε την 89χρονη μητέρα μου επί δύο ώρες νεκρή στα κάγκελα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Το νερό είχε φτάσει στο 1,80 μέτρα ύψος και ήταν ορμητικό. Μόνο κάτι γείτονες κατάφεραν κάποια στιγμή να της ρίξουν κάτι να τη σκεπάσουν, ώσπου να έρθουν να την απεγκλωβίσουν οι πυροσβέστες.

Αυτή την εικόνα θυμάται ξανά και ξανά η Ντίνα Τετράδη, που επί περίπου έναν μήνα παρέμεινε, με την οικογένειά της, εγκλωβισμένη στο σπίτι, αφού είχαν μεν υποχωρήσει τα νερά αλλά είχαν μείνει τόνοι λάσπης. Θυμάται να τους βοηθούν στρατιώτες από την Κύπρο. Θυμάται και τη γενναιοδωρία των γύρω επιχειρήσεων για να τους προσφέρουν τροφή και νερό τρεις φορές τη μέρα. Θυμάται και το βουβό πένθος που έζησαν όλοι τους με τον άδοξο χαμό της μητέρας της.

«Εζησα τον θάνατό μου»-6
©Associated Press

«Εκτοτε, είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή. Με την παραμικρή βροχή μεταφέρουμε τα αυτοκίνητα σε ένα ύψωμα, κλεινόμαστε στο σπίτι μας και περιμένουμε τι θα μας βρει. Ειδικά όταν έχει έκτακτο δελτίο καιρού, ταραζόμαστε όλοι μας εδώ γύρω. Επιμένουμε όμως να ζούμε», λέει η ίδια, παρότι είχαν σκεφτεί πολλές φορές να πουλήσουν την περιουσία τους και να φύγουν για αλλού. «Ποιος, όμως, θα αγοράσει σπίτι εδώ;» έλεγαν τότε οικογενειακώς.

Ποιος θέλει να ζει πάντα με τον δικό μας φόβο; Οτι θα καληνυχτίσεις έναν δικό σου και το πρωί μπορεί να μην τον βρεις ζωντανό επειδή έβρεξε;

«Ποιος θέλει να ζει πάντα με τον δικό μας φόβο; Οτι θα καληνυχτίσεις έναν δικό σου και το πρωί μπορεί να μην τον βρεις ζωντανό επειδή έβρεξε;»

Ο δικός της φόβος, βέβαια, συνοδεύεται από οργή που δεν τιμωρήθηκε κανένας, που άκουγαν προ της φονικής πλημμύρας δημοτικούς άρχοντες να τους λένε ότι τέτοια πράγματα είναι αδύνατον να συμβούν στην περιοχή. «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Και δεν υπάρχει ενδιαφέρον» λέει η Ντίνα Τετράδη στο κλείσιμο της κουβέντας μας.

«Παντού μια γκρίζα, λασπωμένη σιωπή»

«Εζησα τον θάνατό μου»-7

Η 6η Σεπτεμβρίου 2023 ήταν μία ήμερα που το Παλαιό Λιμεναρχείο Βόλου δεν θα ξεχάσει ποτέ. Οπως δεν θα ξεχάσει και την 27η του ίδιου μήνα. Ο «Daniel» και ο «Elias» δεν χαρίστηκαν σε κανέναν.

Για τον 44χρονο Χριστόφορο Σεμέργελη, υπάλληλο της Περιφέρειας Θεσσαλίας και γέννημα θρέμμα του Παλαιού Λιμεναρχείου, η βροχή δεν προμήνυε την επικείμενη καταστροφή. «Είχα δει βέβαια πλημμυρισμένους δρόμους στη γειτονιά μου, το Παλαιό Λιμεναρχείο, δίπλα στο εμπορικό λιμάνι του Βόλου, αλλά δεν είχα φανταστεί κάτι τέτοιο», λέει ο ίδιος στην «Κ».

Μέσα σε λίγα λεπτά, γύρω στις 11:30 το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, ο ξεχειλισμένος Κραυσίδωνας πλημμυρίζει τα πάντα. «Εκείνη την ημέρα δεν είχα πάει στη δουλειά. Είχα μείνει στο σπίτι με τη σύζυγό μου και τον 3,5 ετών γιο μας. Είδαμε το ρέμα να κατεβαίνει ορμητικά και να πλημμυρίζει τη συνοικία μας. Στα 44 μου, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα και δεν πίστευα ότι θα φτάναμε εκεί που φτάσαμε».

Οταν άρχισε να πλημμυρίζει το ισόγειο, όπου είναι τα βασικά δωμάτια του σπιτιού, ο Χριστόφορος Σεμέργελης και η σύζυγός του πήραν αμέσως το παιδί και τα απολύτως απαραίτητα και κατευθύνθηκαν στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονται τα δωμάτια. Είναι το πατρικό του, που είχε πρόσφατα ανακαινιστεί με τον κόπο και τον ιδρώτα μιας ζωής, όπως λέει ο ίδιος. 

Παρέμειναν στο σπίτι, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής. Ολη η οικοσκευή του ισογείου, κατεστραμμένη. Το ίδιο και σε όλα τα σπίτια της συνοικίας. Το πρώτο βράδυ το πέρασαν στο σπίτι, έχοντας φιλοξενήσει ηλικιωμένη γειτόνισσα που είχε ζητήσει βοήθεια, καθώς τα νερά ήταν έτοιμα να την παρασύρουν.

«Εζησα τον θάνατό μου»-8
Η μοναδική παιδική χαρά του Παλαιού Λιμεναρχείου. (©Αρχείο Χριστόφορου Σεμέργελη)

«Την επομένη, με το νερό ως τη μέση, πήραμε τον γιο μας αγκαλιά και λίγα πράγματα και βγήκαμε σ’ ένα σημείο όπου μας περίμεναν οι γονείς της συζύγου μου, για να φύγουν για το σπίτι τους σε προάστιο του Βόλου – πάνω απ’ όλα, η προστασία της ανθρώπινης ζωής. Το παιδί έδειξε τεράστια ψυχραιμία, καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά», θυμάται. Ο ίδιος έμεινε στο σπίτι για να απομακρύνει τις λάσπες όπως μπορούσε. Χωρίς, όμως, νερό δεν ήταν εύκολη υπόθεση. 

Προσπαθούσε επί μέρες να απομακρύνει τις λάσπες και κάπως είχε κατορθώσει να καθαρίσει τα πάντα με μεγάλη επιμέλεια, αλλά η μοίρα δεν φάνηκε διόλου γενναιόδωρη. «Στις 27 Σεπτεμβρίου, ήταν η μέρα της μαρμότας… Ηταν πολύ νωπή η καταστροφή 20 ημέρες πριν, με τον “Daniel”. Στη δεύτερη διαδοχική καταστροφή, νιώσαμε ένα κενό, είχαμε αδειάσει από συναισθήματα. Εβλεπες στα μάτια όλων των γειτόνων την παραίτηση. Η ελπίδα για επιστροφή στην κανονικότητα είχε χαθεί για πάντα».

Στη δεύτερη διαδοχική καταστροφή, νιώσαμε ένα κενό, είχαμε αδειάσει από συναισθήματα. Εβλεπες στα μάτια όλων των γειτόνων την παραίτηση. Η ελπίδα για επιστροφή στην κανονικότητα είχε χαθεί για πάντα.

Δύο μήνες μετά, ο ίδιος περιγράφει μια συνοικία διαλυμένη. «Επιχειρήσεις και σπίτια έχουν μείνει με τα έντονα σημάδια της καταστροφής. Μας θυμίζουν διαρκώς τι περάσαμε. Η σύζυγος και το παιδί μας παραμένουν στο σπίτι των γονιών της, αλλά εγώ έρχομαι και μένω εδώ τα βράδια. Είχαμε κρούσματα πλιάτσικου στη συνοικία – μία λαϊκή συνοικία, όπου άνθρωποι μένουν μια ζωή, παλεύοντας με μόχθο και επιμονή για την επιβίωση. Θυμάμαι ηλικιωμένους να ψάχνουν μέσα στα λασπωμένα έπιπλα μπας και βρουν κάτι δικό τους. Ηταν τρομερό: ήμασταν καθηλωμένοι στην απελπισία και στα λασπωμένα έπιπλα». 

«Κάθε φορά που επιστρέφω βλέπω ερήμωση, μια λασπωμένη θλίψη», λέει στην «Κ» ο Χριστόφορος Σεμέργελης. «Και σιωπή. Παντού μια γκρίζα σιωπή. Μέσα σε αυτή τη σιωπή παλεύουμε να ξαναζωντανέψουμε τη γειτονιά μας. Το Παλαιό Λιμεναρχείο είναι φάντασμα του εαυτού του. Φοβόμαστε, κι αυτό είναι δυσβάσταχτο, ότι θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, και νιώθουμε εντελώς απροστάτευτοι. Οι άνθρωποι εδώ έχουν χτίσει τα μπαλκόνια τους για να μην ξαναμπεί νερό, το φαντάζεστε αυτό; Με την παραμικρή βροχή, που σ’ εμάς είναι συνηθισμένες, σφίγγεται η καρδιά μας».

Θυμάμαι ηλικιωμένους να ψάχνουν μέσα στα λασπωμένα έπιπλα μπας και βρουν κάτι δικό τους. Ηταν τρομερό: ήμασταν καθηλωμένοι στην απελπισία και στα λασπωμένα έπιπλα.

Ο 44χρονος Βολιώτης φοβάται ότι, όσο δεν έρχονται οι μηχανικοί της πολιτείας να ελέγξουν και να καταγράψουν το μέγεθος της καταστροφής των σπιτιών, η υγρασία θα προχωρεί και θα βλάψει τα θεμέλια του σπιτιού, καθώς απαγορεύεται να κάνουν οποιαδήποτε παρέμβαση νωρίτερα.

Το μόνο θετικό είναι ότι αναπτύχθηκε η αλληλεγγύη στη γειτονιά, αλλά είχαμε και μεγάλη βοήθεια από τους εθελοντές, από ανθρώπους που δεν μας γνώριζαν καν και ήρθαν εδώ να βάλουν ένα χεράκι, όταν δεν είναι κανείς άλλος εδώ πέρα. Ηταν τρομερά συγκινητικό να σε βοηθούν άγνωστοι άνθρωποι. Μέσα στη λάσπη γεννήθηκε η ελπίδα. Επιμένουμε, δεν μας έχει μείνει κάτι άλλο να κάνουμε. Αλλά η πολιτεία οφείλει να σταθεί αρωγός, διότι τις πρώτες ημέρες ήμασταν στο έλεος του Θεού». 

«Μόνιμο άγχος ότι θα μας συμβεί και τρίτη και τέταρτη φορά»

«Εζησα τον θάνατό μου»-9

Ο 42χρονος Δημήτρης Κανελλής διατηρεί κατάστημα εργαλείων και βιομηχανικών ειδών στο Παλαιό Λιμεναρχείο Βόλου επίσης. Είδε τη συνοικία του να πλημμυρίζει και δεν κρύβει την πικρία του που «οι δημοτικές αρχές, ενώ γνώριζαν για τη θεομηνία που πλησιάζει, δεν έκαναν τίποτα για να μαζέψουν το εργοτάξιο σε υπό κατασκευή παρακείμενο κόμβο, όπου είχαν συγκεντρωθεί φερτά υλικά. Δεν έκαναν τίποτα για να βαθύνουν το ποτάμι στη γέφυρα κοντά στον ΟΣΕ, που είναι χαμηλή και είναι γνωστό προβληματικό σημείο. Οταν ξεκίνησε η βροχή, άρχισε να πλημμυρίζει η περιοχή του Παλαιού Λιμεναρχείου, διότι στο παρακείμενο αντλιοστάσιο είχαν σταματήσει οι εργασίες επιδιόρθωσής του. Τα σπίτια πιο κοντά σε αυτό είχαν πλημμυρίσει πρώτα. Αργότερα, επιδιορθώθηκε, όταν ξεχείλισε ο Κραυσίδωνας και άρχισε να πλημμυρίζει όλη η περιοχή μας. Εδώ, το νερό συσσωρεύεται και δημιουργείται φράγμα, αφού συμβάλλει σε αυτό και το τοιχίο του Παλαιού Λιμεναρχείου, το οποίο έχουμε ζητήσει επανειλημμένως να αντικατασταθεί με κάγκελα, για να διοχετεύεται το νερό. Τις πρώτες ώρες της πλημμύρας οι αρχές έλεγαν ότι δεν είναι όλες ακριβώς αρμόδιες γι’ αυτό το τοιχίο, κι έτσι χάσαμε μία ολόκληρη μέρα».

Αποφασίσαμε να φύγουμε. Για να βγούμε, δε, πήρα τις κυρίες του γραφείου στην πλάτη μου. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να αποκλειστούμε εδώ μέσα.

Οταν τα νερά είχαν φτάσει στην επιχείρηση, εκείνος και οι συνεργάτες του άρχισαν να τοποθετούν τα εργαλεία σε ψηλά σημεία. «Οσο ψηλά κι αν τα βάζαμε όμως, δεν γινόταν δουλειά, το νερό όλο και αυξανόταν μέσα στο κατάστημα. Τότε, αποφασίσαμε να φύγουμε. Για να βγούμε, δε, πήρα τις κυρίες του γραφείου στην πλάτη μου. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να αποκλειστούμε εδώ μέσα».

«Εζησα τον θάνατό μου»-10
Πάρκο θαμμένο στη λάσπη, στην περιοχή του Παλαιού Λιμεναρχείου. (©Αρχείο Χριστόφορου Σεμέργελη)

Επί τρεις ημέρες, ο Δημήτρης Κανελλής ήταν αδύνατον να επιστρέψει στην επιχείρησή του. Σκεφτόταν διαρκώς την καταστροφή που τον περίμενε, αλλά είχε πείσει τον εαυτό του πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. «Εκλεινα τα μάτια μου και σκεφτόμουν την πλημμύρα, αλλά το μυαλό μου πήγαινε σε όσους είχαν τα σπίτια τους εκεί».

Βέβαια, μόλις 20 μέρες μετά, βρέθηκαν στο ίδιο έργο θεατές. Κι μόλις είχαν αρχίσει να βάζουν τα πράγματα σε μια σειρά. «Είχαμε ακούσει ότι έρχεται κακοκαιρία και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να ασφαλίσουμε τα πράγματα. Τη δεύτερη φορά, όμως, το ψυχολογικό κομμάτι ήταν το χειρότερο. Και το μόνιμο άγχος ότι θα μας συμβεί και τρίτη και τέταρτη φορά· δεν ξεπερνιέται αυτό. Κάθε φορά που βρέχει, αναβιώνουμε τον ίδιο εφιάλτη».

Κάνουμε προετοιμασίες για την επόμενη πλημμύρα που θα μας βρει. Υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν λαμαρίνες, κλείνουν μπαλκόνια. Εμείς βάζουμε τα ευαίσθητα μηχανήματα σε ψηλά σημεία.

«Η γειτονιά ερημώνει, παρότι επιμένει να μπει σε κανονικούς ρυθμούς. Οσοι ζούσαν σε ισόγεια δεν έχουν επιστρέψει», περιγράφει ο Δημήτρης Κανελλής. «Ολοι φοβόμαστε ότι θα τα επιδιορθώσουμε και θα συμβεί ξανά το ίδιο. Κάνουμε προετοιμασίες για την επόμενη πλημμύρα που θα μας βρει. Υπάρχουν άνθρωποι που βάζουν λαμαρίνες, κλείνουν μπαλκόνια. Εμείς βάζουμε τα ευαίσθητα μηχανήματα σε ψηλά σημεία». 

«Εχουμε κι άλλους φόβους», λέει προς το τέλος της συνομιλίας μας. «Πριν από την πλημμύρα, είχαμε φωτιές, μετά πνιγήκαμε. Τι άλλο μάς περιμένει, δηλαδή; Φοβόμαστε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί οτιδήποτε, ότι κινούμαστε σε τεντωμένο σχοινί. Με την επόμενη καταστροφή θα αναδειχθούν οι χρόνιες παθογένειες: αυτές που μοιάζουν απίθανες για μια χώρα τον 21ο αιώνα και δεν δικαιολογούνται».


*Ευχαριστούμε για τη συμβολή τους τους Λιάνα Κωνσταντίνου, Κατερίνα Μάλα, Μαρίνα Καρυδά, Κατερίνα Τασοπούλου και Νίκο Πέππα.
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή