Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός

Ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός και το έργο του

χένρικ-ιψεν-ο-μεγάλος-δραματουργός-562599454

Στις 7 Οκτωβρίου 1935, δημοσιευόταν στην Καθημερινή ένα από τα πολλά κείμενα που φιλοξένησε κατά καιρούς η εφημερίδα για τον μεγάλο Νορβηγό δραματουργό και το έργο του – μια ελάχιστη συγκομιδή από αυτά παρατίθεται στην παρούσα έκδοση. Ο Γάλλος συγγραφέας Jacques de Coussange, ο οποίος το υπέγραφε, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Ο Ερρίκος Ίψεν είναι πρωτίστως “δημιουργός ψυχών” – κατά τον επιτυχή χαρακτηρισμόν του Φαγκέ. Όσον και αν μελετά κανείς τους τύπους που έπλασε η φαντασία του, πάντοτε θα του αποκαλύπτουν και μίαν άγνωστον πτυχήν των. Τόσον είνε “ανεξάντλητοι”. Υπήρξεν ο ζωγράφος της πραγματικότητος, απήλλαξε το θέατρο από τον συμβατισμό· έφερε τον άνθρωπον πλησιέστερον προς την φύσιν. Τα πρόσωπα του Ίψεν, είτε ενσαρκώνουν ένα πάθος, όπως ο Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, είτε περιπλέκονται εις τας δυσχερείας της ζωής, διά να συντριφτούν από τα γεγονότα, αποτελούνται πάντα από οστά και σάρκα. Ζουν μεταξύ μας, φανταζόμεθα ότι ημπορούμεν και να τα φωτογραφήσωμεν ακόμη». Και συνέχιζε: «[…] μολονότι ισχυρίζετο ο ίδιος ότι μοναδική επιθυμία του ήτο να ζωγραφίση την ζωήν, είχε προσωπικάς γνώμας και πεποιθήσεις. Επέμενε περί του αντιθέτου. Αλλ’ είχε ιδιαιτέρους λόγους ν’ ακολουθή την τακτικήν αυτήν. Επίστευε ότι η προσπάθεια την οποίαν κατέβαλον οι αναγνώσται διά να ανακαλύψουν “θεωρίας” εις τα έργα του, καθίστα τα έργα αυτά περισσότερον ενδιαφέροντα. ∆ιά της εντατικής μελέτης των, το νόημά των ελάμβανε μεγαλυτέραν έκτασιν».

Δυναμιτίζοντας τα θεμέλια της κοινωνίας

Όταν ο Ίψεν εξέδωσε τους Βρικόλακες, το 1881, δεν φανταζόταν πως η αντίδραση του αναγνωστικού κοινού και των κριτικών θα ήταν τόσο αρνητική. Στο πρωινό φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας Ny lllustrerad Tidning, στις 31 ∆εκεμβρίου 1881, έγραφε: «Ανάμεσα στα ποικίλα δώρα που αντάλλαξαν φέτος μεταξύ τους οι άνθρωποι, παρεισέφρησαν κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο ευυπόληπτων οικογενειών οι “Βρικόλακες” του καθ’ όλα αξιοσέβαστου συγγραφέα Χένρικ Ίψεν. Εκ πρώτης όψεως, το βιβλίο δεν μοιάζει επικίνδυνο. Πρόκειται για έναν μικρό τόμο των εκδόσεων Cyldendal με το χαρακτηριστικό ματ, γαλαζωπό εξώφυλλο. Ωστόσο, ο τίτλος του εξωφύλλου, ο ήχος και μόνον του τίτλου, μας παραπέμπει στη φρίκη της φωτιάς που καίει στις σελίδες του».

Ωστόσο η αντίδραση δεν θα έπρεπε να τον ξαφνιάσει. «Κανιβαλικές» οικογενειακές σχέσεις, αναφορές σε αιμομιξία και αφροδίσια νοσήματα σε μια εποχή κατά την οποία ακόμη κι η αναφορά στη σύφιλη εθεωρείτο σκάνδαλο, ισοπεδωτικές κοινωνικές συμβάσεις, θρησκευτικές εμμονές και κληρονομικές ασθένειες. Ο μεγάλος Νορβηγός συγγραφέας στους Βρικόλακες αποκάλυπτε τα άπλυτα μιας ολόκληρης εποχής και κοινωνίας με τρόπο επιθετικό και σκανδαλιστικό για τους συγχρόνους του. Το έργο ανέβηκε για μία και μοναδική, ιδιωτική παράσταση στο Λονδίνο, σε μια λέσχη, μέλη της οποίας ήταν οι Τόμας Χάρντι και Χένρι Τζέιμς.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-1
Πορτρέτο του Ίψεν. Ελαιογραφία του Henrik Olrik (1879, Εθνικό Μουσείο Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Ντιζάιν, Όσλο).

Την εποχή που έγραψε τους Βρικόλακες, ο Ίψεν ήταν 53 ετών και αγωνιζόταν με τη θεατρική γραφή από τα 22 του. Το θέατρο κυλούσε στο αίμα του και σε ηλικία 23 ετών ανέλαβε τα καθήκοντα του σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα σε ένα νέο θέατρο στην πόλη Μπέργκεν, με την υποχρέωση να γράφει ένα έργο κάθε χρόνο. Στην πραγματικότητα, ως πρώιμο ταλέντο που ήταν, του ζητήθηκε να δημιουργήσει ένα «εθνικό δράμα» ανανεώνοντας το νορβηγικό θέατρο. Μετά από κάμποσες αποτυχίες, άρχισε να το κάνει, γράφοντας για τον εαυτό του πρωτίστως και προκαλώντας στη συνέχεια το κοινό αίσθημα περί ηθικής και ευπρέπειας. Οι συμπατριώτες του δεν τον συγχώρησαν για την τόλμη του.

Εκείνος δεν πτοήθηκε και συνέχισε να γράφει. Τον Απρίλιο του 1864, 30άρης πλέον, έφυγε από τη Νορβηγία για την Ιταλία. Για τις επόμενες σχεδόν τρεις δεκαετίες έζησε στο εξωτερικό, κυρίως στη Ρώμη, στη ∆ρέσδη και στο Μόναχο, επιστρέφοντας στη Νορβηγία μόνο για σύντομες επισκέψεις. Για λόγους που μερικές φορές συνόψιζε ως «μικροψυχία», η πατρίδα τού είχε αφήσει μια πολύ πικρή γεύση στο στόμα. «Μα η αδικία που μου ’γινε με χαροποιεί. Μέσα της κρύβεται θεία πρόνοια κι αποστολή. Νιώθω τις δυνάμεις μου ν’ αυξάνουν, μαζί με την οργή μου. Αν θέλουνε πόλεμο, θα τον έχουν!» έγραψε στον διάσημο Νορβηγό συγγραφέα Μπιέρνστιερνε Μαρτίνους Μπιέρνσον –αργότερα νομπελίστα–, σχεδόν συνομήλικό του, όταν η κριτική που δέχτηκε για το ποιητικό δράμα του Πέερ Γκιντ (1867) ήταν και πάλι απογοητευτική.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-2
Εικονογράφηση σκηνής από το έργο του Ίψεν Πέερ Γκυντ, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον Arthur Rackham, 1936 (Photo by Culture Club/Getty Images).

Αλλά συνέχιζε να γράφει, γιατί ο μικρός Χένρικ με την έμφυτη καλλιτεχνική τάση είχε μάθει από μικρός να παλεύει για τη ζωή του. Γεννήθηκε στο Σκίνε, μια μικρή πόλη υλοτόμων της νότιας Νορβηγίας, ως το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Ίψεν. Ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος έμπορος και η μητέρα του ζωγράφιζε, έπαιζε πιάνο και της άρεσε να πηγαίνει στο θέατρο. Όμως ο σεβαστός έμπορος υπέστη χρεοκοπία. Η προηγούμενη ευμάρεια διαλύθηκε μέσα στα χρέη, ενώ η απόσυρση του πατέρα και η ζοφερή θρησκευτικότητα της μητέρας δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Μόλις 15 ετών, ο Χένρικ μετακόμισε στο Γκρίμσταντ, έναν οικισμό περίπου 800 ατόμων, συντηρούσε στοιχειωδώς τον εαυτό του ως μαθητευόμενος φαρμακοποιός, ενώ μελετούσε τη νύχτα για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου χρησιμοποίησε τις λίγες ώρες του ελεύθερου χρόνου του για να γράψει ένα θεατρικό έργο, το πρωτόλειο Catilina, το οποίο προέκυψε από τα λατινικά κείμενα που διάβαζε για τις εξετάσεις. Λίγο αργότερα μετακόμισε στη Χριστιανία (σημερινό Όσλο), εγκαταστάθηκε στη φοιτητική εστία, αλλά δεν μπήκε ποτέ σε τάξη. Τότε ξεκίνησε η θεατρική του διαδρομή, που για χρόνια είχε περισσότερες αποτυχίες παρά επιτυχίες. Επειδή ο Ίψεν δεν ήθελε να ασκήσει κριτική ή να μεταρρυθμίσει την κοινωνία, ήθελε να την ανατινάξει.

Η πρώτη έκρηξη έγινε με το Κουκλόσπιτο, το 1867. Το κοινό σοκαρίστηκε με την άρνηση του συγγραφέα να συνθέσει –όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος σύγχρονός του– ένα αίσιο τέλος, ακόμη κι αν ήταν επινοημένο ή κακότεχνο. Αλλά ο συμβατικός δεν ήταν ο τρόπος του Ίψεν. Εκείνος αποσκοπούσε στο να κατανοήσει τον εαυτό του και να παραμείνει πιστός σε αυτόν τον εαυτό. Ανήκε στους μεγάλους ανατροπείς σαν τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τον Φρίντριχ Νίτσε και τον Ουίλιαμ Μπλέικ, σε εκείνους τους πρώιμους σύγχρονους συγγραφείς που έβγαλαν από την πλήξη κατ’ αρχάς και ύστερα γονιμοποίησαν βίαια τον ευρωπαϊκό πολιτισμό κατά το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, προοιωνιζόμενοι το μέλλον.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-3
Σατιρικό σκίτσο με τον Ίψεν να γράφει (Photo by Culture Club/Getty Images).

Η κατακραυγή για τους Βρικόλακες ήταν τόσο έντονη, που το έργο δεν παίχτηκε δημοσίως παρά μόνο δύο χρόνια αργότερα. Ακολούθησαν το Ένας εχθρός του λαού και Η κυρά της θάλασσας (ο παλιότερος, ποιητικός ελληνικός τίτλος αντί του ορθότερου Η κυρία από τη θάλασσα). Τότε γράφτηκε επίσης ένα από τα πιο διάσημα έργα του Ίψεν, η Έντα Γκάμπλερ (1890), με πρωταγωνίστρια την Έντα, έναν από τους περίφημους γυναικείους χαρακτήρες του παγκόσμιου θεάτρου. Η Έντα, κόρη στρατηγού, είναι μια νεόνυμφη που έχει αρχίσει να μισεί τον λόγιο σύζυγό της, αλλά καταστρέφει τον πρώην αγαπημένο της που στέκεται εμπόδιο στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του συζύγου της.

Το 1891, ο Ίψεν γύρισε επιτέλους στην πατρίδα του. Ήταν πλέον ένα εξέχον τέκνο της Σκανδιναβίας, που έφυγε ως απογοητευμένος καλλιτέχνης, αλλά επέστρεψε ως διεθνώς αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας. Το 1898 απόλαυσε τις εκδηλώσεις που έγιναν προς τιμήν του για τον εορτασμό των εβδομηκοστών γενεθλίων του. Παρ’ όλα αυτά, όταν προσκλήθηκε σε δείπνο με τον βασιλιά Όσκαρ Β΄ της Σουηδίας, ο τελευταίος τού είπε ότι οι Βρικόλακες ήταν ένα κακό έργο. Ο Ίψεν έκανε μια παύση και έπειτα απάντησε οργισμένα: «Μεγαλειότατε, έπρεπε να γράψω ένα έργο σαν τους Βρικόλακες»!

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-4
Σχέδιο του Έντβαρντ Μουνκ (1906) για τα σκηνικά του έργου του Ίψεν Βρυκόλακες (Photo by Fine Art Images/Heritage Images via Getty Images).

Τα μεταγενέστερα έργα του διαθέτουν πιο ώριμους πρωταγωνιστές, που κοιτάζουν πίσω και ζουν με τις συνέπειες των προηγούμενων επιλογών της ζωής τους. Κάθε δράμα φαίνεται να τελειώνει με μια σκοτεινή νότα. Γραμμένο το 1899, το Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί αποτελεί το κύκνειο άσμα του, ένα θεατρικό έργο που σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης συγγραφικής διαδρομής. Άλλωστε ο υπότιτλός του είναι: «∆ραματικός επίλογος». Το 1900, ο Ίψεν έπαθε μια σειρά από εγκεφαλικά που τον άφησαν ανίκανο να γράψει. Κατάφερε να ζήσει για αρκετά χρόνια ακόμη, αλλά δεν ήταν σε καλή νοητική κατάσταση. Πέθανε στις 23 Μαΐου 1906 και κηδεύτηκε τιμητικά δημοσία δαπάνη.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους συγγραφείς και ποιητές, ο Ίψεν είχε έναν μακρύ και –φαινομενικά τουλάχιστον– ευτυχισμένο γάμο με τη Σουζάνα Θόρεσεν. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1858 και έκαναν το μοναχοπαίδι τους, τον Σίγκουρντ, τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο ο συγγραφέας είχε επίσης έναν γιο από προηγούμενη σχέση. Απέκτησε το παιδί με μια υπηρέτρια το 1846, ενώ εργαζόταν ως μαθητευόμενος. Στη συνέχεια της ζωής του, ενώ παρείχε κάποια οικονομική υποστήριξη στη μητέρα, δεν γνώρισε ποτέ το αγόρι.
Μάρω Βασιλειάδου, πολιτιστική συντάκτρια στην Καθημερινή

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-5
Άγαλμα του Ίψεν στο Μπέργκεν της Νορβηγίας (Shutterstock).

Ο Ίψεν δεν είναι ασυνεπής προς την κοινωνικήν του φιλοσοφίαν. Πιστεύων πάντοτε ότι η οικογενειακή μονάς αποτελεί αυτοδύναμον μέγεθος εις την όλην συγκρότησιν της κοινωνίας, τοποθετεί την απαρχήν της ατομικής ευτυχίας εις την ελευθέραν βούλησιν, η οποία δεν πρέπει να καταστρέφεται ούτε από τον γάμον. Προχωρών μάλιστα έτι περαιτέρω, κηρύττει ότι η οικογένεια έχει την μεγαλυτέραν ευθύνην διά την διαφθοράν και την έκπτωσιν της συγχρόνου κοινωνίας. Όταν ο γάμος δεν είναι ελευθέρα ένωσις δύο ανεξαρτήτων θελήσεων, είναι εμπόριον, είναι ακολασία. Πολύ παλαιά η διαπίστωσις και ο Ίψεν εις την εποχήν του υπερμάχησε των ιδεών αυτών, αι οποίαι τότε απετέλουν νεωτερισμούς.
Αιμίλιος Χουρμούζιος, Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 1939

Ίψεν – Η ζωή, το έργον και οι αγώνες του

Είκοσι τέσσερα έθνη αντιπροσωπεύονται εις τας τελουμένας εν Νορβηγία εορτάς, επ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως εκατονταετίας από της γεννήσεως του μεγάλου δραματικού συγγραφέως Ερρίκου Ίψεν. Εις τας εορτάς ταύτας μετέχει ολόκληρος ο διανοητικός κόσμος της Ευρώπης και της Αμερικής, διότι το έργον του διασήμου Νορβηγού έχει, δικαίως, προ πολλού καταταχθεί μεταξύ των ωραιοτέρων και μεγαλοφυεστέρων πνευματικών δημιουργημάτων του παρελθόντος αιώνος.

Ο Ερρίκος Ίψεν εγεννήθη την 20 Μαρτίου του 1828 εις την μικράν πόλιν Σκίεν, όπου ο πατήρ του διεξήγε εμπόριον ξυλείας. Ο μικρός Ερρίκος έμεινεν ορφανός εις ηλικίαν 16 ετών, τότε δε ηναγκάσθη να διακόψη τας σπουδάς του και να δεχθή θέσιν υπαλλήλου εις ένα φαρμακείον του Γκριμστάτ, ασήμου λιμένος με 800 κατοίκους. Ο νεαρός μαθητευόμενος φαρμακοποιός δεν ηδύνατο να ανεχθή το αποπνικτικόν περιβάλλον του μικρού χωρίου και διά τούτο επερίμενε ανυπομόνως την ευκαιρίαν η οποία θα του επέτρεπε να ευρεθή εις πλέον αναπεπταμένους ορίζοντας. Εις ηλικίαν είκοσι δύο ετών ενεγράφη εις το Πανεπιστήμιον της Χριστιανίας, όπου είχεν ως συμφοιτητήν του τον επίσης διάσημον συγγραφέα Μπιορστιέρνε Μπιόρνσαν, τον μετέπειτα αντίπαλον των τολμηρών του ιδεών.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-6
Ο Ίψεν σε γελοιογραφία που δημοσιεύτηκε στο Vanity Fair, στις 12 Δεκεμβρίου 1901 (Alamy/Visualhellas.gr).

Κατά την εποχήν εκείνην ο Ίψεν ήτο χλωμός, αδύνατος και ζωηρότατος, διετήρει δε μακράν μαύρην γενειάδα. Οι προσφιλέστεροι συγγραφείς του ήσαν ο Σαλούστιος, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε και ο Σίλλερ. Η προσωπικότης του Κατιλίνα τού επροξένησε βαθείαν εντύπωσιν και του ενέπνευσε το πρώτον ομώνυμο δράμα του, το οποίον ανεβιβάσθη επί σκηνής την 26 Σεπτεμβρίου του 1850. Το επόμενον έτος διωρίσθη διευθυντής του θεάτρου του Μπέργκεν, όπου και ενυμφεύθη εξ έρωτος την θυγατέρα του εκεί εφημερίου, εις την οποίαν μέχρι τέλους έτρεφε απεριόριστον αφοσίωσιν και την απεκάλει «ιέρειαν η οποία διετήρει εις την ψυχήν του άσβεστον το ιερόν πυρ».

Το καλλιτεχνικόν τάλλαντον του Ίψεν ταχέως εξεδηλώθη με την σφραγίδα της μεγαλοφυΐας. Τα έργα της πρώτης περιόδου του Ίψεν, όπως τα: «Μία εορτή εις το Σολχάουγκ», «Οι Πολεμισταί της Ελιγολάνδης», «Οι Μνηστήρες του Θρόνου» και «Η Κωμωδία του Έρωτος», επροκάλεσαν αληθή θύελλαν μεταξύ των συντηρητικών κύκλων της Νορβηγίας, οι οποίοι δεν ηδύναντο να εκτιμήσουν το φιλελεύθερον πνεύμα του συγγραφέως. Παρά την δυσμενή ταύτην αντίληψιν του κοινού, ο Ίψεν κατώρθωσε, μετά πολλών κόπων, να επιτύχη μίαν κρατικήν υποτροφίαν και να μεταβή, το 1864, εις την Ιταλίαν. Εκεί συνέγραψε τον «Μπραντ» και τον «Περ Γκυντ». Ακολούθως, το 1868, επεσκέφθη το Μόναχον, την ∆ρέσδην και το Βερολίνον. Εταξείδευσεν επίσης και εις την Αίγυπτον, όπου παρέστη εις τα εγκαίνια της ∆ιώρυγος του Σουέζ. Ο μέγας συγγραφεύς είχε καταδικάσει εαυτόν εις εξορίαν.

Οι συμπατριώται του εξηκολούθουν να τον παρεξηγούν και εκείνος τους ετιμώρει διά την άδικον κρίσιν των. Η δόξα του όμως ήρχισε να αναγνωρίζεται εις τας ξένας χώρας και τοιουτοτρόπως ο Ίψεν κατώρθωσε να εκδικηθή την κοινήν γνώμην της πατρίδος του.

Ήδη είχε συγγράψει τα μεγάλα ρεαλιστικά ή κοινωνικά δράματά του: «Τα στηρίγματα της νέας», «Το σπίτι της Κούκλας» [σσ. Κουκλόσπιτο], τους «Βρυκόλακας», τον «Εχθρόν του Λαού», την «Αγριόπαπιαν», το «Ρόσμερσχολδ», την «Κυρά της Θάλασσας», την «Έντα Γκάμπλερ».

Ο Ίψεν έγραψεν επίσης και άλλα μεγαλόπνευστα έργα, όπως: τον «Αρχιτέκτονα Σόλνες», τον «Μικρόν Εγιόλφ», τον «Ιωάννην Γαβριήλ Μπόρκμαν» και το «Όταν αναστηθώμεν εκ των νεκρών».

Το 1891, μετά εικοσιπενταετή απουσίαν, επέστρεψε θριαμβευτικώς εις την πατρίδα του. Η μεγαλοφυΐα του είχεν αναγνωρισθεί από όλας τας πνευματικάς κορυφάς της Νορβηγίας, η οποία ήτο, πλέον, υπερήφανος διά το τέκνον της. Εννέα έτη κατόπιν, ολόκληρος η Σκανδιναυία εώρταζε μετ’ εκδηλώσεων θαυμασμού και αγάπης την εβδομηκονταετηρίδα του.

Όταν επέθανε, τω 1906, η Νορβηγική Βουλή εψήφισε να γίνη η κηδεία του δημοσία δαπάνη.

***

Όπως αναφέρει ο μέγας ∆ανός κριτικός Μπρακτέν, η φήμη του Ίψεν στηρίζεται ιδίως επί των δώδεκα δραμάτων τα οποία έγραψεν εις την ώριμον ηλικίαν του.

Εκ των δώδεκα τούτων έργων, τα έξη χαρακτηρίζονται διά τας κοινωνιστικάς των ιδέας. Τα «Στηρίγματα της Κοινωνίας», το «Σπίτι της Κούκλας», οι «Βρυκόλακες», ο «Εχθρός του Λαού», η «Αγριόπαπια» και το «Ρόσμερσχολδ» αποτελούν υπέροχον επίθεσιν εναντίον της ελαττωματικής κοινωνικής τάξεως και των νόμων που την υποστηρίζουν.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-7
Πρόγραμμα για το έργο του Ίψεν Αρχιμάστορας Σόλνες. Έργο του Edouard Vuillard, 1894 (Alamy/Visualhellas.gr).

Τα άλλα έξη διακρίνονται διά την καθαρά ψυχολογικήν των ανάλυσιν. Η υπόθεσίς των παραμένει πάντοτε η αυτή και περιστρέφεται γύρω από τας σχέσεις ανδρός και γυναικός. Εις τα δράματα ταύτα, αι γυναίκες καταλαμβάνουν την κυριαρχούσαν θέσιν και όταν ακόμη αύται δεν είνε πραγματικαί ηρωίδες των έργων. Η «Κυρά της Θάλασσας», η «Έντα Γκάμπλερ», ο «Αρχιτέκτων Σόλνες», ο «Εγιόλφ», ο «Μπόρκμαν» και το «Όταν αναστηθώμεν εκ νεκρών» είνε οικογενειακαί ή προσωπικαί τραγωδίαι διά των οποίων ο Ίψεν ανεδείχθη απαράμιλλος συγγραφεύς και απόστολος ενός ανωτέρου πολιτισμού.

∆ιά να κατανοηθή καλλίτερον η μεγάλη φυσιογνωμία του Ίψεν, δεν είνε άσκοπον να παραβληθή ούτος με τους άλλους διδασκάλους της ανθρωπότητος. Ο Γάλλος μεταφραστής και σχολιαστής του Ίψεν, κόμης Προζάρ, επροτίμησεν ακριβώς την γραμμήν αυτήν.

Το έτος κατά το οποίον εγεννήθη ο Ίψεν, είδεν επίσης την εμφάνισιν δύο επίσης μεγάλων συγγραφέων, του Ταιν, εν Γαλλία, και του Τολστόι εν Ρωσία. Μεταξύ των τριών ανωτέρω μεγάλων κοινωνικών αποστόλων υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά σημεία.

Όπως και ο Ίψεν, ούτω και ο Ταιν ήρχισε την σταδιοδρομίαν του με επαναστατικόν πνεύμα και επέδρασεν επί της διανοητικής ζωής της Γαλλίας. Αλλά κατόπιν, όπως και ο Ίψεν, υπήρξε φανατικός πολέμιος της επαναστάσεως ήτις ισοπεδώνει το παν και κρημνίζει τας μεγάλας πνευματικάς κορυφάς. Ο Ίψεν και ο Ταιν εκδηλώνουν περιφρόνησιν προς τας μάζας, προς τας οχλοκρατικάς ιδέας.

Εις τα ζητήματα της πολιτικής, ο Ταιν είνε συντηρητικώτερος του Ίψεν. Ο πρώτος θεωρεί ως ιδεώδεις τους Αγγλικούς θεσμούς και υποστηρίζει την διατήρησιν όλων των αξιών του παρελθόντος. Ο Ίψεν κατενόησε πόσον μικράν σημασίαν έχουν αι διάφοροι πολιτικαί θεωρίαι. Κατ’ αυτόν, αι μεταβολαί δεν γίνονται ειμή όταν οι άνθρωποι αλλάξουν τον τρόπον του σκέπτεσθαι. Επί της τελευταίας ταύτης αντιλήψεως βασίζεται και ο υγιής ριζοσπαστισμός. Ένας σοσιαλιστής δύναται να είνε εγωιστής όσον ένας ατομικιστής, ένας δημοκράτης ημπορεί να επιδράση καταστρεπτικώς επί της κοινωνίας περισσότερον από ένα συντηρητικόν. ∆εν τον ενδιαφέρει η ετικέττα που υπάρχει στη φιάλη, αλλά η ποιότης του περιεχομένου του.

Ο Τολστόι, παρά την ψυχικήν του δύναμιν, παρεγνώρισε τον Ταιν και εθεώρησε δυσκολονόητον τον Ίψεν. Εν τούτοις, όπως και ο Ίψεν, επεδίωξε να συντρίψη τας κοινωνικάς προλήψεις και, όπως και ο Ίψεν, υπήρξεν απόστολος μιας νέας κοινωνικής οργανώσεως, μακράν της κρατικής επιδράσεως.

Η μεγαλοφυΐα του Ίψεν πιστοποιείται και εκ του γεγονότος ότι αι ιδέαι του ηρμηνεύθησαν κατά τον πλέον διαφορετικόν τρόπον. Ο διάσημος συγγραφεύς εθεωρήθη εις την Νορβηγίαν κατ’ αρχάς μεν συντηρητικός, αργότερα δε ως ριζοσπάστης. Εις την Γερμανίαν εδοξάσθη ως νατουραλιστής και σοσιαλιστής, εις δε την Γαλλίαν ως συμβολιστής και αναρχικός.

Επί πολλά έτη ο διανοητικός κόσμος δεν αντελαμβάνετο ειμή εν μόνον μέρος του έργου του. Τούτο αποτελεί την πλέον τρανήν απόδειξιν της πολυσχιδούς του σκέψεως, της οποίας η δύναμις δικαίως σήμερον προκαλεί τον θαυμασμόν.
Η Καθημερινή, 26 Μαρτίου 1928

Αι αντιθέσεις του Ίψεν

Κανείς δραματικός ποιητής περισσότερο από τον Ίψεν δεν κατέχει τόσο την δύναμιν της χρήσεως των δραματικών αντιθέσεων. Η αναλογία της παραστατικής διαγραφής των ιψενείων χαρακτήρων με το έργον του Ρέμπραντ διά την οποίαν ωμιλήσαμεν εις την χθεσινήν ανάλυσιν της Έντας Γκάμπλερ, έγκειται εις την δύναμιν αυτήν. Ο Ρέμπραντ, μεταχειριζόμενος με τέχνην το αφθονώτερον φως εις την βαθυτέραν σκιάν, έφθασεν εις το υπέρτατον σημείον να δόση ζωγραφιστήν την φόρμαν των ψυχών. Ο Ίψεν με τας συγκρουομένας δραματικάς αντιθέσεις των χαρακτήρων του γίνεται ζωγράφος μαγικών δυνάμεων.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-8
Συλλεκτική γαλλική διαφήμιση για το εκχύλισμα κρέατος της εταιρείας Liebig, που χρησιμοποιεί μια σκηνή από την τρίτη πράξη του έργου του Ίψεν Το κουκλόσπιτο, όπου η ηρωίδα Νόρα ανακοινώνει στον σύζυγό της ότι θα τον εγκαταλείψει.

Όλον του το έργο είνε ένα δραματικόν παιχνίδι, παραθέσεις αντιμετώπων των πλέον αντιθέτων χαρακτήρων, αλλ’ όχι αντιθέτων εξ εξωτερικών αυθαιρέτων σχηματισμών και χρωμάτων, αλλά διά των βαθυτέρων εσωτερικών των στοιχείων. Υπάρχει εις την φιλολογίαν του 19ου αιώνος ένας ποιητής εις τον οποίον η αντίθεσις είναι ό,τι εις τας χείρας δεινού ξιφομάχου το σπαθί. Ο Βίκτωρ Ουγκώ. Αλλ’ αι αντιθέσεις του Ουγκώ δεν προέρχονται από ανθρώπους, αλλ’ από τα περιβλήματα που τους παρέχει η φαντασία του ποιητή. Είνε αυθαίρετοι και γίνονται ρητορική. Είνε έτσι διότι αυτό χρειάζεται εις τον ποιητήν διά να προκαλέση εντύπωσιν. ∆εν είνε υποβλητικαί των πραγματικών αντιθέσεων της ζωής. Το μυστικόν κλειδί των αντιθέσεων τούτων το έχει ο Ίψεν. ∆ιότι τας αντιθέσεις του δεν τας παρουσιάζει κατά τρόπον ώστε να τον θαυμάζωμεν διά την φαντασίαν του. Μας πείθει ότι τοιαύται υπάρχουν εις τα ανθρώπινα βάθη. Τα ευρήκε κατά το έργον του φοβερού και υπομονητικού δύτου των αδύτων των ανθρωπίνων ψυχών. Αι αντιθέσεις αυταί παλαίουν δραματικόν αγώνα και η πάλη των έχει γενεσιουργόν αποτέλεσμα. Εκ της πάλης των προέρχεται ένας συμπληρωμένος άνθρωπος.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-9
Σχέδιο του Έντβαρντ Μουνκ (1906-1907) για τα σκηνικά του έργου του Ίψεν Έντα Γκάμπλερ (Alamy/Visualhellas.gr).

Και αυτό συμβαίνει, όπως είπομεν, εις ολόκληρον το έργον του Ίψεν, αλλού πολύ, αλλού ολίγον. Ας ενθυμηθώμεν τους χαρακτήρας του: Ο ιατρός Στόκμαν και ο αδελφός του, η Ίλντα και η Αλίνι, η Νόρα και η Χρηστίνα Λίντε, η Ειρήνη και η Μάγια, η Ρεβέκκα Βεστ και η Φελίτσια φωτεινή αντίθεσις ακόμη και από του υγρού τάφου της. Αλλά περισσότερον όλων η αντίθεσις υπάρχει εις την Ένταν Γκάμπλερ διά της Έντας και της Τέας. Μας την παρέχει ο Ίψεν από της πρώτης ηρέμου συναντήσεως των δύο γυναικών, που θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια. Εις το σχολείον η Έντα εδοκίμαζεν ήδη την διαβολικήν ευχαρίστησιν να τραβά τα ωραία μαλλιά της Τέας. Η Τέα είνε μια γυναίκα που περνά για ασήμαντη, ενώ η Έντα λάμπει με την ωμορφιά της και το εύκολο πνεύμα της. Εν τούτοις εις την πραγματικότητα η Έντα επισκιάζεται από την Τέα. ∆ιότι αυτή κατέχει όλες τις καλές ιδιότητες που ήθελε να κατέχει η Έντα. Η Τέα κάμει γάμον λογικώς καθώς και η Έντα, αλλά παρά τα εμπόδια που υπάρχουν εις τον δρόμον της, γνωρίζει να δίδη εις την ύπαρξίν της ένα σκοπόν. Όταν ο Λόεβμποργκ, ο άνθρωπος που αγαπά, κινδυνεύει, αφήνει τον άνδρα της και την άνετη ζωή της και ακολουθεί τον φίλον της διά να τον αποσπάση από την ελευθερία ζωή του και να τον οδηγήση εις την αποτελείωσιν του μεγάλου έργου, πράγμα που διά την Ένταν θα ήτο σκάνδαλον. Εν τούτοις τούτο δεν την εμποδίζει να ομιλεί περί τριγώνου. Η Τέα δεν αισθάνεται τον έρωτα όπως τον εννοεί η Έντα. Η πρώτη έχει αποσπάσει από τον Λόεβμποργκ την υπόσχεσιν ότι δεν θα ξαναπιεί πιοτά, η Έντα τον ειρωνεύεται γιατί δεν πίνει. Η μία είναι ένα είδος μητέρας του έργου που εδημιούργησε ο άνδρας. Η άλλη το καίει στη φωτιά. Η Τέα δεν είνε ερωτευμένη εις την κοινήν σημασίαν της λέξεως με τον Λόεβμποργκ, δεν επιθυμεί την ζωήν που θα της παρείχε αισθησιακήν απόλαυσιν. Η Έντα έχει μίαν ωραιοπάθειαν αισθησιακού ελατηρίου. Φαίνεται ισχυροτέρα από την Τέαν, όμως είνε αδύναμος και ιδού ότι παρασύρεται. Η Τέα αισθάνεται το πένθος της απωλείας του Λόεβμποργκ, αλλ’ από τα στοιχεία του έργου που κατέχει θα τον αναδημιουργήση, με την βοήθειαν του Τέσμαν. Είνε μία ρίζα που ευρίσκει έδαφος διά ν’ αναδώση νέον βλαστόν. Η Έντα φαίνεται κυριαρχούσα, σαρκαστική απέναντι του θανάτου του Λόεβμποργκ και όμως ιδού ότι γονατίζει μόλις ευρεθή απέναντί της το πρώτο εχθρικό χέρι, ο Μπρακ. Και αποσύρεται πίσω από τα παραπετάσματα διά να φανή μετ’ ολίγον το πτώμα της, εν ω η άλλη βαδίζει προς την ζωήν και το φως της αναδημιουργίας.
Άριελ, Η Καθημερινή, 1 Οκτωβρίου 1921

Η ηθική διαθήκη του Ίψεν

Το ψυχολογικό και κοινωνικό πρόβλημα της εποχής, που ορθώνεται γύρω στα σπουδαιότερα ζητήματα, όπως του γάμου, της θελήσεως, της κληρονομικότητος και της συνειδήσεως, μ’ ένα λόγο η έρευνα της Ζωής στην ευρύτατη ποικιλία της, απετέλεσε για τον Ίψεν τον κύριο σκοπό του βίου του, αυτή την πνοή του. Εβύθισε τη φιλέρευνη ματιά του μέσα σ’ όλες τις κοινωνικές πληγές των χρόνων του, μέσα στη σαπίλα τους, μέσα στην υποκρισία και το ψεύδος και παρουσίασε σ’ εμάς ό,τι απεκόμισεν από κει η ζωική κι επαναστατημένη από το οικτρό θέαμα πείρα του.

Αν και στα πρώτα του έργα, όπως είνε ο «Μπραντ» κι ο «Πέερ Γκυντ», φαίνεται ποιητικότερος και καθολικότερος, όμως στη δεύτερη περίοδό του μερικεύεται και εξετάζει ένα προς ένα τα κοινωνικά και ψυχικά προβλήματα της εποχής του. Η γενική του αντίληψη είνε πως ο γύρω του κόσμος είνε άρρωστος βαρειά, είνε ψυχολογικώς και κληρονομικώς εκφυλισμένος, είνε αισθηματικώς ανάπηρος. Η υποκρισία, η ψευτιά, η ασυνειδησία, η κακία και το υλικό συμφέρον είναι τα χαρακτηριστικά του κόσμου αυτού κι ο Ίψεν τα βλέπει καθαρά σε κάθε ανθρώπινη σχέση, σε κάθε ανθρώπινη επικοινωνία. Στο έργο του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ξεσκεπάζη αυτή την άρρωστη πλευρά της κοινωνίας και να θέτη ωμά το τραγικό ερώτημα στους ανθρώπους: αν θέλουν, δηλαδή, να συνεχίσουν αυτή τη ζωή της υποκρισίας και της ασυνειδησίας.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-10
Σκίτσο που απεικονίζει τον Ίψεν να διαβάζει εφημερίδα (Alamy/Visualhellas.gr).

Ο Ίψεν δεν το λέγει απροκάλυπτα και γυμνά. Είναι εξαίσιος ψυχολόγος και δραματογράφος. ∆εν είνε πολιτικός ούτε ιεροκήρυκας που κηρύσσει το ευαγγέλιο της αλλαγής και της επαναστάσεως. Κι όμως τα τραγικά ερωτήματα που θέτει σε κάθε του έργο προκαλούν τέτοιους ηθικούς νυγμούς στον θεατή ή τον αναγνώστη, ώστε η εντύπωση που γεννούν αφήνει πολύ εντονώτερη απήχηση στην ψυχή μας κι από τα μεγαλόφωνα κηρύγματα. Αναλύει τόσο λεπτά και τόσο βαθειά, τόσον λιτά και χαρακτηριστικά, ώστε στο τέλος έχωμε μπροστά μας ανάγλυφο ολόκληρο τον χαρακτήρα των ανθρώπων, που παρουσιάζει στη σκηνή του. Έτσι δεν λύει αυτός το ερώτημα που θέτει. ∆εν ζητάει ευθύνες από τις ανθρώπινες αδυναμίες. ∆εν επικαλείται ηθικές αδυναμίες για τη διόρθωση του κόσμου κι είνε χαρακτηριστικό πως πολύ σπάνια συναντάει κανείς μέσα σ’ όλο του το έργο ηθικές υποδείξεις. Κι όμως όλα αυτά τα κατορθώνει στην ψυχή μας με τη λεπτή κι αφάνταστη ψυχολογία του. Μας λέει: να οι όμοιοί σας, να σεις οι ίδιοι. Τι προτιμάτε; να συνεχίσετε ή να συνέλθετε;

Παρακολουθήσετε τους «Βρυκόλακες», που μετέφρασε κλασικά στη γλώσσα μας ο Μιχ. Γιαννουκάκης, το πρώτο ιψενικό έργο που γνώρισε το ελληνικό κοινό και πούδωσεν αφορμή στον Ξενόπουλο να γράψη σχετική κριτική (Εστία 1894, σελ. 208).

Ο Ίψεν αναλύει το θέμα της κληρονομικότητος. Σε κανένα δεν ρίχνει τις ευθύνες της τραγικής ζωής του Οσβάλδου. Αν κι ο πατέρας του είνε ο υπεύθυνος, όμως πουθενά δεν το δείχνει ο συγγραφεύς. Όταν μάλιστα η γυναίκα του, η κυρία Έλβεν, ομολογεί στον Πάστορα Μάνδρες την τραγική ζωή που πέρασε με τον άνδρα της, κι εκεί ακόμη ο Ίψεν δεν παίρνει το μέρος κανενός. Ποιος έχει τη δύναμη, ποιος έχει το σθένος να ελέγξει; Ναι, η κυρία Έλβεν έπρεπε να τον αφήση μια και γνώρισε τον χαρακτήρα του, όμως οι κοινωνικές συνθήκες, που βασίζονται στο ψέμμα, την αναγκάζουν να υποτάσσεται στο σκληρό πεπρωμένο του γάμου. Ζη τραγικά χωρίς να επαναστατή. Όταν πια ο άντρας της πέθανε, μέσα στην ψυχική συγκέντρωση της μονώσεως, συνέρχεται κάπως κι όμως και τότε συνεχίζει την υποκρισία της. ∆εν τολμά. Ψεύδεται στο παιδί της τον Όλβαλδ, που στέλνει έξω να σπουδάση μακρυά από τη μολυσματική ατμόσφαιρα του σπιτιού της. Έχει πειραματισθεί. Οι θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες έχουν χρεωκοπήσει μέσα της και μόλις την τελευταία στιγμή αποτολμά να κάψη ό,τι εκληρονόμησαε από τον άντρα της.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-11
Ο Ίψεν στο καφέ του Grand Hotel. Έργο του Έντβαρντ Μουνκ, 1902 (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images).

Αλλά τι φταίει ο Όλβαλδ; Είνε ο μόνος ανεύθυνος που θέλει να ζήση. Κι όταν φωνάζει πως θέλει τη «χαρά της ζωής», μόλις τότε η μητέρα του καταλαβαίνει τις μεγάλες αυτές λέξεις. Αυτό ζητούσε κι ο άντρας της: τη χαρά της ζωής, που αυτή με τη θρησκευτική της αγωγή και τις κοινωνικές προλήψεις της θεωρούσε σαν αμαρτία! Αλλ’ είνε πια αργά όταν αισθάνεται τις λέξεις αυτές, κι ο Όλβαλδ ξεψυχάει στα χέρια της, θύμα της κληρονομικότητος… Αλλά τι φταίει αυτός; Γιατί να τον φέρουν στον κόσμο; Ο Ίψεν δεν κατακρίνει κανένα. Υποδεικνύει τους κινδύνους από το έγκλημα της διαιωνίσεως των κληρονομικών αρρώστων. Παίρνει ένα θέμα κι αναλύει τις συνέπειές του. Θέτει ένα πρόβλημα.

Αλλ’ ας έλθουμε σ’ άλλο ένα έργο, που παίχθηκε πολλές φορές στην Ελλάδα, το «Κουκλόσπιτο». Κι εδώ ο Ίψεν καταπιάνεται μ’ ένα από τα θέματα που πολλές φορές ανέπτυξε και σχεδόν ξανάρχεται κάθε τόσο: την ασυμφωνία των χαρακτήρων, που κάνει την έγγαμη ζωή ένα σύστημα υποκρισίας, παρεξηγήσεως και διαφθοράς. Η κοινωνική σαπίλα αρχίζει από ’κει. Ενώ ο γάμος έπρεπε νάνε μια απόλυτη επικοινωνία ψυχών, μια συμφωνία, μια θυσία «αμφοτέρωθεν», το θεϊκώτερο θέαμα μέσα στη ζωή, όμως δεν είνε παρά μια απέραντη κωμωδία υποκρισίας και δολιότητος. Τότε προς τι ο γάμος, αφού βασίζεται πάνω στο κοινωνικό ψέμμα, πάνω στην υποκρισία και την πρόληψη; Μια γυναίκα, η Νόρα, για να σώση τον προφυματικό άντρα της τον Χέλμερ, πλαστογραφεί την υπογραφή του πατέρα της, ανυποψίαστα, για να βρη χρήματα και να πάνε σε κλίμα καλλίτερο. Έχει την υπερηφάνεια και τη δύναμι να του το κρύψη, για να μην τον στενοχωρήση. Τον κάνει καλά. Κι όμως εκείνη βασανίζεται οκτώ ολόκληρα χρόνια για να πληρώση το γραμμάτιο, κάνοντας απίστευτες οικονομίες κρυφά από τον Χέλμερ. Κι όμως την τελευταία στιγμή, όταν ο άντρας της αδικεί τον δανειστή της, τον Κρόγστανδ, παύοντάς τον από τη θέση του, η γυναίκα αυτή εννοεί να σώση τον σωτήρα της. Εννοεί να εξηγηθή με τον άντρα της.

Κι εδώ ο Ίψεν έδειξε όλη τη δραματική κι ηθική του δύναμι: Όταν η Νόρα τού τα ξεσκεπάζει όλα, όταν του μιλεί για τη θυσία της, αυτός τρέμει μπροστά στο κοινωνικό σκάνδαλο της πλαστογραφίας, αυτός πούταν ο κύριος υπαίτιός της. Υβρίζει την ευγενικιά και περήφανη Νόρα στα ιερώτερα: «Σου απαγορεύω, της λέει, την ανατροφή των παιδιών μας! ∆εν τολμώ να σου τα εμπιστευθώ!». Με μιας ξεσκεπάζεται όλος ο υποκριτικός, ο μικρός και γελοίος τύπος του Χέλμερ, πούζησε με μια τέτοια υψηλή ύπαρξη οκτώ χρόνια. Ο γάμος όταν δεν στηρίζεται στην απόλυτη αμοιβαιότητα, πάνω στη θυσία και την εμπιστοσύνη, δεν αξίζει να συνεχίζεται μέσα στην υποκρισία και στο ψέμμα. Εκείνη έκανε τα πάντα γι’ αυτόν, ακόμη κι εγκλημάτισε, κι εκείνος την καταδικάζει. ∆εν είχε τίποτε καταλάβει από τη μεγάλη ψυχή της. Κι η Νόρα ήρεμη του πετάει κατάμουτρα το μικρό πραμματάκι που λέγεται βέρα και που συμβολίζει τη θρησκευτική και κοινωνική πρόληψη. ∆εν αξίζει γι’ αυτόν κι εγκαταλείπει το σπίτι του.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-12
Ο Ίψεν δέχεται σε ακρόαση τον Γουίλιαμ Άρτσερ, κριτικό θεάτρου και θαυμαστή του έργου του. Σκίτσο του Max Beerbohm (Photo by Michael Nicholson/Corbis via Getty Images).

Εδώ ο συγγραφέας δεν λέει κατηγορηματικά την ιδέα του. ∆εν ηθικολογεί. Μόνο μαντεύουμε τη σκέψη του. Πιστεύει στην καλυτέρευση και στη μελλοντική βελτίωση των κοινωνικών και των ατομικών σχέσεων, στην «ειλικρίνεια της συνειδήσεως». Θέτει μόνο το πρόβλημα, δεν το λύει. Μας αφήνει με την αγωνία του ερωτήματος. Βάζει το χέρι στην πληγή και τη δείχνει. Ο Ίψεν, όπως ο ίδιος λέγει, «σκάλιζε για να βρη την ηθική σαπίλα της κοινωνίας», τίποτε άλλο… Το ίδιο κάνει, ψάχνει και στον «Εχθρό του Λαού» και στο «Ρόσμερσχολμ» και στην «Έντα Γκάμπλερ» και στον «Αρχιτέκτονα Σόλνες». Θέτει το ίδιο πρόβλημα της ηθικής αξίας της ζωής. Κάνει κριτική αξιών, όπως κι ο Νίτσε κι ο Τολστόι. Συνεχώς αμφιβάλλει και ρωτάει: Πού βρίσκεται το καλλίτερο;

Αλλ’ ενώ σ’ όλη του τη ζωή πάλευε γύρω σ’ αυτό το πρόβλημα, αιφνίδια μια αστραπή πέρασε από τη σκέψη του στην ωριμώτερη στιγμή της ηλικίας του: Η τέχνη είνε δυνατόν να εκπληρώση αυτό τον υψηλό σκοπό; Ο τεχνίτης είνε ο άνθρωπος-Λυτρωτής, που μπορεί να φέρη στους ώμους του το βαρύ φορτίο της εξαγνίσεως της κοινωνίας; Ο Ίψεν αμφιβάλλει περισσότερον ακόμη. Κι όχι μόνον τούτο: Αμφιβάλλει αν η ηθική εικόνα της ζωής, όπως την παρουσίασε στα έργα του, είνε άξια τόσης κατακρίσεως και τόσης πολεμικής!! Τραγικό δίλημμα…

Έτσι μέσα στη φοβερή αυτή αμφιβολία έγραψε το καλλίτερο και δραματικώτερο έργο του, σαν επίλογο και συμπέρασμα μιας ολόκληρης ζωής, το δράμα «Όταν ξυπνήσουμε… νεκροί». Ο κάπως αινιγματικός τίτλος σημαίνει τούτο: Όταν αφυπνισθούμε από τον λήθαργο της νάρκης που μας είχε βυθίσει η ηθική, είνε πλέον αργά για να ζήσουμε την αληθινή ζωή, τη ζωή της φύσεως, τη ζωή των ενστίκτων και του πάθους, την ερωτική ζωή, στην απόλυτη επικοινωνία ψυχής και σώματος. Υποστηρίχθηκε πως το μεγαλειώδες αυτό έργο έρχεται σ’ αντίφαση με το προηγούμενο έργο του, σαν άρνηση και ειρωνεία του. Και μέχρις ενός σημείου τέτοιο είνε. Η Ειρήνη, ο κύριος τύπος του, μόλις έννοιωσε τον εαυτό της, πόζαρε στο νέο ζωγράφο Ρούμπεκ κι έφτιασε ένα υπέροχο άγαλμα, «την Ημέρα της Ανάστασης», το παιδί του, όπως έλεγε, που τον δόξασε στον κόσμο. Το νέο κορίτσι είχε ερωτευθή το ζωγράφο, όταν ολόγυμνο του πόζαρε, τον είχε αγαπήσει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της, μ’ όλη τη φλόγα της αγνής καρδιάς της. Κι όμως ο Ρούμπεκ, όταν τελείωσε το έργο του, την απαρνήθηκε ψυχρά.

Η Ειρήνη έμεινε ήδη με την καρδιά άδεια πια, δοσμένη σε μια ζωή επιπόλαιη για να ξεχάση: της γυμνής χορεύτριας. Υπέφερε πολλά στο στάδιό της. Παντρεύτηκε δύο φορές και σκότωσε και τους δύο άντρες της έμμεσα. Τους σκότωσε την ψυχή, γιατί η ίδια δεν είχε ψυχή. Γίνεται τελευταία καλόγρηα και συναντιέται ψηλά στην Νορβηγία με τον Ρούμπεκ, που κι αυτός είχε παντρευτή την νεαρή Μάγια, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν τα νιάτα είχαν περάσει πια, όταν η καρδιά χτυπημένη από πολλές μεριές είχε παραλύσει και δεν μπορούσε να αισθανθή πια. Κι όμως κι οι δυο μένουν με την παλαιάν ανάμνηση, όταν εκείνη πόζαρε και δεν έκανε μαζί της ένα πραγματικό παιδί, αλλά ένα «πνευματικό παιδί», μια παρεξήγηση της πραγματικότητας.

Όταν συναντιούνται ύστερα από χρόνια πάνω στα βουνά, ανεγνωρίζουνε την πλάνη τους: «∆εν εζήσαμε ποτέ», ψιθυρίζει η Ειρήνη σε μια στιγμή που ξεσπάει μέσα της ο παλαιός πόθος. «Έπρεπε να φέρω παιδιά, αληθινά παιδιά, όχι τέτοια, που τα φυλάνε βαθειά στους τάφους. Αυτή ήταν η πλάνη μου». Κι αλλού πάλι: «Είχα μια ζωή να ζήσω, ένα ανθρώπινο πεπρωμένο να εκπληρώσω. Κι όμως τάφησα όλα, τα αρνήθηκα όλα για να υποταχθώ σε σένα. Ω! Αυτό ήταν μια αυτοκτονία, ένα αμάρτημα θανάσιμο κατά του εαυτού μου!». Αλλά τώρα είνε πια αργά. Η ζωή δεν ξαναγυρίζει. ∆ύο νεκροί αισθηματικά δεν μπορούνε να ξαναζήσουν τη θερμή ζωή της πρώτης αγάπης, του πρώτου πάθους. Κι όμως, έστω και την τελευταία στιγμή πρέπει να το δοκιμάσουνε. Αποφασίζουνε ν’ ανεβούνε στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού για να δούνε τον Ήλιο, που θα βγη την αυγή. Κι εκεί θα ζήσουνε, εκεί θα πραγματοποιήσουν μια Βαλπουργία νύχτα.

Αναχωρούνε και περπατούνε μέσα στα σύννεφα. Αλλά μέσα στη δίνη της χιονοθύελλας που διαρκώς μεγαλώνει γλυστρούν και πέφτουν στο βάραθρο, ενώ κάτω ακούγεται η χαρούμενη φωνή της γυναίκας του Ρούμπεκ, της Μάγιας, που παραδομένη στην αγκαλιά ενός θαρραλέου κυνηγού έχει αφεθή στη χαρά της ζωής μακρυά από έναν καλλιτέχνη που δεν την εννοούσε. Έτσι χάνονται μέσα στο χιόνι η Ειρήνη κι ο Ρούμπεκ, ενώ μακρυά αντηχεί το τραγούδι:

Είμ’ ελεύθερη, ελεύθερη πια.
Είμ’ ελεύθερη, πάει η σκλαβιά
σαν πουλί, είμ’ ελεύθερη πια.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-13
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ο Χένρικ Ίψεν σε γαλλική διαφήμιση της βιομηχανίας κρέατος Liebig, γύρω στο 1900 (Photo by The Print Collector/Print Collector/Getty Images).

Η Ηθική είνε περιορισμός της ζωής, το ένστικτο είνε η ελευθερία. Αυτή είνε η τελευταία λέξις του Ίψεν. Όπως και προηγουμένως τονίσαμε, το «Όλοι ξυπνήσαμε νεκροί» είνε μια καταδίκη και μια άρνηση των προηγούμενων έργων του. Μέσα από την ηθική αναζήτηση του καλλίτερου, από τη βαθειά έρευνα της κοινωνικής σαπίλας μήπως ο Ίψεν πείσθηκε πως ο κόσμος δεν διορθώνεται; Η ζωή των ενστίκτων μακρυά από τους ηθικούς φραγμούς της θρησκείας και της κοινωνίας είναι η συνεπέστερη από κάθε άλλη. Στην πάλη του ηθικού κόσμου απέναντι του φυσικού, πολύ σπάνια νικάει ο πρώτος· φαίνεται κάποτε και για μικρό διάστημα πως υπερισχύει ο ηθικός, αλλά τελειωτικά νικάει ο φυσικός. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα του Ίψεν από το βυθομέτρημα της ζωής. Εκείνος που τόσον αηδίασε μπροστά στην κοινωνική σαπίλα, που τόσον καυτηρίασε το κοινωνικό ψέμμα, καταντάει τελευταία να δεχθή την υπεροχή του φυσικού κόσμου από κάθε ηθικό συναίσθημα. Αλλά μήπως στο συμπέρασμα αυτό δεν κατέληξαν και μερικοί από τα βαθύτερα και διαυγέστερα πνεύματα των αιώνων, που βυθίστηκαν μέσα στα ηθικά προβλήματα της εποχής τους; Ο Σωκράτης τις τελευταίες του στιγμές δεν λησμόνησε την ηθική του και ζήτησε παρηγοριά στους φλογερούς ύμνους του Απόλλωνος και του ∆ιονύσου; […]

Το ίδιο ίσως συνέβη και με τον Ίψεν. Η χρεωκοπία της ηθικής και της τέχνης είνε κατάδηλες στο τελευταίο του έργο. Κι όμως, όπως του Ευριπίδη, όπως και του Ίψεν ολόκληρο το έργο τους απομένει η βαθύτατη κοινωνική και ψυχολογική ανάλυσις της διαφθοράς και των προλήψεων της εποχής τους. Καταντάει η υψηλότερη σάτυρα που φθάνει το τραγικώτερο δράμα. Όταν ξυπνήσει ο άνθρωπος, βλέπει ξάστερα πως ό,τι ενόμιζε ηθική, μέσα του, δεν ήταν παρά πλάνη απέναντι των φυσικών νόμων, μία αυτοκτονία της ψυχής του. Τότε καταλαβαίνει πως ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα «νεκροταφείο» πούχε θάψει την ίδια του την ύπαρξη. Η μόνη διέξοδος για να βγη από κει δεν βρίσκεται παρά μέσα στο πάθος και τη μυστική λατρεία του τραγικού ∆ιονύσου… «Μένει πάντα καιρός για να ζήση κανείς, αρκεί νάνε ελεύθερος», τονίζει ο Ίψεν. Ας τον πιστέψωμεν.
Του Φάνη Μιχαλόπουλου, Η Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 1935

Επέτειος Ίψεν

Ο δρόμος προς τη διαύγαση της συνείδησης του ανθρώπου είναι σκολιός και δύσβατος. Πρόκειται για την έξοδο από το αρχέγονο σκότος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και ίσως να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Ωστόσο, αυτός είναι ο έσχατος προορισμός του ανθρώπου. Προς τον σκοπόν αυτόν εργάζεται κάθε συνείδηση· όμως μερικές προικισμένες απλώνουν περισσότερο φως. Από το οποίο φωτίζονται και οι άλλες, οι πιο αργές.

Οι ποιητές, οι δραματουργοί, οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες, οι μουσουργοί έχουν συστήσει τη μεγάλη εκκλησία του πνεύματος. Το εκκλησίασμα τιμά αυτούς που το φώτισαν, κατά την τάξη του εορτολογίου· τον χρόνο που γεννήθηκαν ή που πέθαναν ή που δημοσίευσαν μεγάλο έργο τους. Μια κοινότητα ψυχών είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα, που ζητεί τον φωτισμό της μέσα σε ένα κατασκότεινο σύμπαν. Τίποτε παραπάνω.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-14
Ο Ίψεν σε χαρακτικό που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό L’Illustration, το 1898.

Σαν σήμερα, 20 Μαρτίου, γεννήθηκε ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός Ερρίκος Ίψεν, στα 1828. Όσοι έχουν συστήσει κοινωνία πνεύματος με τους ήρωές του και τις ηρωίδες του, με τον βουλητικό Μπραντ και την γοητευτική Σολβέιγ, με τον Ιωάννη Γαβριήλ Μπόργκμαν και τη Νόρα, τον Ρόσμερ και την Κυρά της Θάλασσας, τον Στόκμαν και την Έντα Γκάμπλερ, τον Ρούμπεκ και την Ειρήνη, καθώς σπεύδουν προς τα θανατερά ύψη του απολύτου, προσέρχονται σήμερα εόρτιοι να τιμήσουν τον ποιητή που τους γοήτευσε και τους δίδαξε. Ιδίως η γοητεία του πνεύματος και ο αφαρπαγμός του συνιστούν στοιχεία ανεξίτηλης παιδείας.

Τέτοια παιδεία προσέφερε άφθονη ο Ίψεν. Κατεχόμενος από ανάλογα αισθήματα τον τιμώ και εγώ σήμερα.

Ο Ίψεν άντεξε στους επικριτές του, αλλά και στους παρερμηνευτές του, που ήσαν πολλοί, με τη δύναμη της ποιήσεώς του. Αυτή είναι απροσδιόριστη, επειδή εκφέρεται ως η μεγάλη του ανάσα. Όμως θα μπορούσαμε να την εντοπίσουμε σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι η αντίληψη που είχε για την παρουσία του «ατόμου» στην κοινωνία και στον κόσμο. Αυτό το άτομο είναι συγγενικό με το Εinzeln του ∆ανού φιλοσόφου Κίρκεγκορ. ∆εν προσδιορίζεται εσχάτως ούτε από την κοινωνία, ούτε από την ιστορία. Γι’ αυτό όσοι ερμήνευσαν το έργο του Ίψεν με κοινωνιολογικές μόνο κατηγορίες είναι σαν να του έκοψαν τα φτερά του.

Όταν η Νόρα στο «Κουκλόσπιτο» εγκαταλείπει το σπίτι της, το κάνει επειδή δεν μπορεί να αντέξει τη μη αυθεντική ύπαρξη και με θυσία σκληρή την αποποιείται για χάρη της αυθεντικής ζωής, έστω μέσα στη φτώχεια και στο όνειδος των άλλων. Αρκεί που αυτή θα ζει ως γνήσιο «άτομο», ως αυθεντικό πρόσωπο, ως αληθινή ύπαρξη. Εδώ θεμελιώνεται η επαναστατικότητα του Ίψεν, η οποία δεν είναι κοινωνιολογική, αλλά υπαρξιακή. Γνωρίζει άλλωστε πως οι κοινωνικοί επαναστάτες θα εγκαταστήσουν και αυτοί μια αντίστοιχη μη αυθεντική κοινωνία.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-15
Μιλάνο, Ιανουάριος 1959. Οι Ιταλοί ηθοποιοί Τζόρτζιο Αλμπερτάτζι, Άννα Προκλέμερ και Έντα Αλμπερτίνι στους Βρυκόλακες του Ίψεν (Photo by Mario De Biasi/Mondadori via Getty Images).

Ωστόσο η αυθεντικότητα της ζωής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στον κόσμο. Γι’ αυτό οι σημαντικότεροι ήρωες του Ίψεν εξέρχονται από τον κόσμο. Τον Μπραντ, τον Ρούμπεκ και την Ειρήνη τούς καταπλακώνει η χιονοστιβάδα των βουνών, προς τις κορυφές των οποίων ξεκίνησαν, εγκαταλείποντας τον αυθεντικό κόσμο. Ο Σόλνες γκρεμοτσακίζεται από την εκκλησία που έχτιζε. Ο Ρόσμερ και η Ρεβέκα, τότε που βρήκαν τον αληθινό εαυτό τους, αυτοκτονούν πέφτοντας στον καταρράκτη. Όμως, ενίοτε και αυτές οι ηρωικές έξοδοι αυτοακυρώνονται. Τη στιγμή, λ.χ., που θριαμβεύει ως αυθεντική ύπαρξη ο Μπραντ συναντώντας τον αληθοποιό θάνατο, ο Θεός τού μηνύει πως ο δρόμος που πήρε ήταν λαθεμένος. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η τραγικότητα του ιψενικού έργου. Σε αυτή την ακροτελεύτια στιγμή του θριάμβου που μετατρέπεται σε ήττα. Και η ανθρώπινη προσπάθεια η επική χάνει την πνευματική της ευστάθεια και παραμένει εκκρεμής εις τον αιώνα.

Το δεύτερο σημείο της ποιητικής δύναμης του Ίψεν έγκειται στη ρητή λειτουργία στην ιψενική κοσμοαντίληψη της κατηγορίας του «υψηλού». Από αυτή την αισθητική, αλλά ιδίως πνευματική κατηγορία του υψηλού αναθρώσκει η άπεφθη ποίηση του μεγάλου δραματουργού. Αν η κατηγορία του «ατόμου», του μεταφυσικής αγωγής προσώπου, είναι συγγενική με ανάλογη κατηγορία του Κίρκεγκορ, η κατηγορία του «υψηλού» συγγενεύει με τον πνευματικό κόσμο του Γκαίτε.

Χένρικ Ιψεν: Ο μεγάλος δραματουργός-16
9 Νοεμβρίου 1958. Ο Τζορτζ Ρελφ και ο Λόρενς Ολίβιε στην τηλεοπτική μεταφορά του έργου του Ίψεν Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν (Alamy/Visualhellas.gr).

Είναι ωσάν ο Ίψεν να θέλει να δώσει τη δική του απόκριση στην επίκληση του Φάουστ: «Πνεύμα υψηλό (Ethabener Geist), μου τα έδωσε όλα… Μάταια τη μορφή σου δεν μου ’δειξες στη φλόγα». Μόνο που στον Ίψεν η φλόγα καίγει αυτόν που εκζητεί την φανέρωση του υψηλού πνεύματος. Στην ιστορική στιγμή του Ίψεν σημειώνεται η μοιραία κόπωση του ευρωπαϊκού πνεύματος, επειδή τούτο είχε απολέσει πλέον την πίστη του. Και χωρίς την πίστη δεν μετακινούνται όρη, αλλά ο άνθρωπος ανεβαίνει στα όρη για να σωθεί από το ιστορικό ψεύδος και εκεί ξυλιάζει από το ψύχος. Όπως συμβαίνει με τους ιψενικούς ήρωες. Οι οποίοι ελεύνονται από τις αξιώσεις του υψηλού, όμως καταλήγουν σε μια ψυχρή κοσμική μοναξιά.

Γι’ αυτό αυτός που θα παραλάβει τη σκυτάλη από τον Ίψεν, ο Στρίνμπεργκ, στη θέση του υψηλού, που θα χαθεί πλέον από τον ευρωπαϊκό ορίζοντα, θα βάλει το δαιμονικό. Το έργο του μεγάλου ποιητή συνδέεται με τη μοίρα του κάθε προσώπου. Γι’ αυτό το τιμάμε.
Του Χρήστου Μαλεβίτση, Η Καθημερινή, 20 Μαρτίου 1992

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT