Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»

Το 2024 συμπληρώνονται 201 χρόνια από τη συγγραφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» από τον Διονύσιο Σολωμό.

διονύσιος-σολωμός-ο-ποιητής-του-υμνο-562582750

Το 2024 συμπληρώνονται 201 χρόνια από τη συγγραφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» από τον ∆ιονύσιο Σολωμό. Η φυσιογνωμία του εθνικού ποιητή απασχόλησε την Καθημερινή ουκ ολίγες φορές, καθώς στις στήλες της δημοσίευε τακτικά κείμενα φιλολογικού περιεχομένου με καίριες αναλύσεις των σολωμικών ποιημάτων, αλλά και παρακολουθούσε –και εν μέρει διαμόρφωνε– τη νεοελληνική βιβλιογραφία γύρω από τον ποιητή και το έργο του. Στην ανά χείρας έκδοση, επικεντρωνόμαστε σε λιγότερο γνωστές πτυχές της ζωής και του έργου του Σολωμού τις οποίες προσπάθησε να αναδείξει η Καθημερινή. Ξεχωρίζει η μαρτυρία του υπηρέτη του κόντε Σολωμού, Λάμπρου, σχετικά με την εποχή που ο ποιητής έγραψε τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, συγκινημένος από τον ηρωισμό των Μεσολογγιτών. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχουν δύο κείμενα του συνεργάτη της Καθημερινής, Φάνη Μιχαλόπουλου: το πρώτο φωτίζει το κάπως παραμελημένο έως τότε σατιρικό έργο του Σολωμού, το οποίο λειτουργούσε ως καθρέφτης της ζακυνθινής κοινωνίας· το δεύτερο, πραγματεύεται τις πολιτικές πεποιθήσεις του Ζακυνθινού ποιητή, τη στάση του δηλαδή απέναντι στο κίνημα των Ριζοσπαστών που επιθυμούσαν την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις σχετικά με τη ζωή του Σολωμού στη Ζάκυνθο και κυρίως οι φιλολογικές βραδιές που οργάνωνε ο ποιητής, στις οποίες παρευρίσκονταν εξέχουσες μορφές των Επτανήσων. Στην εισαγωγή της έκδοσης, ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ∆ημήτρης Αγγελάτος, αποτιμά από τη δική του πλευρά το σολωμικό έργο εξηγώντας τη σημασία του για την καθιέρωση της ομιλούμενης νέας ελληνικής γλώσσας ως της λογοτεχνικής και ποιητικής γλώσσας του μέλλοντος.

Η ομιλούμενη γλώσσα, ρίζα των ποιητικώνκατακτήσεων του Σολωμού

Ο Σολωμός, κατά τα ειωθότα στα Επτάνησα της εποχής του, έχει τα ιταλικά για πρώτη γλώσσα, σπουδάζει στην Ιταλία, δεν θα ακολουθήσει όμως την πεπατημένη για υψηλές διοικητικές θέσεις, για πολιτική σταδιοδρομία, κ.λπ., αλλά θα στραφεί στη λογοτεχνία, παίρνοντας την απόφαση να αφιερωθεί στη νέα ελληνική γλώσσα. Η απόφαση αυτή, αποτέλεσμα της αισθητικής και λογοτεχνικής παιδείας που κατέκτησε στην Ιταλία, δίπλα σε σπουδαίους ποιητές όπως ο V. Monti και θεωρητικούς της λογοτεχνίας και της Τέχνης όπως ο P. Giordani, θα του επιβάλει να ξεπεράσει ανυπέρβλητες δυσκολίες, μιας και τα ελληνικά που ήξερε, ήταν λίγα: εκείνα δηλαδή τα πρώτα αγαπημένα λόγια της μάνας.

Αρκεί να διαβάσει κανείς ποιήματα που συνθέτει τρία περίπου χρόνια μετά την επιστροφή του (1818) από την Ιταλία στη Ζάκυνθο, όπως την «Ἀγνώριστη» και την «Τρελὴ μάνα», για να καταλάβει αφενός τι έχει κατορθώσει ο νέος ποιητής με τα λίγα ελληνικά του και τα ελάχιστα, σύγχρονα ποιητικά παραδείγματα στην ομιλούμενη, αφετέρου τον τιτάνιο αγώνα όχι απλώς να κατακτήσει την νέα ελληνική γλώσσα, αλλά ‒το κυριότερο‒ να την οδηγήσει στο ύψος μιας λογοτεχνικής/ποιητικής γλώσσας, ικανής να εκφράσει υψηλά νοήματα. Τα λεπτά αισθήματα και η ένταση ψυχής, που αποτυπώνονταν σε στίχους όπως λ.χ.: «Kόκκινα κι’ ὄμορφα/ Ἔχει τὰ χεῖλα,/ Ὡσὰν τὰ φύλλα/ Tῆς ροδαριᾶς,// Ὅταν χαράζη/ Kαὶ ἡ αὐγούλα/ Λεπτὴ βροχούλα/ Στέρνει δροσιᾶς» («Ἡ Ἀγνώριστη») ή στην «Tρελὴ Mάνα»: «Nά, ποὺ ἡ δροσόβολη/ Aὔρα ξυπνάει/ Kαὶ ψιθυρίζοντας/ Mοσχοβολάει/ Ἀπὸ τὰ ἀρώματα/ Tὰ αὐγερινά» [Άπαντα, τ.Α΄: Ποιήματα (επιμ.-σημ.: Λ. Πολίτης), Αθήνα, Ίκαρος, 1979 [4η· 1η: 1948], 63-64 και 182], υποδείκνυαν την αύρα που έφερνε στη νεοελληνική ποίηση ο Σολωμός.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-1
Προτομή του Διονυσίου Σολωμού στον Κήπο των Ηρώων, στο Μεσολόγγι (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο μείζων καλλιτεχνικός/ποιητικός στόχος του ποιητή ήταν ακριβώς αυτός: να κάνει την κοινή, ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα, χωρίς να την διορθώσει, να την εξωραΐσει, να αλλάξει τον χαρακτήρα της, εκείνην την γλώσσα που θα ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της ποίησης και θα χαράξει για τους επερχόμενους ποιητές, με πρώτο και καλύτερο τον Κ. Παλαμά, τον δρόμο του λαμπρού μέλλοντός της. Οι ουσιαστικοί σύμμαχοί του στον αγώνα αυτόν είναι το δημοτικό τραγούδι βέβαια και τα λογοτεχνικά έργα της Κρήτης του 17ου αιώνα ‒ο Ερωτόκριτος του Β. Κορνάρου κατά μείζονα λόγο‒ γραμμένα όλα στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους, που διαβάζονταν ασταμάτητα στα Επτάνησα της εποχής του Σολωμού.

Ο ποιητής θα υποστηρίξει με πάθος την ομιλούμενη ελληνική στο γλωσσικό μανιφέστο του Ὁ ∆ιάλογος, διατυπώνοντας ιδέες τις οποίες θα διατηρήσει σε όλα του τα μεταγενέστερα έργα. Η γλωσσική του θεωρία θεμελιώνεται στις αντιλήψεις ότι η γλώσσα εννοείται πάντα ως πράξη και όχι ως στεγνό και κλειστό σύστημα γραμματικών και συντακτικών κανόνων, ότι διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός, ότι η πράξη οδηγεί στην προτεραιότητα της ομιλούμενης γλώσσας και τέλος ότι είναι απορριπτέες οι παραμορφωτικές διορθωτικές επεμβάσεις στη γλώσσα. Θεωρεί δε ότι η λογοτεχνική αξιοποίηση της ομιλούμενης γλώσσας περνά από δύο στάδια: από την υποταγή πρώτα του συγγραφέα στις λέξεις της γλώσσας του λαού και από την επικράτησή του αργότερα επί των λέξεων αυτών, χάρη στις νέες (δικές του) φράσεις.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-2
Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», γραμμένος τον Μάιο του 1823, τυπώθηκε τρεις φορές μέσα στο 1825: στο Παρίσι, με αντικριστή γαλλική μετάφραση, στο Λονδίνο, σε αγγλική μετάφραση, και στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, σε πεζή ιταλική μετάφραση του Γκ. Γκρασέτι, με τη συνεργασία του ίδιου του Σολωμού. Στην εικόνα, η έκδοση του Μεσολογγίου (Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Ζάκυνθος).

H βεβαιότητα του Σολωμού για την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας νέας ελληνικής ποιητικής γλώσσας ενισχύει την βαθιά σχέση του με τα δημοτικά τραγούδια, πράγμα που φαίνεται εξάλλου από το αμείωτο ενδιαφέρον του για την συγκέντρωσή τους. Αυτά μαζί με την ποίηση της Κρήτης και τον προφορικό καθημερινό λόγο της εποχής του θα «γαλουχήσουν» («nutricare»), όπως σημειώνει σ’ ένα στοχασμό στα χειρόγραφά του, τα απαιτητικά από καλλιτεχνική άποψη ποιήματά του [Aυτόγραφα Έργα, τ.Α΄: Φωτοτυπίες, τ.B΄: Tυπογραφική μεταγραφή (επιμ.: Λ. Πολίτης), Θεσσαλονίκη, Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1964, 474A 1-11].

Το έργο του έτσι γαλουχημένο «ριζώνεται» στα «χνάρια» της πραγματικής γλώσσας, ώστε πατώντας γερά και στέρεα να «υψωθεί κατακόρυφα» στον κόσμο της Τέχνης, κατά τη διατύπωσή του σε επιστολή στον Γεώργ. Τερτσέτη: «Καλό είναι να ρίχνει κανείς τις ρίζες του πάνω σ’ αυτά τα χνάρια [: «των δημοτικών τραγουδιών» και της «κλέφτικης ποίησης»], δεν είναι όμως καλό να σταματά εκεί· πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα» [Άπαντα, τ.Γ΄: Aλληλογραφία, (επιμ.-μτφρ.-σημ.: Λ. Πολίτης), Aθήνα, Ίκαρος, 1991, 252 και 254].

Λέξεις λοιπόν από το δημοτικό τραγούδι γαλουχούν το έργο του, όπως λ.χ. «δροσολογίζομαι», «ὑπνοφαντασιά», «χρυσοπράσινος», «ἀηδονολαλῶ» ή «νεραντζάθι», ενώ από τη γόνιμη ρίζα δημοτικών στίχων, όπως λ.χ. του: «Ἀγγέλοι, δότε μου φτερὰ καὶ δύναμη τζῆ πλάταις», «υψώνεται κατακόρυφα» ο κορυφαίος εκείνος του Γ΄ Σχεδιάσματος των Eλεύθερων Πολιορκημένων: «Ἄγγελε, μόνον στ’ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;». Από τέτοιες ρίζες θα βλαστήσουν οι σύνθετοι, υψηλοί καλλιτεχνικοί στόχοι του ποιητή όπως διαμορφώνονται από το 1829 τουλάχιστον και μετά.

Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι;

Να μορφοποιήσει καλλιτεχνικά την ανωτερότητα της ανθρώπινης ελεύθερης από καταναγκασμούς ψυχής σε σύγκριση με τον κόσμο των φαινομένων, τον τυφλό, για το καλό ή το κακό, κόσμο της Φύσης γύρω του. Να (ανα)παραστήσει με άλλα λόγια την αξία των μεγάλων Ιδεών, καθώς αυτές σωματοποιούνται σε ήρωες με μεγαλείο ψυχής· σε ήρωες που αρνούνται τον πειρασμό της ζωής και μένουν πιστοί στην Ιδέα του υψηλού ηθικής τάξεως χρέους: να υπερασπίσουν την Πατρίδα και μαζί την Ελευθερία. Οι ήρωες στον Κρητικό, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στον Πόρφυρα σωματοποιούν με όσα πράττουν, λέγουν και σκέπτονται, την έννοια, την Ιδέα της Ελευθερίας. Αυτό είναι το μείζον ζητούμενο της ποιητικής τέχνης του Σολωμού [βλ.: ∆ημ. Αγγελάτος, Το έργο του ∆ιονυσίου Σολωμού και ο κόσμος των λογοτεχνικών ειδών, Αθήνα, Gutenberg, 2009].

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-3
Το λιμάνι της Ζακύνθου, έργο του Αναστάσιου Σάρτζιντ (Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Ζάκυνθος).

Ας στραφούμε στο παράδειγμα του παραπάνω δημοτικού στίχου. Ο ποιητής θα κρατήσει από αυτόν τις λέξεις «ἄγγελος», «φτερά» και «δίνω», προσθέτοντας το «ὄνειρο». Έχοντας βλαστήσει από τις ρίζες αυτές, ο σολωμικός στίχος στο συγκεκριμένο σημείο του έργου ορίζει την αφετηρία ανάδυσης του υψηλού ήθους μιας ορφανής κόρης: απευθύνεται σε ορισμένες γηραιότερες γυναίκες, στις «βασίλισσές της», όπως τις χαρακτηρίζει, που την μεγάλωσαν με μεγάλη στοργή και αγάπη μαζί με τα δικά τους παιδιά. Τους διηγείται ότι είδε στο όνειρό της έναν άγγελο να της δίνει φτερά για να πετάξει μακριά από το Μεσολόγγι και να σώσει τη ζωή της. Εκείνη ωστόσο, πιστή στο χρέος της στην Πατρίδα και την Ελευθερία, αρνείται εμφατικά, με οριακά ειρωνικό τόνο:

Ἄγγελε, μόνον στ’ ὄνειρο μοῦ δίνεις τὰ φτερά σου;

Στ’ ὄνομα’ Αὐτοῦ ποὺ σ’ τἄπλασε, τ’ ἀγγειὸ τς ἐρμιᾶς τὰ θέλει.

Ἰδού, ποὺ τὰ σφυροκοπῶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀέρα,

Χωρὶς φιλί, χαιρετισμό, ματιὰ βασίλισσές μου!

Τὰ θέλω γώ, νὰ τἄχω γώ, νὰ τὰ κρατῶ κλεισμένα,

Ἐδῶ π’ ἀγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.

(Άπαντα, τ.Α΄, 246-247).

Αυτοχαρακτηρίζεται δε μιλώντας στον άγγελο ως άδειο από φυσική ζωή σκεύος: «ἀγγειὸ τς ἐρμιᾶς». Όλοι οι σύγχρονοι του Σολωμού αναγνωρίζουν σ’ αυτές, τις δικές τους λέξεις που ο ποιητής σέβεται και διατηρεί όπως τις μιλούν, ωστόσο εδώ οι λέξεις όπως και οι προηγούμενες «ἄγγελος», «φτερά», «δίνω» διοχετεύουν μια αδιάγνωστη ένταση: η κόρη διώχνει το παρελκυστικό «ὄνειρο» ‒η λέξη που προστίθεται στον πρώτο στίχο‒ για σωτηρία· θέλει τα φτερά όχι για να τ’ ανοίξει και να φύγει, αλλά για να τα σφυροκοπήσει και να τα κλείσει οριστικά, να αποδιώξει τον πειρασμό μιας ζωής χωρίς ηθικό, δηλαδή ψυχικό, περιεχόμενο.

Οι κορυφαίες γλωσσικές κατακτήσεις του Σολωμού πάνω ακριβώς στα χνάρια της ομιλούμενης γλώσσας φέρνουν με μεγαλειώδη τρόπο την ομιλούμενη στην καρδιά του υψηλού δικού του ποιητικού έργου, ταγμένου στην υπόθεση της σωματοποίησης της Ιδέας, οδηγώντας ταυτόχρονα την ομιλούμενη οριστικά πλέον και αμετάκλητα στο κέντρο της ίδιας της λογοτεχνίας: δημιουργεί ο Σολωμός την γόνιμη και αστείρευτη βάση για την νέα ελληνική λογοτεχνική και ποιητική γλώσσα του μέλλοντος.
∆ημήτρης Αγγελάτος, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Ο Σολωμός αν δεν εκράτησεν όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την πατρίδα. Φτάνει πως έγραψε τότε τον Ύμνο…». «Και θα περάσουν τα χρόνια και οι καιροί, και η Μούσα θα χτίση
στην Ελλάδα ναούς και λειτουργούς θάβρη αγνότερους, πιο άξιους, πιο ξακουστούς· κι ακόμα ο Σολωμός θα στέκεται στην κορφή».
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

Από το σπίτι του Σολωμού

∆ιά την πολυθρύλητον και δραματικήν πολιορκίαν του Μεσολογγίου ο ∆ιονύσιος Σολωμός δεν ενεπνεύσθη μόνον τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους» του. Έγραψε, κατά τας αρχάς της ανοίξεως του 1826, και το σύντομον αλλ’ υπέροχον πεζογράφημά του «Μεσολογγίτισσες», με τας γραμμάς του οποίου έδωσε ζωντανήν και χαρακτηριστικήν εικόνα του ιστορικού δράματος.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-4
Γυναίκες μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο μεγάλος εθνικός ποιητής, που παρηκολούθη τότε από την Ζάκυνθον, με αληθινόν σπαραγμόν ψυχής, την εξέλιξιν της Μεσολογγίτικης τραγωδίας και ήκουε τας ομοβροντίας των πολιορκητών, εσχεδίασεν εις το ποιητικόν διάγραμμά του και τας ακολούθους εικόνας που του ενέπνευσαν αι δυστυχείς πρόσφυγες γυναίκες των πολιορκημένων:

«… Και εσυνέβηκεν αυταίς ταις ημέραις όπου οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μεσολόγγι· και συχνά ολημερνής και κάποτε και οληνυχτής έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ…

»Και κάποιες μεσολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρου γυρεύοντας για τους άντρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε…

»Και στην αρχή εντρεπόντανε να βγούνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήταν μαθημένες. Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παραθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για να βγούνε. Αλλ’ όταν επερισσέψανε η χρείαις εχάσανε την εντροπή και ετρέχανε ολημερνής. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί η ρώτησες των γυναικών ήταν ταις περισσότεραις φοραίς συντροφευμέναις από ταις κανονιαίς του Μεσολογγιού και η γη έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας…

»Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε τ’ οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους, κυττάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίγοντας…».

Ο Σολωμός εκάθητο, τότε, από πολύν καιρόν, εις ένα μικρό αγροτικό σπιτάκι παρά την θέσιν Ψηλώματα, επί μαγευτικού λοφίσκου, που απείχε περί τα δέκα λεπτά της ώρας από της πόλεως της Ζακύνθου.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-5
Λιτό φύλλο από το Σχεδίασμα Γ´ – Ζακύνθου αρ. 9.13, Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
(Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Ζάκυνθος).

Το σπιτάκι αυτό ανήκεν, εκ παλαιοτέρας δωρεάς, εις τον ευγενή Ζακύνθιον Λουδοβίκον Στράνην, διαπρεπή λόγιον της εποχής εκείνης και στενόν φίλον και θαυμαστήν του ∆ιονυσίου Σολωμού. Και αυτός, εκ λόγων θαυμασμού και συμπαθείας προς τον μεγάλον ποιητήν, παρεχώρησε το σπίτι διά να χρησιμεύση ως κατοικία του Σολωμού κατά τους μήνας της ανοίξεως και του καλοκαιριού. Ο εθνικός ποιητής απεδέχθη την ευγενή προσφοράν του επιφανούς Ζακυνθίου και έμεινε, πράγματι, επί μακρόν διάστημα εις το σπίτι του Στράνη, συντροφευόμενος από τον πιστόν υπηρέτην του Λάμπρον, εκεί δε έγραψε κατά τον Μάιον του 1823 και τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», καθώς και μερικά εκ των καλυτέρων έργων του.

Τας μεγάλας του εθνικού ποιητού εμπνεύσεις υπεβοήθησε, πράγματι, η υπέροχος τοποθεσία της αγροτικής εκείνης κατοικίας του επί του ωραίου λόφου του Ψηλώματος, εις τους πόδας του οποίου εξετείνετο το κατάφυτον λεκανοπέδιον της νήσου, απέναντί του δε υψώνετο υπερήφανος και χιονοσκέπαστος ο γειτονικός Αίνος της Κεφαλληνίας.

Περί της μεγάλης συγκινήσεως που κατείχε τον Σολωμόν καθ’ όλην την διάρκειαν του δράματος του Μεσολογγίου, περιεσώθησαν σχετικαί αφηγήσεις του πιστού υπηρέτου του Λάμπρου προς παλαιοτέρους Ζακυνθίους.

Ο Λάμπρος, λοιπόν, που ενεφανίζετο τακτικά κατά τα παλαιότερα χρόνια ασκεπής και κλαίων εις την Πλατείαν του Σολωμού, προ του αγάλματος του καλού και μεγάλου αφεντικού του, επανελάμβανε συχνά:

– Μα την ψυχή που έχω να παραδώσω του Θεού και μα τον κόσμο που τον έχει, όταν οι Τούρκοι είχαν πολιορκημένο το Μεσολόγγι και ’μεις από του Στράνη ακούαμε τις κανονιές, το καλό μου αφεντικό έκλαιε σαν παιδί και μοναχός του εφώναζεν από το βουνό: «Βάστα, καϋμένο Μεσολόγγι, βάστα»!

Ο ίδιος δε είχε διηγηθή και το εξής συγκινητικόν επεισόδιον που χαρακτηρίζει αρκετά ζωηρά την ψυχικήν οδύνην με την οποίαν ο εθνικός ποιητής παρηκολούθει την δραματικήν πολιορκίαν του Μεσολογγίου και τας διαφόρους φάσεις της:

Επί ώρας ολοκλήρους ο Σολωμός, καθήμενος μόνος εις διάφορα σημεία του λόφου του Ψηλώματος, παρετήρει προς το Μεσολόγγι. Ήκουε τους κανονιοβολισμούς και κατά τη διάρκεια της ημέρας των κρισίμων φάσεων του αγώνος, άφηνε την φαντασίαν του να πτερυγίζη προς την ατμόσφαιραν του φοβερού πολιορκητικού πολέμου.

Ένα μεσημέρι, κατά το οποίον οι κανονιοβολισμοί ηκούοντο από πολλών ωρών συνεχείς, τον ανεζήτησεν ο υπηρέτης του και τον εύρεν επάνω εις ένα βράχον τελείως αυτολησμονημένον και προσέχοντα προς το Μεσολόγγι.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-6
Προσωποποίηση της πόλης του Μεσολογγίου – γυναικεία μορφή που θρηνεί για την πτώση της πόλης. Τοιχογραφία από την Αίθουσα των Τροπαίων (πηγή: Μ. Παπανικολάου, Οι τοιχογραφίες του Μεγάρου της Βουλής, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2007).

– Το φαΐ είναι έτοιμο αφεντικό! – του είπε

Ο Σολωμός τον εκύτταξε χωρίς ν’ απαντήση καθόλου. Και σε λίγο τον ηρώτησε:

– Και τι μου έχεις σήμερα, Λάμπρο;

– Πιτσούνια και χίλια καλά, αφέντη μου!

Τότε ο Σολωμός, με προφανή δυσφορίαν, ανταπήντησε:

Στο Μεσολόγγι πεινούνε και συ θέλεις να φάω πιτσούνια; ∆όστα της σέμπρας και μένα δος μου εληές και ψωμί! Και πολλά είναι.

Επέστρεψεν έπειτα εις το σπίτι του. Και δεν έφαγε πράγματα παρά μόνον ό,τι εζήτησε, ακούοντας συλλογισμένος τους μακρυνούς κανονιοβολισμούς που έφθαναν από την ατμόσφαιραν της φοβεράς πολιορκίας έως το γραφικόν ύψωμα της κατοικίας του μεγάλου εθνικού ποιητού.
∆. Γατόπουλος, Η Καθημερινή, 24 Απριλίου 1937

Ο Διονύσιος Σολωμός ως σατυρικός και λιβελλογράφος

Μέχρι σήμερα γνωρίσαμε το Σολωμό ως εθνικό ποιητή, και ποιητή του «Ύμνου της Ελευθερίας» και του «Λόρδου Βύρωνος» και κυρίως ως τον μεγαλόπνευστο λυρικό των «Ελευθέρων Πολιορκημένων» και των «Ιταλικών ποιημάτων» του. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Σολωμός έζησε και δοξάστηκε ως λυρικός ποιητής – όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε συγχρόνως και ένας ΣΑΤΥΡΙΚΟΣ πρώτης δυνάμεως, που μας άφησε υπέροχες κοινωνικές σάτυρες στη γλώσσα μας, που διαβάστηκαν με φανατισμό στην εποχή του, που προκάλεσαν ποικίλα σχόλια και ποικίλες συζητήσεις και που μας έδωσαν αναγλυφική την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ της Επτανήσου. Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε πως η πλευρά αυτή του ποιητή μας όχι μόνο δεν μελετήθηκε, όπως έπρεπε, αλλά κι όλοι οι σχολιασταί και βιογράφοι του την αγνόησαν.

Κι όμως ο Σολωμός ως σατυρικός στέκεται πολύ ψηλά και μας δείχνει πως κάθε τι που τον απασχόλησε, τον απασχόλησε σοβαρώς και πως εμβάθυνε παντού με την οξεία εκείνη αντιληπτικότητα που χαρακτήριζε και τις μικρότερες συνθέσεις του. ∆εν υπάρχει ποίηση του Σολωμού, μικρή ή μεγάλη, στην οποία να μην έσπειρε λεπτότατο σατυρικό πνεύμα, στην οποία να μην έρριξε φοβερούς υπαινιγμούς για πρόσωπα και πράγματα της εποχής του, στην οποία, τέλος, να μην καυτηρίασε και μια κοινωνική πρόληψη ή μια κοινωνική ψευτιά.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-7
Η πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο. Υδατογραφία του Joseph Cartwright σε χάραξη των R. Havell Sr. και R. Havell Jr. (1821, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα).

Αυτός «Ο Ύμνος της Ελευθερίας», καθώς άλλοτε αποδείξαμε, κατά βάθος δεν είναι παρά ΥΨΗΛΗ ΣΑΤΥΡΑ, ένα ΛΙΒΕΛΛΟΓΡΑΦΗΜΑ εναντίον της Ιεράς Συμμαχίας, των Άγγλων και της Τουρκίας, και γενικώς εναντίον των αντιφιλελευθέρων ιδεών που κυριάρχησαν στην Ευρώπη μετά την πτώση του Μεγάλου Ναπολέοντος.

Αλλ’ εκτός από την σατυρική αυτή διάνθιση, που συναντούμε στις πρώτες συνθέσεις του, ο Σολωμός έγραψε και τέσσαρες πολύστιχες σάτυρες, στις οποίες αποκάλυψε το σατυρικό του δαιμόνιο εκτενέστερα. «Την Πρωτοχρονιά» (1824), το «Ιατροσυμβούλιο» (1826), «Το Όνειρο» (1826), κι εξαπόλυσε κι ένα λιβελλογράφημα εναντίον των καθαρευουσιάνων της εποχής του με τον τίτλο «∆ιάλογος» (1825). Τελευταία δημοσιεύθηκε και μια του σάτυρα στο πεζό, η περίφημη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», στην οποία σατύριζε τη γυναικαδέλφη του και γενικώτερα την αρχοντική τάξη της πατρίδας του. Για πολλούς λόγους η τύπωσις της τελευταίας αυτής σάτυρας είχεν αναβληθή. Αλλά τόσον ο Πολυλάς κι ο Καλοσγούρος όσο και ο ∆ε Βιάζης και πολλοί άλλοι τη γνώριζαν. Πολλά της αντίγραφα κυκλοφορούσαν στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, κατά την τότε συνήθεια, αλλά κανείς δεν έπαιρνε το θάρρος και την ευθύνη να την τυπώση. Περιέκλεινε τόση σάτυρα, τόση χολή και πικρία, έθιγε τόσα πρόσωπα της εποχής και με τόσο φαρμακερά λόγια, ώστε, αν τυπωνόταν νωρίτερα, ασφαλώς θα προκαλούσε πολλά οικογενειακά και κοινωνικά σκάνδαλα. Ακόμη και σήμερα, που πέρασαν εκατό χρόνια αφ’ ότου γράφτηκε, σε πολλά σημεία της μας κάνει κι ανατριχιάζουμε. Πρόκειται για μια σύνθεση σατανικής συμβολικότητος, για μια σάτυρα που ξεπερνάει σε χρώμα και διατύπωση κάθε τι που μπορεί να φαντασθή κανείς.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-8
Χωρικοί της Ζακύνθου. Επιχρωματισμένη χαλκογραφία από έργο της Mary Anne Venning (1818, Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο ποιητής στις τέσσαρες πρώτες σάτυρες, και κυρίως στο «Όνειρο» και στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», γίνεται ο κατ’ εξοχήν αντίλαλος της Ζακυνθινής κοινωνίας των χρόνων της Επαναστάσεως, καθώς και της εποχής που προηγήθηκε. Οι πληροφορίες πούχουμε για την τότε κοινωνική κατάσταση της Επτανήσου είναι τόσο λίγες και τόσο συγκεχυμένες, ώστε οι σατυρικοί στίχοι του Σολωμού χύνουν άπλετο φως μέσα στο σκότος της περιόδου και συμβάλλουν στην σχετική της κατανόηση. Αν οι προηγούμενοι σατυρικοί, όπως ήσαν ο Μαρτελάος, ο περίφημος Κουτούζης, ο Αυξέντης, ο ∆ινελάκης και κυρίως ο Γουζέλης, ο συγγραφεύς του αθανάτου «Χάση», δεν άφησαν έργα, και μόνον από μερικούς στίχους τους προσπαθούμε να συλλάβουμε την εποχή τους, απεναντίας ο Σολωμός και τελειωμένες σάτυρες μας κληροδότησε και με τέτοιο περιεχόμενο, ώστε να μπορούμε ν’ αναπαραστήσουμε τους περίεργους εκείνους χρόνους. Αν ο Σολωμός απόκτησε μια τόσο μεγάλη θέση μέσα στο εθνικό πάνθεο, όμως η θέση αυτή πλαταίνει περισσότερο σα σκεφθούμε πως έξω από την πατριωτική του ποίηση, μας έδωσε κι άλλη κατ’ εξοχήν εθνική σα σατυρικός και τελειωτής της κοινωνικής σάτυρας της πατρίδας του. Και δεν αρνούμεθα τη δράση των προδρόμων του κι ιδίως του Γουζέλη, αλλ’ ο ποιητής ύψωσε τη σάτυρα σε πολύ καλλιτεχνικώτερη σφαίρα, αφού οι προηγούμενοι βωμολοχούσαν αισχρότατα, και μας έδωσε σε μεγάλους και χαρακτηριστικούς πίνακας ό,τι εξαιρετικώτερο σε τύπους και πρόσωπα παρουσίαζε τότε η Ζάκυνθος. Ιδίως αναπαράστησε τα σφοδρά πάθη, που χώριζαν τις κοινωνικές τάξεις. Οι στίχοι του οι αφιερωμένοι στους άρχοντες και τους χωρικούς μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιστορικά δοκουμέντα υψίστης σημασίας και να δώσουν αφορμή σε βαθειές παρατηρήσεις πάνω στην ιδιόρρυθμη κοινωνική σύσταση των διαφόρων κοινωνικών τάξεων της Επτανήσου.

Ο Σολωμός από μικρός έδειξε σπάνια σατυρικά χαρίσματα. «Μικρός, λέγει ο Πολυλάς, ήταν ζωηρότατος και πρόσχαρος και συχνά ξεθύμαινε, μιμούμενος τα αξιογέλαστα ιδιώματα των άλλων». Προικισμένος με οξεία παρατηρητικότητα, με δυνητική διάθεση, μνήμη και μιμητική επιδεξιότητα, δεν άφηνε τίποτα που να μην περιπαίζη και να μην ειρωνεύεται. Τη διάθεση αυτή διατήρησε και κατόπιν, όταν μεγάλωσε. Ο Ιταλός φίλος του Νικόλας Θωμαζαίος, που συνέζησε μαζί του στην Κέρκυρα, σχολιάζοντας το πράγμα, έγραψε: «Όταν παρατηρή τους ανθρώπους ο Σολωμός, είνε νόστιμος και λεπτός. Περιγελαστής τρομερός, μπορεί πολλές φορές να βλάψη». Κι ο αφοσιωμένος του φίλος και θαυμαστής του, ο μουσικός Μάντζαρος, που τόνισε τον «Ύμνο» και που κι αυτός καθημερινά συζητούσε με τον ποιητή, δεν παρέλειψε να σημειώση τη σατυρική και μιμητική κλίσι του: «Είνε ευκολώτατος εις το να γελά και να καγχάζη, μάλιστα, όταν παρουσιασθή ευκαιρία, ενίοτε δε μέχρι του σημείου ώστε να καταλαμβάνεται από νευρικούς σπασμούς. Είναι είρων και εις μέγιστον βαθμόν μίμος, απομιμούμενος μερικά πρόσωπα που του κάνουν εντύπωση».

Και δεν γνωρίζουμε αν ο Σολωμός έγραψε σάτυρες στην Ιταλία, όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Αλλ’ όταν γύρισε στη Ζάκυνθο τα 1818, ο ποιητής ξαναβρήκε τη σατυρική του διάθεση. Πήτε το σύμπτωση: Τον ίδιο χρόνο που πατούσε το χώμα της πατρίδας του πέθανε κι ο Μαρτελάος, ο σατυρικός της Γαλλικής Επαναστάσεως, ο φανατικός δημοκρατικός, ο κύριος αντίπαλος του Κουτούζη. Στα 1819 πέθανε κι ο Αυξέντης κι ο ∆ανελάκης. Ύστερα από λίγο έκλεινε τα μάτια του κι ο κορυφαίος σατυρικός της προηγούμενης γενεάς, ο Κουτούζης!

Ο θάνατος των τεσσάρων αυτών σατυρικών, που γιόμισαν την εποχή τους με σκάνδαλα, καυγάδες, επεισόδια και στίχους, ξανάφερε στη μνήμη των Ζακυνθινών τους τελευταίους χρόνους της Βενετοκρατίας, τους Γάλλους δημοκρατικούς, τους Ιακωβίνους, τους διθυράμβους, τους θουρίους, τις σάτυρες, τους λιβέλλους, μένα λόγο ολόκληρη την τρικυμισμένη και θορυβώδη εποχή της τελευταίας εικοσαετίας. Πολλοί τύποι ζούσαν ακόμη κι άλλοι νεώτεροι είχαν προστεθή στους παληούς. Οι ίδιοι ψωράρχοντες, οι ίδιες αδικίες και σκληρότητες που καυτηρίασε ο Μαρτελάος κι ο Κουτούζης, τα ίδια μίση ανάμεσα στους αστούς και στους άρχοντας, οι ίδιοι κωμικοί τύποι πλαισίωναν την πάντα ιδιόρρυθμη και ιδιότροπη Ζακυνθινή κοινωνία. Τους σατυρικούς της περασμένης γενεάς διαδέχτηκαν νέοι, που συνέχισαν τη σατυρική και λιβελλογραφική παράδοση. Ο γιατρός Ταγιαπιέρας, γιατρός του Αλή Πασά και κατόπιν του Καποδίστρια, ο Βικόπουλος, ο δικηγόρος Ταβουλάρης, ο Μάτεσις, ο Καντιώτης, ο Γρυπάρης και πολλοί άλλοι παρουσιάστηκαν ως νέοι σατυρικοί. Νέος μεγάλος τύπος προστέθηκε στους γνωστούς, ο γιατρός Ροΐδης. Μια νέα μόδα καθιερώθηκε τότε: στους δρόμους κάθε πρωί διάβαζαν οι περίεργοι Ζακυνθινοί κωμικούς στίχους, που τοιχοκολλούσαν οι αλληλοσατυριζόμενοι:

Μωρέ, γειά σου Ταβουλάρη

και ποιος έχει τέτοια χάρι

να συνθέτη τέτοιους στίχους

και να τους κολλάει στους τοίχους!

Όλοι σου οι συμπατριώτες

θάρθουν να σευχαριστήσουν

με ταψιά, φιλλία, μπομπότες

θε να σε συναπαντήσουν.

Και χτυπώντας το τηγάνι

με σφυριγματιές και κιάσσα

θα σου πλέξουνε στεφάνι

από σκόρδα κι από πράσσα!

Τέτοια ήταν η κοινωνία και τέτοιος ο κύκλος των νέων σατυρικων όταν ο Σολωμός γύρισε στη Ζάκυνθο. Με την οξεία του αντίληψη αμέσως αναμέτρησε την κατάσταση. Είδε με τα μάτια του χτυπητή την αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο που γνώρισε στην Ιταλία και σε κείνον με τον οποίο θα ζούσε στη Ζάκυνθο. Ή έπρεπε να φύγη, όπως το σκέφθηκε, ή έπρεπε να μείνη και να πάρη τα πράγματα όπως ήταν. Ανοιχτόκαρδος και πρόσχαρος, γνώστης της ζωής και κάπως αδιάφορος, δε σκοτίστηκε. Αποφάσισε να μείνη. Σε λίγο, μάλιστα, οι τύποι της πατρίδας του άρχισαν να τον απασχολούν και να τον ενδιαφέρουν, για να καταλήξη σε ενθουσιασμό, μόλις σχετίσθηκε με τον σπουδαιότερο και ιδιορρυθμότερο απ’ αυτούς, το Ροΐδη. Ο Πολυλάς σημειώνει σχετικώς: «Άμα ο Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο και πρωτογνώρισε το Ροΐδη, εκατάλαβε πως ήταν ένα άτομο μοναδικό στο είδος του και ότι έως τότε του είχε λείψει μόνον η αφορμή να φανερώση όλα του τα αξιογέλαστα ιδιώματα. Ο Σολωμός άρχισε να του δείχνεται άκρος θαυμαστής και να του ανάβη τη δοξομανία με τους πλέον κολακευτικούς τρόπους, μόλον ότι δεν μπορούσε να βαστάξη τα γέλια όταν ο Ροΐδης του διάβαζε τα συγγράμματά του. Σιμά στην αναποδιά του λογικού ο Ροΐδης είχε μιαν άκρα αναισθησία. ∆εν ήταν όμως γυμνός από κάθε χάρισμα. Ήταν καρδιογνώστης και είχε ζωντανή αν και παράξενη φαντασία».

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-9
Ανδριάντας του Δ. Σολωμού στην ομώνυμη πλατεία της Ζακύνθου (Shutterstock).

Ο Σολωμός κάλεσε το Ροΐδη στο σπίτι του, όπου μαζευόταν όλη η νεολαία της Ζακύνθου κι όπου ιδιαιτέρως ο ποιητής καλούσε και τους νέους σατυρικούς. Ο Μάτεσις μας περιγράφει μιαν απ’ αυτές τις συγκεντρώσεις. Πρόκειται ο Ροΐδης να διαβάση το περίφημο έργο του, το «Πάσιο», λυρικό δράμα για τα πάθη του Χριστού:

Όποιος θέλει να γελάση

ή σαν θες και να ξεράση

για ν’ ακούση το στολίδι

τσ’ οικουμένης το Ροΐδη

που το «Πάσιο» θα γκαρίση

Κάποιοι φίλοι εμαζωχτήκανε

εις του Σολωμού το βράδυ

κι όλοι τους εκουβαλιόντανε

με φεγγάρι ή με σκοτάδι

για να κάνουνε παιχνίδι

τον ντοτόρο το Ροΐδη.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-10
Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου. Υδατογραφία του Joseph Cartwright σε χάραξη των R. Havell Sr. και R. Havell Jr. (1821, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα).

Είνε άξιο προσοχής πώς ο Σολωμός, γράφοντας τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» κι απασχολημένος με σοβαρώτατες μελέτες πάνω στην πολιτική, στη φιλολογία και στη γλώσσα της επαναστατημένης Ελλάδος, εύρισκε καιρό να κάνη τέτοιες συγκεντρώσεις, που παρέμειναν αξέχαστες για την ευθυμία, το κέφι και τα πειράγματα που τις συνώδευαν. Πολλές φορές οι φιλικές αυτές διασκεδάσεις διαρκούσαν μέχρι το πρωί με κρασί και τραγούδια –ο Σολωμός ήταν εξαιρετικός κιθαριστής και καλλιφωνότατος αοιδός– και πολλές φορές κι οι γυναίκες δεν έλειπαν από την παρέα που σύχναζε στο εξοχικό σπίτι του ποιητή, στη «Βρύση», όπου λάβαιναν χώρα οι συγκεντρώσεις. Την εποχή αυτή ο Σολωμός ήταν ένας γλεντζές κι οι λαϊκές ταβέρνες της Ζακύνθου συχνά δέχτηκαν την επίσκεψη του ποιητή και της παρέας του. Αν κι αριστοκράτης κι ένας από τους πλουσιώτερους Ζακυνθινούς, αναγνωρισμένος κόντες, πράγμα που τότε σήμαινε πολλά, μόλα ταύτα ο φιλελεύθερος Σολωμός είχε ρίξει τις προλήψεις κι εννοούσε να ζήση στη Ζάκυνθο όπως και στην Ιταλία τα φοιτητικά του χρόνια, πίνοντας, γλεντώντας και διασκεδάζοντας. Μη λησμονούμε πως ήταν νέος, ωραίος, υπέροχα μορφωμένος, με τρόπους ευγενικώτατους, αυτοσχεδιαστής ερωτικών στίχων, που δημοσίευσε τα 1822 και στους οποίους θεοποιούσε διάφορες Ζακυνθινές, ποιητής, τέλος, του «Ύμνου» που τον δόξασε. Και μόλα ταύτα η σατυρική και η περιγελαστική του διάθεση νικούσε όλους αυτούς τους πειρασμούς και κάθε βράδυ δεν παρέλειπε να δέχεται το Ροΐδη και τη γλεντζέδικη παρέα του.
Φάνης Μιχαλόπουλος, Η Καθημερινή, 6 Νοεμβρίου 1932

Γύρω από τον Σολωμό – Αι πολιτικαί του πεποιθήσεις

Για τις πολιτικές πεποιθήσεις του Σολωμού πρέπει να πη κανείς πάρα πολλά, αν κι οι βιογράφοι του σχεδόν σιωπούν γι’ αυτές. Ο Σολωμός, που κατά τα φοιτητικά του χρόνια έδρασε ως καρβονάρος, κι έλαβε μέρος στην επαναστατική κίνηση της Ιταλίας μαζί με τον Βύρωνα στα 1816, ο Σολωμός που κατόπιν τραγούδησε την επανάσταση του 1821 μέσα στους φλογερούς στίχους των «Ύμνων» του και χτύπησε την Ιερά Συμμαχία, κατά τα τελευταία του χρόνια είχε αλλάξει φρονήματα. Ας μη λησμονούμε σχετικώς πως ο αδελφός του ∆ημήτριος ωργάνωσε το κόμμα των Καταχθονίων, το κόμμα που δεν ήθελε την ένωση της Επτανήσου με την ελεύθερη Ελλάδα κι υποστήριξε την εξακολούθηση της αγγλικής προστασίας. Ο ποιητής, αν και δεν ασπαζόταν απόλυτα τις απόψεις του αδελφού του, όμως δεν έβλεπε με καλό μάτι και τις ενέργειες των Ριζοσπαστών, πούθελαν την ένωση και που πρώτοι κινήθηκαν συστηματικώτερα αφ’ ότου δόθηκε στα Νησιά η ελευθεροτυπία τα 1848.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-11
Ο Henry George Ward, Ύπατος Αρμοστής του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων την περίοδο 1849-1855 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αλλά τότε τι ζητούσεν ο Σολωμός; Ο ποιητής δεν ήταν ούτε καταχθόνιος, ούτε ριζοσπάστης, αλλά Μεταρρυθμιστής. Ανάμεσα, δηλαδή, των δύο άκρων εκείνων συστημάτων είχεν ιδρυθή ένα νέο κόμμα, που ζητούσε τη βαθμιαία κι ειρηνική κίνηση, αποκλείοντας τα βίαια μέσα, που θάφερνε ύστερα από χρόνια, σε μια κατάλληλη στιγμή, την ένωση. Ο Σολωμός πίστευε, μαζί με τους μεταρρυθμιστάς, πως η Επτάνησος έπρεπε να μείνη στους Άγγλους, σαν ένα υπόδειγμα για την ελεύθερη Ελλάδα. Η Επτάνησος, παραβαλόμενη με το τότε Ελληνικό κράτος, ήταν πολύ πιο συγχρονισμένη. Είχε καλλιεργήσει τα γράμματα και τις τέχνες πολύ περισσότερον από το ελεύθερο κράτος. Γενικώς στα Νησιά επικρατούσε ένας ανώτερος κοινωνικός πολιτισμός, πούταν όνειρο για τους ελεύθερους Έλληνας της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Η Κέρκυρα, όπως έλεγε διακεκριμένος και βαθύς παρατηρητής, ήταν η πραγματική πνευματική πρωτεύουσα του ελληνισμού και όχι η Αθήνα. Η ένωση συνεπώς είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για την Επτάνησο, ενώ στην Ελλάδα δεν θα πρόσφερε σχεδόν τίποτε. Κι έτσι συνέβη. Ουσιαστικώς η ένωση απονέκρωσε την Επτάνησο, ενώ κάτω από την αγγλική προστασία ήταν ένα από τα πιο προνομιούχα διαμερίσματα της Ευρώπης, πραγματικός παράδεισος από άποψη πλούτου, πολιτισμού, προόδου και διοικήσεως. Για την Ελλάδα συνεπώς η Επτάνησος έπρεπε νάναι το καλό παράδειγμα κι ο Σολωμός ήταν σε θέση να γνωρίζη τι σημασία είχε για ολόκληρο τον ελληνισμό ένα τέτοιο υπόδειγμα. Για τούτο θαύμαζε κι ευγνωμονούσε τους Άγγλους. Αλλά κι οι Άγγλοι τον τιμούσαν, όπως κανέναν άλλο Επτανήσιο. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να περιδιαβάζει στον κήπο του παλατιού στην Κέρκυρα, κι όμως ο Σολωμός ώρες ολόκληρες περνούσε κάτω από τα φυλλώματα του παραδεισένιου περιβολιού. Παρ’ όλη την αυστηρή εθιμοτυπία των Άγγλων Αρμοστών στην Κέρκυρα, για τον Σολωμό η εθιμοτυπία είχε καταργηθή. Έμπαινε στο παλάτι όποια ώρα ήθελε και συνομιλούσε με τον αρμοστή κι όταν έβγαινε η φρουρά του παρουσίαζεν όπλα! Ιδίως ο αρμοστής Σείτων τον ελάτρευε. Ευγνωμονώντας ο ποιητής του αφιέρωσε τη μετάφραση του «Ύμνου της ελευθερίας» στην ιταλική, που γίνηκε στα 1843 από το Χρυσοπλεύρη. Αλλά κι ο διάδοχος του Σείτων, ο Ουάρδος, τόσον αγαπούσε τον Σολωμό ώστε τον δεχόταν στο παλάτι και συνομιλούσε μαζί του επί ώρες. Οι κακές γλώσσες λένε πως έπιναν μαζί και πολλές φορές τους βρήκαν στουπί στο μεθύσι. ∆εν είνε πια μυστικό πως ο Σολωμός έπινε πολύ και πως πέθανε αλκοολικός, το ίδιο λένε και για τον Ουάρδο. Ώστε φαίνεται πως μια αμοιβαία κλίσις τούς ένωνε. Συνέβη, μάλιστα, να τα χαλάσουν κάποτε απάνω στο πιοτό και φαίνεται πως είπαν και βαρειές φράσεις συναμεταξύ τους. Ο Σολωμός όμως ζήτησε συγγνώμη, καθώς κι ο Ουάρδος, κι έτσι η φιλία τους ανασυνδέθηκε θερμότερη. Τόση μάλιστα εκτίμηση κι αγάπη έτρεφε στον Ουάρδο, ώστε ένα από τα τραγούδια του γράφτηκε κι αφιερώθηκε στην κόρη του φίλου του αρμοστή, την ωραία Αλίκη:

Τα τριαντάφυλλα αυτά, Καλή μου, εσύ με ήθος

ιδές τα γαληνά στα πόδια σου πεσμένα.

Αλλ’ ως με των ανθιών της τάλλο πλούσιο πλήθος

της πατρίδας μου η γη τανάδωσε για σένα,

όμοια με την υγειά σου ολόχαρη στο στήθος

την ελπίδα αναδίνει κι η καρδιά μου εμένα.

Και σεσέ βλέπει ο Απρίλης νάρχεται μεκείνη

κι ευωδιαστό φιλί στη θύρα σου ναφήνει!

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-12
Σχέδιο στους Illustrated Times που απεικονίζει Βρετανούς στρατιώτες στη Ζάκυνθο το 1855, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, έτοιμους να επιβιβαστούν σε πλοία (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αλλά κι άλλην Αγγλίδα τραγούδησε ο Σολωμός, την κόρη του Άγγλου αρχιγραμματέως Φραγκίσκου Φραίζερ. Το τραγούδι αυτό, γραμμένο στην ιταλική, όπως και το προηγούμενο, μεταφράστηκε κατόπιν από τον ίδιο τον ποιητή στην ελληνική. Είνε ένα από τα μουσικώτερα λυρικά κομμάτια πώχουμε στη γλώσσα μας. Ποιος δεν γνωρίζει τους αμίμητους στίχους του Σολωμού:

Μικρός προφήτης έρριξε σε κορασιά τα μάτια,

και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτος είπε:

Κι αν για τα μάτια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου,

κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος

δώρο δεν έχουνε για σε και για το μέσα πλούτος.

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος.

Αλλά κι άλλοι επίσης αμίμητοι στίχοι είνε αφιερωμένοι σε κάποιαν άγνωστη Αγγλίδα, που πέθανε και που τραγούδησε μυστικά, όπως πάντα, ο Σολωμός. Ίσως και ήταν ερωτευμένος μαζύ της, αλλοιώτικα δεν μπορούσε να γράψη τους αιθέριους αυτούς στίχους:

Με τάνθη μας εμίσεψε

ναύρη άνθη σα γυρίσει.

Ετοίμασέ τα κι έφθασε

δεν ημπορή ναργήση.

Μην είνε εκείνη πώρχεται

με κάτασπρα πανιά;

Αλλ’ ο θαυμασμός του προς την Αγγλία, στην ισχύ της, καθώς και στο ηθικό μεγαλείο της, εκδηλώθηκε μέσα στο μεγαλοφάνταστο τραγούδι, πούγραψε με τον τίτλο «Το ελληνικό Καράβι». Το ποίημα γράφτηκε την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου, οπότε ο αγγλικός στόλος είχεν αποκλείσει τις ελληνικές θάλασσες. Τότε κάποιο αγγλικό καράβι έπιασεν ένα ελληνικό και το χαρακτήρισε ως πειρατικό. Ο Άγγλος το διέταξε να σταματήση, αλλ’ ο Έλληνας καραβοκύρης άναψε τον δαυλό κι ετοιμάστηκε να το ανατινάξη στον αέρα. Ο Άγγλος, ετιμώντας τη χειρονομία εκείνη, άφησε το καράβι να περάση. Ο αγγλικός χαρακτήρας είχεν εκδηλωθή εντονώτατα μπροστά στην ελληνική παλληκαριά κι ο Σολωμός ενθουσιάστηκε. Έτσι έγραψε το «Ελληνικό Καράβι», όπου μέσα στους στίχους του ανυμνείται η ελληνική ανδρεία, μα συγχρόνως υψώνεται κι ένας ασύγκριτος ύμνος προς την βρεττανική μεγαλοψυχία. Είνε ζήτημα αν θεϊκώτεροι στίχοι τραγούδησαν ποτέ την αγγλική ισχύ, μα και την αγγλική αρετή.

Ο Σολωμός, πνεύμα που λάτρευε την τάξι, την ιεραρχία και την καλώς εννοούμενη ελευθερία, δεν ήταν δυνατόν παρά να θαυμάζη τους Άγγλους, που τόσο είχαν εκπολιτίσει την Επτάνησο. Για τούτο δεν ήθελε ακόμη την ένωση κι αντιπαθούσε τους ριζοσπάστες, που τη ζητούσαν, κι ιδίως τον Ηλία Ζερβό Ιακωβάτο,το φοβερό δημοκράτη της Κεφαλλονιάς. Ο Ιακωβάτος υπήρξε ένας από τους πρωτοτυπότερους ανθρώπους της νεώτερης Ελλάδας. Επαναστάτης, όταν σπούδαζε στο Παρίσι, νομικός, όταν γύρισε στην Επτάνησο, δημοσιογράφος, εκδότης της πρώτης κεφαλλονίτικης εφημερίδας με τον τίτλο «Ο Φιλελεύθερος» (1849), ριζοσπάστης βουλευτής τα 1850, πολιτικός εξόριστος και μάρτυς της Ενώσεως, επί επτά χρόνια δεμένος, ως άλλος Προμηθέας, απάνω στο νησί των Αντικυθήρων, συμβόλιζε αυτός κατ’ εξοχήν την ριζοσπαστική κίνηση. Λοιπόν ο Ιακωβάτος, ενώ περπατούσε στη Σπιανάδα τα 1850, είδε το Σολωμό νάρχεται από τ’ αντίθετο μέρος και να ρεμβάζη. Ο Ιακωβάτος δεν χάνει καιρό· ανασκουμπώνεται, παίρνει στάση ειρωνική κι αρχίζει ν’ απαγγέλλη τους φλογερούς στίχους του «Ύμνου της Ελευθερίας», στους οποίους ο ποιητής καυτηριάζει στα 1823 τη στάση των Άγγλων στην Επτάνησο, των σημερινών φίλων του:

Εφωνάξανε ως ταστέρια

του Ιονίου και τα νησιά,

κι εσηκώσανε τα χέρια

για να δείξουνε χαρά.

Μόλον πούναι αλυσσωμένο

το καθένα τεχνικά

κι εις το μέτωπο γραμμένο

έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής του «Υμνου εις την Ελευθερίαν»-13
Προσωπογραφία του Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου, ελαιογραφία σε μουσαμά του Γ. Άβλιχου, 1895 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Σολωμός αναμέτρησε μεμιάς τον αρειμάνιο Κεφαλλονίτη. Αν κι ευέξαπτος και νευρικός, προσπέρασε χωρίς να μιλήση. Ο Ιακωβάτος είχε εμφάνιση επιβλητική και παράδοξη: ψηλό καπέλλο, μαύρη ζακέττα, άσπρα γάντια και στο χέρι μια φοβερή μαγκούρα Ιακωβίνου. Ουσιαστικώς ο Ιακωβάτος δεν είχε τίποτε με τον Σολωμό. Μόνο με τον αδελφό του ∆ημήτριο, τον αρχηγό των Καταχθονίων, μπορούσε νάχη διαφορές, πούταν και πρόεδρος της Γερουσίας, πρωθυπουργός δηλαδή. Εναντίον αυτού στρεφόταν το μίσος των Ριζοσπαστών, που δυστυχώς αντανακλούσε και στο πρόσωπο του ποιητή. Συνέβη πολλές φορές ο Σολωμός να παρεξηγηθή από τους νέους πούσαν με το μέρος των ενωτικών. Υπέστη μάλιστα κι επίθεση στη Σπιανάδα, όπως αναφέρει στο περιοδικό του ο φίλος του ποιητή μαθηματικός Κουντούρης: «Εις τον δεύτερον αριθμόν, λέγει, του παρόντος τετραδίου ανέφερα ότι η Μυστική Εταιρία άρχισε να ενεργή εις το φως από τα 1847. Τότε επαρουσίασε τους σωρούς της αναισχυντίας, οι οποίοι ήρχοντο να απαντήσουν εμένα και τον κόμητα ∆ιονύσιον Σολωμόν. Άλλοι έρριχναν τα ραβδία κάτω, όταν μας εξάνοιγαν, άλλοι εδιάβαιναν από κοντά μας ρίχνοντας αγάλι εις το αυτί το σύνθημα των ριζοσπαστών. ∆εν έλειπαν χαιρετισμοί απρεπείς από πρόσωπα τα οποία η αιδώ προστάζει να σιωπήσω» (Περιοδικόν Απόλλων, υπό Ιωάννου Κουντούρη του Κεφαλλήνος, καθηγητή της μαθηματικής, εν Κερκύρα 1851, σελ. 7).

Εις επιστολήν του ο Σολωμός μιλεί κεκαλυμμένα πάντα για την αντιπάθεια πούτρεφε εναντίον των ριζοσπαστών και των επαναστατικών μέσων, που έβαζαν σ’ εφαρμογή. Έτσι η στάσις τόσον του ιδίου όσο και του αδελφού του είχε δημιουργήσει εχθρότητες που φθάναν μέχρι τον ποιητή, αν και στην Κέρκυρα τον τιμούσαν όλοι ως τον ποιητή του «Ύμνου της Ελευθερίας». Κάποτε έτυχε να γνωρίση το βουλευτή Ζακύνθου Βερύκιο, που ανήκε στο Ριζοσπαστικό κόμμα και που κατόπιν έγραψε και την ιστορία του Ριζοσπαστισμού στην Επτάνησο. Ο Σολωμός δεν έδειξε καμιά στενοχώρια για τη νέα γνωριμία. Ήταν πολύ τυπικός στις κοινωνικές του σχέσεις. Αλλ’ ύστερα από λίγο, καθώς προχωρούσαν, ο Σολωμός σταμάτησε κι αναθυμώμενος και τη συνάντησή του με τον Ιακωβάτο, του λέγει:

– Είσαι και συ απ’ αυτούς; (τους Ριζοσπάστες).

– Ναι, του απάντησε ο Βερύκιος.

Τότε ο Σολωμός, παίρνοντας αυστηρό ύφος και κοιτάζοντας τον Βερύκιο κατάματα, του λέγει:

– Πολύ δύσκολη και πρόωρη η προσπάθειά σας!

Ο Βερύκιος, που κατόπιν διηγόταν το γεγονός, πρόσθετε: «Σας βεβαιώ πως μούκαναν τεράστια εντύπωση οι λέξεις εκείνες. Μου φάνηκε πως το βλέμμα του διαπέρασε την καρδιά μου!».

Και πραγματικώς οι λέξεις εκείνες, λεγόμενες από τον ποιητή του «Ύμνου της Ελευθερίας», από τον παλαιό φιλελεύθερο και δημοκράτη Σολωμό, είχαν μεγάλη σημασία. Ήταν λέξεις ζυγιασμένες και βγαλμένες από βαθειά παρατήρηση και μελέτη της κοινωνικής καταστάσεως της Επτανήσου. Για τούτο, όταν είδε πως ο ριζοσπαστισμός κάθε μέρα κατακτούσε έδαφος και πως τα λαϊκά στοιχεία μ’ ενθουσιασμό είχαν ασπασθεί την ιδεολογία εκείνη, ο ποιητής, κουνώντας περίλυπα το κεφάλι του, είπε σε εκείνους που τον ρώτησαν για τη ριζοσπαστική κίνηση και την ένωση:

– Πιθανώς οι ριζοσπάστες νάχουν δίκιο. Αλλά οι Επτανήσιοι μια μέρα θα κλάψουν πικρά για την ένωση!

Κατά πόσον ο ποιητής είχε δίκαιο ή όχι δεν μπορεί ν’ απαντήσει κανείς εύκολα. Ο Σολωμός, που παρακολούθησε όλη τη σταδιοδρομία της Αγγλοκρατίας στην Επτάνησο από την εποχή του συνεδρίου της Βιέννης μέχρι τα 1856, ήταν σε θέση να γνωρίζει λεπτομερέστατα το τι πρόσφερα οι Άγγλοι στα Νησιά. Τα παρέλαβαν σχεδόν εγκαταλειμμένα κι αναρχούμενα από τους Γάλλους του Ναπολέοντος, και σε μικρό διάστημα τα μετέβαλαν σε μια πολιτεία ευνομούμενη, συγχρονισμένη σ’ όλα τα πεδία και κοινωνικώς περίβλεπτη. Στο πνεύμα συνεπώς του Σολωμού η αλλαγή ενός τέτοιου συστήματος κι η ένωση με την Ελλάδα του Μωρηά και της Ρούμελης της τόσο καθυστερημένης σ’ όλα της, ισοδυναμούσε με μιαν αυτοκτονία. Αλλά ρωτάμε τι θα γινόταν η Επτάνησος αν εξακολουθούσε να κατέχεται από τους Άγγλους; Ασφαλώς η κατάστασίς της θάταν πολύ καλλίτερη ίσως από κείνη της Κύπρου. Αλλ’ η ένωσίς της με την Ελλάδα θα πρόσκρουε πάντοτε στην κατακτητική, στη δολία κι ύπουλη πολιτική της Ιταλίας κι ίσως σήμερα, αν δεν έμενε στους Άγγλους, νάχε μεταβληθή σε ιταλοκρατούμενα Επτάνησα. Αλλ’ οι βουλές του πεπρωμένου πολλές φορές εκτελούν τα πεπρωμένα της ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η Θυσία του Όθωνος έδωσε την Επτάνησο στην Ελλάδα. Η Αγγλία την είχεν υποσχεθή στους επαναστάτες του 1864, στην περίπτωση που θάδιωχναν τον Όθωνα. Κι έτσι έγινε.
Φάνης Μιχαλόπουλος, Η Καθημερινή, 25 Φεβρουαρίου 1935

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT