Στις 5:45 π.μ. της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, δύο άνδρες περνούν τον έλεγχο ασφαλείας στο αεροδρόμιο του Πόρτλαντ, προκειμένου να επιβιβαστούν σε μια σύντομη πτήση προς τη Βοστόνη, απ’ όπου θα μετεπιβιβάζονταν στην Πτήση 11 των American Airlines με προορισμό το Λος Άντζελες. Τα ονόματά τους ήταν Μοχάμεντ Άττα και Αμπντουλαζίζ Αλ-Ομάρι, και δεν επρόκειτο ποτέ να φτάσουν στην Καλιφόρνια. Και αυτό διότι, σε συνεργασία με άλλους τρεις άνδρες, σκόπευαν να αποκτήσουν τον έλεγχο του αεροσκάφους κάνοντας αεροπειρατεία, και να κατευθυνθούν προς τη Νέα Υόρκη.
«Με μία επιτελικά οργανωμένη επιχείρηση, που ξεπερνά ακόμη και την πιο προχωρημένη χολιγουντιανή φαντασία, άγνωστοι τρομοκράτες έπληξαν χθες καίρια τις ΗΠΑ, χτυπώντας τα κέντρα οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες χιλιάδες θύματα και πολλαπλάσια κύματα φόβου, αγωνίας και αβεβαιότητας για το μέλλον του κόσμου. Οι δύο πύργοι της Νέας Υόρκης, που αποτελούσαν σύμβολα του διεθνούς οικονομικού συστήματος, σωριάστηκαν στην κυριολεξία λίγα λεπτά μετά την πρόσκρουση των δύο αεροσκαφών, τα οποία οδηγήθηκαν με ακρίβεια από καμικάζι αεροπειρατές. Λίγο αργότερα, τρίτο αεροπλάνο έπεφτε πάνω στο Πεντάγωνο, καταρρίπτοντας κάθε έννοια ασφάλειας στην επικράτεια της μόνης υπερδύναμης, ενώ τέταρτο αεροπλάνο δεν βρήκε το στόχο του και κατέπεσε σε περιοχή του Πίτσμπουργκ. Ήταν ίσως η χειρότερη μέρα στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ».
Έτσι σχολίαζε στο πρωτοσέλιδό της η «Καθημερινή» τα γεγονότα που ακολούθησαν σχεδόν μισή ώρα μετά την απογείωση της Πτήσης 11. Το πρωινό εκείνης της Τρίτης, στις 8:45 το αεροσκάφος Boeing 767 που εκτελούσε εκείνη την πτήση των American Airlines, φορτωμένο με σχεδόν 76.000 λίτρα καυσίμων, προσέκρουσε στον Βόρειο Πύργο του World Trade Center, αφήνοντας μια τεράστια τρύπα κοντά στον 90ό όροφο του ουρανοξύστη των 110 ορόφων και σκοτώνοντας ακαριαία όλους τους επιβάτες της πτήσης καθώς κι εκατοντάδες ανθρώπους στα γραφεία του WTC· ακόμη περισσότεροι ήταν οι άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν στους υψηλότερους ορόφους. Δεκαέξι λεπτά μετά τη σύγκρουση, εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο είδαν σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση το δεύτερο αεροπλάνο, της Πτήσης 175 των United Airlines, να πέφτει πάνω στον Νότιο Πύργο του WTC, συνειδητοποιώντας ότι η πρώτη σύγκρουση δεν ήταν ατύχημα. Στις 9:05, ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Άντριου Καρντ, ψιθυρίζει στο αυτί του προέδρου Μπους, ο οποίος διάβαζε σε μαθητές δημοτικού σχολείου στη Φλόριντα, ότι ένα δεύτερο αεροπλάνο χτύπησε το WTC (το πρώτο είχε υποτεθεί ότι ήταν ατύχημα, μέχρι να συγκεντρωθούν αρκετές πληροφορίες), προσθέτοντας ότι «η Αμερική δέχεται επίθεση».
Λίγο αργότερα, το Κέντρο Εναέριας Κυκλοφορίας της Ιντιανάπολις πληροφορούνταν από τις American Airlines ότι δύο πτήσεις είχαν υποστεί αεροπειρατεία. Μερικά λεπτά νωρίτερα, οι ελεγκτές στην Ιντιανάπολις είχαν χάσει κάθε επαφή με την Πτήση 77 των American Airlines. Την ίδια ώρα, επιβάτες και αεροσυνοδοί τηλεφωνούσαν σε αγαπημένα τους πρόσωπα, επιβεβαιώνοντας τους χειρότερους φόβους όλων: άλλη μια πτήση είχε καταληφθεί, με άγνωστο προορισμό. Στις 9:37, η Πτήση 77 προσέκρουσε στο Πεντάγωνο και συγκεκριμένα στον εξωτερικό τοίχο μεταξύ των πρώτων δύο ορόφων. Οι 64 επιβάτες, συμπεριλαμβανομένου του πληρώματος και των αεροπειρατών, πέθαναν ακαριαία, ενώ 125 εργαζόμενοι στο Πεντάγωνο έχασαν τη ζωή τους, πριν την εκκένωση των κτιρίων.
Στις 9:39, στην Πτήση 93 της American Airlines με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο, ακουγόταν μια ανακοίνωση από τον «κυβερνήτη» του αεροσκάφους, ο οποίος έλεγε μεταξύ άλλων ότι υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνο και θα κατευθυνόταν πίσω στο αεροδρόμιο. Ο κυβερνήτης ήταν ο Ζιάντ Τζάραχ, συνεργάτης και πρώην συγκάτοικος δύο εκ των τριών πιλότων-αεροπειρατών. Φαίνεται ότι στόχος του αεροπλάνου ήταν η Ουάσιγκτον – πιθανότατα ο Λευκός Οίκος ή το Καπιτώλιο. Όμως, όπως αποδείχθηκε από τηλεφωνήματα των επιβατών και από τις φωνές που άκουγαν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, οι επιβάτες της Πτήσης 93 οργανώθηκαν και προσπάθησαν να ανακτήσουν τον έλεγχο του αεροσκάφους. Μάλιστα, εικάζεται ότι οι επιβάτες απείχαν δευτερόλεπτα από το ανοίξουν την πόρτα του πιλοτηρίου ή μόλις είχαν καταφέρει να την παραβιάσουν, όταν οι τρομοκράτες αποφάσισαν να ρίξουν το αεροπλάνο. Οι κινήσεις των επιβατών απέτρεψαν το αεροπλάνο από το να φτάσει στον προορισμό του, το οποίο έπεσε τελικά σε ένα χωράφι στην Πενσυλβάνια, ευρισκόμενο 20 λεπτά μακριά από την Ουάσιγκτον. Ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι είχε δώσει διαταγή στην αμερικανική αεροπορία να καταρρίψει το αεροπλάνο, όμως όταν πληροφορήθηκε για τη συντριβή στην Πενσυλβάνια είπε: «Νομίζω ότι σε αυτό το αεροπλάνο έλαβε χώρα μια ηρωική πράξη».
Συνολικά έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 3.000 άνθρωποι, τραυματίστηκαν σοβαρά πολλοί περισσότεροι, ενώ δεκάδες χιλιάδες επιζήσαντες νόσησαν από ασθένειες που προκλήθηκαν από την έκθεση σε τοξικούς καπνούς και σκόνη. «“Μπορούν να κουνήσουν τα θεμέλια μεγάλων κτιρίων, αλλά όχι της αμερικανικής ψυχής”, δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους, επιστρέφοντας στην Ουάσιγκτον δώδεκα ώρες μετά τις επιθέσεις που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ», έγραφε η «Καθημερινή» την επομένη. «“Δεν διαφοροποιούμε τους τρομοκράτες που διέπραξαν τα εγκλήματα από αυτούς που τους υποθάλπουν”, δήλωσε. […] Ο Τζορτζ Μπους έκλεισε το διάγγελμά του ζητώντας από τον αμερικανικό λαό να προσευχηθεί και παραθέτοντας μια φράση από το Ευαγγέλιο. “Ακόμη κι αν περπατώ στην κοιλάδα με τη σκιά του θανάτου, δεν φοβάμαι γιατί είσαι μαζί μου”. “Θα προχωρήσουμε γιατί υπερασπιζόμαστε την ελευθερία”, κατέληξε».
Πολύ γρήγορα μετά το δραματικό γεγονός, ο Οσάμα μπιν Λάντεν, ιδρυτής της Αλ Κάιντα, υποδεικνυόταν ως ο βασικός ύποπτος. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Μπους κηρύσσει τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» και συντελείται η αμερικανική (και βρετανική) εισβολή στο Αφγανιστάν, και συγκεκριμένα στην Καμπούλ, για την αντιμετώπιση των Ταλιμπάν, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι ενίσχυαν τους τρομοκράτες που οργάνωσαν και εκτέλεσαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Τα μέτρα ασφαλείας σε ολόκληρο τον κόσμο έμελλε να ενταθούν και να αυστηροποιηθούν, ενώ οι Αμερικανοί αποχώρησαν τελικά από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2021.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης