Η παλιά πόρτα ανοίγει και η ματιά πέφτει παντού μέσα στον χώρο. Συναντά παλιές βαλίτσες, ένα πιάνο με ουρά, μικρά δέματα τυλιγμένα σε τσιγαρόχαρτο, φωτογραφίες, γράμματα και μερικά παράξενα ιατρικά μηχανήματα που, χωρίς αμφιβολία, χρησίμευσαν σε κάποια άλλη εποχή. Στο δωμάτιο, μια μικρή ομάδα συντηρητών δουλεύει πυρετωδώς από πάνω τους. Εχουν αναλάβει να τα φροντίσουν, να τους δώσουν πνοή, να τα κάνουν να δείχνουν όπως ήταν τότε. Σε αυτόν τον μικρό χώρο του νοσοκομείου «Σωτηρία», στο ίδιο κτίριο όπου στεγάζονται τα μαγειρεία και τα πλυντήρια, γίνονται οι τελευταίες προετοιμασίες για το πρώτο ιστορικό, ιατρικό μουσείο της Ελλάδας. Το Μουσείο «Σωτηρία» ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του στις αρχές του 2024 και μέσα από τα πολύτιμα αρχεία του να αφηγηθεί την ιστορία των φυματικών του περασμένου αιώνα.
Η «Κ» περιηγήθηκε στο κτίριο του «Στρατιωτικού Περιπτέρου», που θα στεγάσει το Μουσείο, καταγράφοντας τις τελευταίες εργασίες στον χώρο των 600 τ.μ. Με τον φακό του Βαγγέλη Ζαβού, φωτογραφίσαμε για πρώτη φορά μερικά από τα πιο σημαντικά αντικείμενα που θα τοποθετηθούν στις προθήκες του και μιλήσαμε με κάποιους από τους πρωταγωνιστές αυτής της πρωτοβουλίας, που επί 30 χρόνια ως μέλη μίας στενής, αλλά αποφασισμένης ομάδας εργαζομένων στο «Σωτηρία», αφιέρωσαν αμέτρητες ώρες με σκοπό να δημιουργήσουν αυτό το πρότυπο μουσείο. Οπως ο καθηγητής Πνευμονολογίας, συνταξιούχος γιατρός του «Σωτηρία» Μιχάλης Τουμπής, ο οποίος βρίσκεται αδιάκοπα στην «πρώτη γραμμή» αυτής της προσπάθειας.
«Ημασταν μια “χούφτα” ανθρώπων που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχίσαμε να συλλέγουμε παλιά υλικά τα οποία οδηγούνταν προς αχρήστευση με αρχικό στόχο τότε να διασώσουμε την ιστορική μνήμη του νοσοκομείου. Συνειδητοποιώντας την αξία των αντικειμένων από αυτήν την πρώτη συλλογή, δημιουργήθηκε η ιδέα του μουσείου», σημειώνει ο ίδιος στην «Κ».
«Συγκεντρώσαμε άφθονο υλικό: παλαιά βιβλία, φωτογραφίες, γραπτά ντοκουμέντα, έπιπλα εποχής, σκεύη καθημερινής χρήσεως, ιατρικά μηχανήματα και εργαλεία. Κινητοποιώντας και άλλους εργαζόμενους, συνταξιούχους υγειονομικούς, φίλους και συγγενείς παλαιών ασθενών, ο αριθμός των κειμηλίων αυξήθηκε σημαντικά. Τον πρώτο καιρό, τα είχαμε κρύψει σε διάφορους χώρους του νοσοκομείου και στο γραφείο της Ελληνικής Αντιφυματικής Ενωσης», λέει ο ίδιος προσθέτοντας ότι η συλλογή σήμερα περιλαμβάνει 800 καταγεγραμμένα αντικείμενα τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τη δεκαετία του ’70.
«Με θεωρούσαν την “τρελή” του νοσοκομείου»
Ανάμεσα στους εργαζόμενους του «Σωτηρία» που από την πρώτη στιγμή ρίχτηκαν στη «μάχη» της αναζήτησης των πολύτιμων αντικειμένων και ιστορικών αρχείων του νοσοκομείου μαζί με τον Μιχάλη Τουμπή, ήταν η Σπυριδούλα Μαϊμανή, νοσηλεύτρια με πτυχίο και στη συντήρηση έργων τέχνης.
«Πήγαινα και έψαχνα στις αποθήκες των κλινικών και ό,τι θεωρούσα ιστορικά ή ιατρικά αξιόλογο, το μάζευα. Τότε με κοίταζαν περίεργα. Με θεωρούσαν την “τρελή” του νοσοκομείου. Εμπαινα με φακούς σε εγκαταλελειμμένα κτίρια που δεν πήγαινε κανένας για να βρω υλικά προτού περάσει η “αχρήστευση”, όπως λέμε στο νοσοκομείο, να τα πάρει για να τα πετάξει. Πήγαινα μαζί με κάποιους εργάτες που μάλιστα μου έλεγαν: “Εμείς γυρνάμε και τα μαζεύουμε, ενώ όλοι οι άλλοι τα πετάνε”», αφηγείται η κ. Μαϊμανή από τα πρώτα χρόνια της έρευνάς της. «Θυμάμαι με τον κ. Τουμπή να μπαίνουμε οι δυο μας σε αποθήκες που είχαν πλημμυρίσει με βιβλία, και να επιλέγουμε τα πιο σημαντικά. Κάπως έτσι έγινε σιγά σιγά μία συλλογή αντικειμένων, την οποία συγκεντρώσαμε στο κτίριο που τώρα γίνεται μουσείο».
Στα ίχνη του «άγνωστου ασθενή»
Το Μουσείο «Σωτηρία» θα περιλαμβάνει στη συλλογή του κάποια σπάνια ιατρικά μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν τον περασμένο αιώνα για τη θεραπεία των πνευμόνων όπως τα θωρακοσκόπια, τα βρογχοσκόπια, οι τεχνητοί πνευμοθώρακες, αλλά και ο «σιδηρούς πνεύμονας», μία εντυπωσιακή συσκευή, που μοιάζει με κάψουλα, στην οποία έμπαιναν ασθενείς με πολιομυελίτιδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 για τη θεραπεία της αναπνευστικής ανεπάρκειας. Ομως, το Μουσείο δεν έχει μόνο ιατρικό χαρακτήρα, αλλά και ανθρωποκεντρικό.
«Εξαρχής φαίνεται ιατρικό, αλλά είναι ένα μουσείο το οποίο αν και μιλάει για τον αντιφυματικό αγώνα, καταλήγει να εστιάζει στον άνθρωπο», λέει στην «Κ» η Ασημίνα Γρηγορίου, υπεύθυνη για την εφαρμογή του μουσειολογικού σχεδιασμού του Μουσείου «Σωτηρία». «Μιλάει για τον επιστήμονα που συμβάλλει με τη γνώση του στη μάχη κατά της φυματίωσης, για τη Σοφία Σλήμαν, την ιδρύτρια του σανατορίου, για τον άγνωστο ασθενή, τον φυματικό, που μέσα από τα προσωπικά του αντικείμενα και την αλληλογραφία του μας πληροφορεί για το πώς ζούσε εδώ μέσα».
«Μια δεύτερη πόλη μέσα στην πόλη»
Το «Σωτηρία» χτίστηκε με χρήματα της Σλήμαν, στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ως επικεφαλής του Ομίλου Κυριών, διεκδίκησε και πήρε την έκταση από τη Μονή Πετράκη. Το πρώτο κτίριο του Φθισιατρείου λειτούργησε το 1904 με σκοπό να αρχίσει να αντιμετωπίζει τη μάστιγα της εποχής, που ήταν η φυματίωση. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια χτίστηκαν και άλλα κτίρια και φυτεύτηκαν χιλιάδες δέντρα που θα βοηθούσαν τις συνθήκες του σανατορίου. Ομως, ο αριθμός των ασθενών μεγάλωνε συνεχώς αναγκάζοντάς τους να μένουν σε αυτοσχέδιες παράγκες στην ευρύτερη έκταση του Φθισιατρείου. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά τη δεκαετία του ’30 όταν η διοίκηση Μεταλληνού πρόσθεσε νέα κτίρια, ενώ δημιούργησε χώρους εργασιοθεραπείας και διασκέδασης.
«Διαπιστώνει κανείς ότι μέσα στο νοσοκομείο υπήρχε μία δεύτερη πόλη μέσα στην πόλη: Πρώτον γεωγραφικά, μιλάμε για ένα “άβατο” διότι ήταν μία στιγματισμένη περιοχή λόγω της ασθένειας και δεύτερον λόγω της πολύμηνης ή ακόμη και πολυετούς παραμονής των ασθενών μέσα στο σανατόριο. Οι άνθρωποι όχι μόνο νοσούσαν και νοσηλεύονταν, αλλά έκαναν και καινούργιες ανθρώπινες σχέσεις. Διατηρούσαν βέβαια τις επαφές με τους ανθρώπους τους έξω από το σανατόριο, αλλά είχαν φτιάξει μία κοινωνία, με παρέες, με τις καθημερινές τους ασχολίες, με όσα τους παρείχε το ίδιο το νοσοκομείο για ψυχαγωγία, ώστε να κάνουν την καθημερινότητά τους καλύτερη. Μια αυτοτελής κοινωνία που οι άνθρωποι είχαν βρει έναν δικό τους τρόπο για να ζουν και να επιβιώνουν», λέει η κ. Γρηγορίου.
Το «Αρχείο Σωτηρία» που περιλαμβάνει το σύνολο των προσωπικών αντικειμένων φυματικών ασθενών που πέθαναν μέσα στο νοσοκομείο από το 1937 έως το 1981 ουσιαστικά «αφηγείται» την ιστορία της φυματίωσης στην Ελλάδα. Πρόκειται για αντικείμενα που δεν αναζητήθηκαν από κανέναν. Σε ορισμένες περιπτώσεις άλλωστε δεν αναζητήθηκαν ποτέ ούτε οι ίδιοι οι ασθενείς.
«Η πλειονότητα των ανθρώπων που έχουμε βρει στο αρχείο ήταν άποροι ή προέρχονταν από την επαρχία. Αυτό σημαίνει ότι είτε για οικονομικούς λόγους δεν μπορούσαν να πάρουν τις σορούς από εδώ και να τις μεταφέρουν στον τόπο της καταγωγής τους, είτε δεν το “ήθελαν” γιατί ήταν μία ασθένεια η οποία ήταν κρυφή. Υπάρχει και η τρίτη εκδοχή ότι ενδεχομένως να αναζήτησαν τις σορούς των συγγενών τους, αλλά να μην πήραν τα πράγματα που είχαν μαζί τους, είτε γιατί τους ήταν αδιάφορα, που είναι μία κυνική εξήγηση, είτε γιατί τα φοβόντουσαν επειδή θεωρούνταν και αυτά μολυσμένα», εξηγεί η αρχαιολόγος – μουσειολόγος.
Στα γράμματα που έχουν βρεθεί, η λέξη «φυματίωση» ανάμεσα στον ασθενή και την οικογένειά του είναι σχεδόν άγνωστη.
«Είναι πολύ σπάνιο να τη δει κανείς στα γράμματα των ασθενών. Θα τη δει φυσικά στις ιατρικές βεβαιώσεις και τις συνταγές, αλλά στη μεταξύ τους συνομιλία δεν υπάρχει αυτή η λέξη γραμμένη. Αποτυπώνεται ως “η αρρώστιά σου”. “Πώς είσαι;”, “αν σε είδαν οι γιατροί”, “αν έβγαλες πλάκες”, “θα κάνεις την επέμβαση που μου είπες;” “Μaς έγραφες στο τελευταίο σου γράμμα ότι έχει ανέβει ο πυρετός και ότι δεν είσαι πολύ καλά, πώς είσαι τώρα;” Και από την άλλη, ερωτήσεις για τα νέα της οικογένειας φυσικά. “Τι κάνουν τα παιδιά”, “τι κάνουν τα αδέρφια”, “πώς είναι ο πατέρας, η μητέρα”;»
Υπήρχε, όμως, και η εσωτερική αλληλογραφία, καθώς μέσα στο σανατόριο είχαν αναπτυχθεί φιλίες, συχνά και κάποιοι έρωτες.
«Δίστασα πολύ να πάρω την πένα, μη θυμώσεις. Προς Θεού, μη σχίσεις το γράμμα μου πριν το διαβάσεις», έγραφε ο αποστολέας σε μία συνασθενή του με το όνομα Αννα».
«Βλέπει κανείς ότι έκαναν πολύ στενές φιλίες με τους συνασθενείς τους και μάλιστα υπάρχουν και κάποια ενδιαφέροντα γράμματα φίλων οι οποίοι ενώ είχαν πάρει εξιτήριο από το σανατόριο, συνέχιζαν να στέλνουν στους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα, ρωτώντας για την υγεία τους. Αλλά και από το φωτογραφικό υλικό φαίνεται ότι υπάρχουν παρέες μαζεμένες που φωτογραφίζονται όλοι μαζί και καταλαβαίνεις ότι πέρα από τη δυστυχία και τη δύσκολη κατάσταση αναπτύσσονταν πάρα πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις», τονίζει η κ. Γρηγορίου.
Αγώνας δρόμου για τη δημιουργία του Μουσείου
Ο δρόμος για τη δημιουργία του Μουσείου ήταν μακρύς και πολλές φορές γεμάτος εμπόδια. Η ιδέα γεννήθηκε πριν από 18 χρόνια. Ηταν 2005 όταν το νοσοκομείο «Σωτηρία» συμπλήρωνε έναν αιώνα λειτουργίας και η τότε διοίκηση αποφάσισε να γιορτάσει την επέτειο με μία σειρά συναυλιών και άλλων εκδηλώσεων που άνοιξαν τις πόρτες του «Σωτηρία» στον κόσμο. Τη διοργάνωση είχε αναλάβει μια ομάδα περίπου δεκαπέντε εργαζομένων, μελών της επιτροπής που συστάθηκε για τα 100 χρόνια του νοσοκομείου. Ανάμεσά τους ο Μιχάλης Τουμπής, η Χριστίνα Στούρη, η Σπυριδούλα Μαϊμανή, ο Φώτης Βλαστός, η Μίνα Γκάγκα κ.ά.
«Εκείνη ήταν μία φοβερή εβδομάδα για το “Σωτηρία”. Παράλληλα με τις εκδηλώσεις, είχαμε στήσει ερασιτεχνικά, μία μικρή έκθεση σε μια γωνιά του “Στρατιωτικού Περιπτέρου” με κάποια παλιά ιατρικά μηχανήματα που υπήρχαν στο νοσοκομείο και έμπαινε ο κόσμος και τα έβλεπε με ενδιαφέρον. Οταν τελείωσε όλο αυτό, όλοι είχαν ενθουσιαστεί και είχαμε εισπράξει πολύ θετικά σχόλια. Ενώ έως τότε ήμασταν ένα νοσοκομείο στην αφάνεια λόγω της φυματίωσης, ξαφνικά αρχίσαμε να βγαίνουμε μπροστά», θυμάται η Χριστίνα Στούρη. «Στο τέλος αυτής της εβδομάδας, πήραμε την απόφαση εν θερμώ: να μεταλλαχθεί αυτή η επιτροπή για τα 100 χρόνια, σε επιτροπή Μουσείου με στόχο τη δημιουργία του».
Ακολούθησε ένας «αγώνας δρόμου» που διεξαγόταν σε δύο επίπεδα: Μέσα στους χώρους του νοσοκομείου όπου έπρεπε να πείσουν ακόμη και κάποιους δύσπιστους εργαζόμενους να τους δώσουν οποιαδήποτε παλιά αντικείμενα είχαν ανακαλύψει στα διάφορα τμήματα του «Σωτηρία», αλλά και μέσα στα γραφεία υπουργείων και άλλων αρμόδιων φορέων, με στόχο να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση μέσω ευρωπαϊκών πόρων και να προχωρήσουν στην υλοποίηση του Μουσείου. Η Χριστίνα Στούρη ήταν εκείνη που πρώτη χτυπούσε τις πόρτες.
«Γραφείο, γραφείο προχωρούσαμε. Πηγαίναμε στο κεντρικό συμβούλιο μουσείων, χτυπούσαμε τις πόρτες υπουργών, αλλού βρίσκαμε ανταπόκριση και αλλού όχι. Προχωρούσαν και οι μελέτες. Πλέον έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε χορηγούς», θυμάται η κ. Στούρη.
Τελικά το έργο επιλέχθηκε στο ΕΣΠΑ της περιφέρειας 2014-2020 με χρηματοδότηση 2,5 εκατ. ευρώ, αλλά η περίοδος της πανδημίας μπλόκαρε τις διαδικασίες και το έργο ξαναπήρε μπρος το 2022.
«Υπήρξαν πολλές φορές μέσα στα χρόνια που απογοητευτήκαμε. Και μετά πάλι ξεκινούσαμε από την αρχή. Βρήκαμε πολλές αντιξοότητες, αλλά το μεράκι, το πείσμα και η αγάπη που είχαμε για αυτό που κάναμε μας βοήθησαν να φτάσουμε ως εδώ. Σήμερα νιώθουμε ότι έχουμε φτάσει πια στο τέλος» λέει η ίδια.
Η προσπάθεια αυτής της ομάδας εργαζομένων του «Σωτηρία» που έχει αφιερωθεί στο Μουσείο, θα συνεχισθεί. Αυτή τη φορά ο στόχος είναι αμέσως μετά τη λειτουργία του νοσοκομείου να γίνει ένας οργανισμός στον οποίο θα ενταχθούν μουσειολόγοι και συντηρητές ώστε να διατηρήσουν ζωντανό το Μουσείο «Σωτηρία» στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Το κτίριο
Ανάμεσα στα πεύκα του «Σωτηρία», περίπου στο μέσον της έκτασης που καταλαμβάνει το νοσοκομείο, βρίσκεται το «Στρατιωτικό Περίπτερο», το κτίριο που ήδη από το 2010 είχε επιλεγεί από την τότε διοίκηση για να στεγάσει προσωρινά μία μικρή έκθεση με κειμήλια του νοσοκομείου. Από το 1987 έχει κηρυχθεί διατηρητέο από το υπουργείο Πολιτισμού. «Πρόκειται για κτίσμα του 1913, το οποίο ανήκει στον ελληνοελβετικό ρυθμό και χτίστηκε με τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη νοσηλεία στρατιωτικών των Βαλκανικών Πολέμων», λέει στην «Κ» ο κ. Τουμπής.
«Σε αυτό νοσηλεύονταν τα πρώτα χρόνια όλοι οι στρατιωτικοί και αργότερα επιφανείς πολίτες που νοσούσαν από τη φυματίωση», προσθέτει η Χριστίνα Στούρη, διοικητική υπάλληλος του νοσοκομείου τα τελευταία 40 χρόνια και ιδρυτικό μέλος του Μουσείου.
Τρεις από τις νέες αίθουσες του Μουσείου «Σωτηρία» απεικονίζονται στα φωτορεαλιστικά της Ιφιγένειας Δημητρίου, μουσειολόγου – σκηνοθέτη και υπεύθυνης για την εφαρμογή του μουσειογραφικού σχεδιασμού του μουσείου.
Οι επτά ενότητες του Μουσείου «Σωτηρία»
Το Μουσείο είναι χωρισμένο σε επτά ενότητες και στα δωμάτιά του ο επισκέπτης μπορεί μέσα από τα ευρήματα που εκτίθενται να ενημερωθεί:
- Για τη συμβολή της Σοφίας Σλήμαν, της ιδρύτριας του νοσοκομείου στις αρχές του 20ού αιώνα.
- Για το ιστορικό πλαίσιο της φυματίωσης (αντιφυματικός αγώνας στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ιστορία του «Σωτηρία»)
- Για τη συμβολή του Μάνθου Μεταλληνού που τη δεκαετία του ’30 κατάφερε να αναβαθμίσει αισθητά την εικόνα του «Σωτηρία» (οι φωτογραφίες και το έργο του)
- Για τον αντιφυματικό αγώνα έξω από τα σανατόρια (συνέδρια, αντιφυματικά ιατρεία, Ελληνική Αντιφθισική Εταιρεία κ.ά.)
- Για τη φυματίωση στην τέχνη (κινηματογράφο, μουσική, λογοτεχνία, ποίηση)
- Για την ιατρική εξέλιξη (από τη Φυματιολογία στην Πνευμονολογία)
- Για τα σπάνια ιατρικά βιβλία, μηχανήματα και εργαλεία
«Τα μεγάλα επιτεύγματα υλοποιούνται όταν υπάρχει όραμα»
Λίγο πριν από την ολοκλήρωση του μουσείου, ο διοικητής του «Σωτηρία» Σωκράτης Μητσιάδης μιλά στην «Κ» για την ιδιαίτερη αξία που θα έχει αυτός ο χώρος για το νοσοκομείο, δεδομένου, όπως εξηγεί, ότι τα μεγάλα επιτεύγματα υλοποιούνται όταν υπάρχει όραμα.
«Το 1920 χρησιμοποιήθηκε εδώ ο τεχνητός πνευμοθώρακας πολύ πριν ανακαλυφθεί η θεραπεία της φυματίωσης. Εκατό χρόνια αργότερα, το “Σωτηρία” πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση του Covid-19 και εν μέσω πανδημίας μετεξελίσσεται σε ένα σύγχρονο νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος και όχι μόνο πνεύμονα, με αιχμή του δόρατος τους ανθρώπους του και την υπερσύγχρονη τεχνολογία. Σε περίπου δύο χρόνια, το “Σωτηρία” θα είναι ένα από τα πιο σύγχρονα κέντρα διάγνωσης και ολοκληρωμένης αντιμετώπισης καρκίνου πνεύμονα με τη λειτουργία υπερσύγχρονου τμήματος ακτινοθεραπείας», σημειώνει και καταλήγει: «Η ιστορία μας οδηγεί σε νέα οράματα που δίνουν νέες προοπτικές στην υγεία».