Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού

Από τους πιο σημαντικούς συνθέτες και πιανίστες της Ρομαντικής περιόδου, ο Σοπέν κατατάσσεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της μουσικής, λόγω της εξαιρετικής φαντασίας του και της σχολαστικής δεξιοτεχνίας του

φρεντερίκ-σοπέν-ενας-κορυφαίος-του-ρο-562701697

Ο Φρεντερίκ Σοπέν γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1810 κοντά στη Βαρσοβία. Από τους πιο σημαντικούς συνθέτες και πιανίστες της Ρομαντικής περιόδου, ο Σοπέν κατατάσσεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της μουσικής, λόγω της εξαιρετικής φαντασίας του και της σχολαστικής δεξιοτεχνίας του. Το ταλέντο του διαφάνηκε από πολύ μικρή ηλικία. Στα οκτώ του έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε φιλανθρωπική συναυλία. Τρία χρόνια αργότερα έπαιξε παρουσία του Ρώσου τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, ο οποίος βρισκόταν στη Βαρσοβία για να ανοίξει το Κοινοβούλιο. Το 1836 γνώρισε τη ζωγράφο Ορόρ Ντουντεβάν, περισσότερο γνωστή ως Γεωργία Σάνδη, και εγκαταστάθηκε μαζί της στη Μαγιόρκα, όπου η υγεία του θα κλονιζόταν. Το καλοκαίρι του 1839 εγκαταστάθηκαν στο εξοχικό της Σάνδη, νότια του Παρισιού. Το 1848, καθώς δεν άντεχε να βρίσκεται στο Παρίσι όπου είχε ξεσπάσει επανάσταση, δέχτηκε μια πρόσκληση να επισκεφτεί την Αγγλία και τη Σκωτία. Η υποδοχή του στο Λονδίνο ήταν ενθουσιώδης, ωστόσο, χωρίς τη δύναμη να διατηρήσει αυτή την κοινωνικοποίηση, δεν μπορούσε ούτε να συνθέσει. Με την υγεία του να επιδεινώνεται ραγδαία, πραγματοποίησε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση στο Λονδίνο τον Νοέμβριο του 1848. Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου πέθανε τον επόμενο χρόνο. Στην παρούσα έκδοση των Ντοκουμέντων, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον Πολωνό συνθέτη μέσα από πτυχές της ζωής του και των συνθέσεών του όπως τις κατέγραψε η Καθημερινή.

Μια ξεχωριστή περίπτωση

To σημαντικότερο και σίγουρα το πιο σπάνιο στοιχείο στην τέχνη είναι η απολύτως αναγνωρίσιμη, ξεχωριστή ταυτότητα: να βλέπει κανείς έναν πίνακα και να αναγνωρίζει αμέσως τον ζωγράφο, να διαβάζει έναν στίχο και να αντιλαμβάνεται τον ποιητή, να ακούει μια μουσική φράση και να καταλαβαίνει ποιος είναι ο συνθέτης. Το δώρο αυτό διέθετε ο Σοπέν: μία και μόνο μουσική φράση αρκεί για να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Η μουσική του δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ταυτόχρονα, ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε μέσα από τη μουσική του την αγάπη για την πατρίδα του Πολωνία, η ερωτική του ζωή, καθώς επίσης η ασθενική του φύση και ο πρόωρος θάνατός του σε ηλικία μόλις 39 ετών τον ανέδειξαν σε μία από τις κορυφαίες φιγούρες του ρομαντισμού.

Ο Φρεντερίκ Σοπέν γεννήθηκε το 1810 σε περιοχή του ∆ουκάτου της Βαρσοβίας, το οποίο είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και ήταν εξαρτημένο από τη Γαλλία. Η μητέρα του Γιουστίνα Κρζισανόφσκα ήταν Πολωνέζα, αλλά ο πατέρας του Νικολά Σοπέν ήταν Γάλλος από την περιοχή της Λωρραίνης. Είχε μεταναστεύσει στην Πολωνία στα δεκαέξι του. Αγάπησε πολύ τη χώρα και επέμενε στο σπίτι να μιλούν πολωνικά. Έξι μήνες μετά τη γέννηση του Φρεντερίκ, η οικογένεια μετακόμισε στη Βαρσοβία, όπου ο πατέρας δίδασκε στο Λύκειο της πόλης. Εκεί μεγάλωσε ο Σοπέν, ακούγοντας τον πατέρα του να παίζει φλάουτο και βιολί και τη μητέρα του να παραδίδει μαθήματα πιάνου σε παιδιά.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-1
Xάλκινο άγαλμα του Φρεντερίκ Σοπέν σε πάρκο της Βαρσοβίας (Shutterstock).

Γρήγορα φάνηκε ότι ο μικρός Φρεντερίκ ήταν παιδί-θαύμα. Στα επτά του συνέθεσε δύο πολωνέζες και έδινε δημόσιες συναυλίες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μελέτησε εκκλησιαστικό όργανο, θεωρία της μουσικής, αριθμημένο βάσιμο και σύνθεση. Το 1828 ταξίδεψε στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε παραστάσεις όπερας και συναυλίες διάσημων συνθετών της εποχής. Πίσω στη Βαρσοβία, την ίδια χρονιά άκουσε τον Παγκανίνι να παίζει και εμπνεύστηκε μια σειρά από μουσικές «Παραλλαγές». Στη Βιέννη έδωσε συναυλίες που έτυχαν θετικής υποδοχής, ενώ η τελευταία συναυλία του στη Βαρσοβία πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1830. Αμέσως μετά έφυγε και πάλι για τη Βιέννη, με τελικό προορισμό την Ιταλία, όμως ταραχές στις ιταλικές πόλεις τον έκαναν να στραφεί στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 1831, καθ’ οδόν προς τη γαλλική πρωτεύουσα, πληροφορήθηκε ότι καταπνίγηκε η επανάσταση που στο μεταξύ είχε ξεσπάσει στην Πολωνία ενάντια στους Ρώσους.

Έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 5 Οκτωβρίου 1831 και δεν επρόκειτο πια να επιστρέψει στην πατρίδα του. Παρά την καταγωγή του πατέρα του, ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του Γάλλο ούτε αισθάνθηκε άνετα με τη γαλλική γλώσσα. Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι συνθέτες Εκτόρ Μπερλιόζ και Φραντς Λιστ, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε και ο ζωγράφος Εζέν Ντελακρουά. Μόλις δύο μήνες μετά την άφιξή του, ο Γερμανός συνθέτης Ρόμπερτ Σούμαν έγραφε γι’ αυτόν στη ∆ημόσια Μουσική Εφημερίδα: «Κύριοι, υποκλιθείτε! Μια μεγαλοφυΐα». Η πρωτοτυπία των μουσικών του ιδεών αναγνωρίστηκε αμέσως και του άνοιξε όλες τις πόρτες. Η οικονομική υποστήριξη της οικογένειας τραπεζιτών Ρότσιλντ τον έβαλε στα αριστοκρατικά σαλόνια, που συγκέντρωναν όλη την πνευματική και καλλιτεχνική ελίτ της Ευρώπης. Στα τέλη του 1832 ήταν πλέον διάσημος και οικονομικά συντηρούσε άνετα τον εαυτό του, χάρη στις εκδόσεις έργων του και σε μαθήματα πιάνου που παρέδιδε σε εύπορους μαθητές από ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι, αποσύρθηκε από τη συναυλιακή ζωή, η οποία δεν του ταίριαζε: στα δεκαοκτώ χρόνια που έζησε στο Παρίσι, υπολογίζεται ότι έδωσε μόλις τριάντα συναυλίες.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-2
Ο Φρεντερίκ Σοπέν στο πιάνο (Alamy/Visual Hellas.gr).

Κατά τα νεανικά χρόνια στην πατρίδα του ο Σοπέν είχε συναντήσει τη λυρική τραγουδίστρια Κονστάντσια Γκλαντκόφσκα, η οποία θεωρείται ότι του ενέπνευσε το αργό μέρος –αντάτζιο– του πρώτου του Κοντσέρτου για πιάνο. Την ίδια εποχή, επιστολές προς τον ακτιβιστή Τίτους Βοϊτσιεχόφσκι παραπέμπουν σε ομοφυλοφιλικές αναζητήσεις. Το 1836 στη ∆ρέσδη ο Σοπέν φιλοξενήθηκε από την οικογένεια Βοντζίνσκι και τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς έκανε πρόταση γάμου στην κόρη τους Μαρία. Ο γάμος δεν έγινε, καθώς η μητέρα της κοπέλας δίσταζε μπροστά στην κακή υγεία του Σοπέν και στις σχέσεις του με γυναίκες όπως η Μαρί Ντ’ Αγκούλ, ερωμένη του Φραντς Λιστ που έμοιαζε γοητευμένη από τον Σοπέν, και η συγγραφέας Γεωργία Σάνδη.

Η Σάνδη, φιλολογικό ψευδώνυμο της Αμαντίν Λισίλ Ορόρ Ντιπέν, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Σοπέν. Από το 1838 η γυναίκα αυτή, κατά έξι χρόνια πρεσβύτερη του συνθέτη και μητέρα δύο παιδιών, συνδέθηκε μαζί του ερωτικά. Το ζευγάρι έφυγε τον χειμώνα για τη Μαγιόρκα, θεωρώντας ότι το κλίμα θα βοηθούσε την υγεία του Σοπέν. Ωστόσο, οι αυστηρά καθολικοί κάτοικοι του νησιού δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα όταν πληροφορήθηκαν ότι οι δυο τους δεν είναι παντρεμένοι. Μα ούτε η υγεία του βελτιώθηκε. Επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου μελλοντικά θα περνούσαν τα καλοκαίρια στο κτήμα της Σάνδη στη Νοάν, στην κεντρική Γαλλία. Η υγεία του Σοπέν χειροτέρευε διαρκώς. Ήταν υποχρεωμένος να αρνείται τις προσκλήσεις για σημαντικά μουσικά γεγονότα, καθώς οι πόνοι δεν του επέτρεπαν τα ταξίδια. Η Σάνδη είχε μετατραπεί σε νοσοκόμα και συχνά αναφερόταν στον Σοπέν ως το τρίτο της παιδί. Ο Σοπέν, πάλι, δεν συμμεριζόταν τις ριζοσπαστικές πολιτικές επιδιώξεις της ερωμένης του κι έτσι, αναπόφευκτα, το 1847 η σχέση τους τερματίστηκε.

Ο Σοπέν δεν συμμεριζόταν τις ριζοσπαστικές πολιτικές επιδιώξεις της ερωμένης του κι έτσι το 1847 η σχέση τους τερματίστηκε.

Το 1848, κατά την περίοδο των πολιτικών ταραχών στο Παρίσι, ο Σοπέν έφυγε για το Λονδίνο, καθώς επιπλέον τα οικονομικά του είχαν επιδεινωθεί και έπρεπε να αναζητήσει νέα έσοδα. Έδωσε συναυλίες σε δημόσιους χώρους και σαλόνια. Ανάμεσα στο κοινό ήταν η βασίλισσα Βικτωρία με τον σύζυγό της πρίγκιπα Αλβέρτο. Το ταξίδι είχε προτείνει η μαθήτριά του Τζέιν Στέρλινγκ, η οποία στη συνέχεια τον φιλοξένησε στη Σκωτία, όπου ο Σοπέν εμφανίστηκε σε Γλασκώβη και Εδιμβούργο. Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1848, όπου έπαιξε για Πολωνούς πολιτικούς πρόσφυγες. Τέλη Νοεμβρίου επέστρεψε στο Παρίσι, ζυγίζοντας λιγότερο από 45 κιλά. Κατέληξε στις 17 Οκτωβρίου 1849, πιθανώς από σπάνια περίπτωση περικαρδίτιδας, η οποία επιδεινώθηκε από φυματίωση. Ήταν 39 ετών. Στην κηδεία του, που πραγματοποιήθηκε με εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια, παρέστησαν περισσότεροι από 3.000 άνθρωποι από το Λονδίνο, τη Βιέννη και το Βερολίνο.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-3
Ο Σοπέν σε συλλεκτική κάρτα της εταιρείας Will’s Cigarettes, από τη σειρά Musical Celebrities, που κυκλοφόρησε το 1911 (Photo by Nextrecord Archives / Getty Images).

Ο Σοπέν υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά συνθέτης έργων για πιάνο. Μάλιστα η πλειονότητα των περίπου 230 συνθέσεών του που έχουν διασωθεί, είναι έργα για σόλο πιάνο, ενώ περιλαμβάνονται ακόμα δύο κοντσέρτα για πιάνο, έργα μουσικής δωματίου και τραγούδια για φωνή και πιάνο. Ο ίδιος ανέφερε ως άμεσες επιρροές στο έργο του τη μουσική των Μπαχ και Μότσαρτ. Ωστόσο, δέχθηκε εξίσου επιδράσεις από την παραδοσιακή μουσική της Πολωνίας, καθώς επίσης και από την ιταλική όπερα. Η επιρροή των λυρικών έργων του Μπελίνι, όπως η «Υπνοβάτιδα», η «Νόρμα» και οι «Πουριτανοί», έχει κατ’ επανάληψιν απασχολήσει τους μελετητές. Η ομοιότητα στον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσονται οι ατέρμονες μελωδίες, όπως και ο τρόπος με τον οποίο έχουν μεταγραφεί τα φωνητικά διανθίσματα, ιδιαίτερα στα «Νυχτερινά» του, είναι μονάχα δύο από τις προφανείς συγγένειες.

Ο Σοπέν έδωσε ξεχωριστή υπόσταση σε όλες τις μορφές με τις οποίες ασχολήθηκε, τις «Μπαλάντες», τα «Σκέρτσι», τα «Πρελούδια», τις «Σπουδές». Όμοια, εμπνεόμενος από τα πατριωτικά του συναισθήματα ανέδειξε χορούς όπως οι μαζούρκες και οι πολωνέζες, δίνοντάς τους μουσική αξία και έκφραση που ξεπερνά κατά πολύ την αφετηρία τους από την παραδοσιακή μουσική. Ένα τρίτο είδος χορών, τα βαλς του, δεν προορίζονταν για αίθουσες χορού, αλλά για καλλιτεχνικά σαλόνια.

Παρά το γεγονός ότι ο Σοπέν υπήρξε σχεδόν αποκλειστικά συνθέτης έργων για πιάνο, η θέση του ανάμεσα στους κορυφαίους της μουσικής δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ. Ακόμα πιο σημαντικό, η μουσική του δεν έπαψε ποτέ να παίζεται και παραμένει σήμερα το ίδιο δημοφιλής όσο και στην εποχή της. Αποδεικνύοντας, ίσως, ακριβώς ότι, πέρα από τον νοσταλγικό και συχνά υπερευαίσθητο χαρακτήρα της, έχει έναν τρόπο να αγγίζει την ανθρώπινη ψυχή και να απαντά σε ανάγκες που παραμένουν οι ίδιες σε κάθε εποχή.
του Νίκου Α. ∆οντά

Είμαι χαρούμενος εξωτερικά, ειδικά μεταξύ των δικών μου ανθρώπων (μετρώ τους Πολωνούς τους δικούς μου). Αλλά μέσα μου κάτι με ροκανίζει. Κάποια αίσθηση, άγχος, όνειρα – ή αϋπνία – μελαγχολία, αδιαφορία – επιθυμία για ζωή και την επόμενη στιγμή, επιθυμία για θάνατο. Κάποιου είδους γλυκιά γαλήνη, κάποιου είδους μούδιασμα, απουσία μυαλού. […] Μακάρι να μπορούσα να πετάξω τις σκέψεις που δηλητηριάζουν την ευτυχία μου, αλλά απολαμβάνω ένα είδος ευχαρίστησης να τις απολαμβάνω.
Φρειδερίκος Σοπέν

Ο Σοπέν επαναστάτης… Μία σκιαγραφία του

Το γαλλικόν μηνιαίον περιοδικόν «Μπραβό» εις πρόσφατον φύλλον του δημοσιεύει σειράν άρθρων, αφορισμών, πραγματειών, διαφόρων συγγραφέων γάλλων και ξένων, επί τη εκατονταετηρίδι της εκτελέσεως της πρώτης συμφωνίας του Σοπέν εις το Παρίσι. Ένας τίτλος κυρίως προκαλεί εντύπωσιν: «Το μυστήριον του Σοπέν», τοσούτω μάλλον καθ’ όσον κάτωθεν αυτού ευρίσκεται η υπογραφή του κ. Ζαν-Ωμπρύ.

Περί τίνος μυστηρίου πρόκειται; Είνε αλήθεια απορίας άξιον πώς περιεφρονήθη γενικώς επί τόσον καιρόν η εξέτασις του πραγματικού χαρακτήρος του Σοπέν, εις τον οποίον απεδόθη μαρασμός και χλιαρότης, και τον οποίον εφαντάζοντο εκτεθηλυμένον και αισθηματίαν. Ο πραγματικός όμως Σοπέν είνε άνθρωπος ακλονήτου πνεύματος, άνθρωπος με ευθείαν κρίσιν και σαφή γραμμήν. Επομένως η πατροπαράδοτος εικών του Σοπέν που μας είνε γνωστή είναι εντελώς πλαστή.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-4
Πορτρέτο του Σοπέν μπροστά στο πιάνο (Shutterstock).

Μήπως όμως η πλαστή εικών δεν είνε η μοίρα όλων των μουσικών;

Αυτήν την τύχην δεν είχε και ο Μόζαρτ; Ακόμη σήμερον πολλοί μουσικοί βλέπουν τον Μόζαρτ σαν προϊόν ζαχαροπλαστείου με περούκα «ροκοκό».

Από το βάθος όμως αυτό των επιπολαίων κρίσεων, εξάγονται πάντοτε μερικαί κρίσεις πολύ ενδιαφέρουσαι λόγω της ακρίβειάς των. Έτσι ο Χάυδν, μόνος ίσως, είδε τον πραγματικόν Μόζαρτ, ηννόησε γιατί η μουσική του «∆ον Ζουάν», του «Ρέκβιεμ», ήτο εξαιρετική. Τον Σοπέν τον εξετίμησεν ορθώς μία πλειάς καλλιτεχνών που ήξεραν ότι το «εύθραυστο σώμα του κλείνει ψυχή λεονταριού». Πλάι στον Σοπέν, ο Μέντελσον ένοιωθε τον εαυτόν του απλόν διδάσκαλον. Ο Λιστ ανεγνώρισεν ότι αι «Μελέται» του Σοπέν αποτελούν απόδειξιν μιας πειθαρχημένης δυνάμεως, αγνώστου μέχρι της εποχής εκείνης. Ο Σούμαν αναστατώνεται από την «Σονάτα Σιμπεμόλ». Είνε πραγματική σονάτα; – διερωτάται με ενδιαφέρον καθηγητού. Ποτέ δεν είδε έργο που το μακάβριο να έχη τόση γοητεία, που ο θάνατος να εκδηλώνη τόσο ζωτική ορμή. Η ζέσις και η «τρέλλα» του Σοπέν, δεν του διαφεύγουν. Στο Παρίσι ο Σοπέν δεν παραπονείται ότι είνε ακατάληπτος. Τον καταλαβαίνει μια πνευματική οικογένεια, μια «εκλεκτή» οικογένεια, κι’ αυτό αρκεί. Τα κοσμικά κομπλιμέντα, η εκτίμησις του κοινού δεν τον δυσαρεστούν πολύ. Μόνο στα 1848 στη Σκωτία άρρωστος, μόνο τότε ανυπομονεί ν’ ακούση κοινές κολακείες. Αι κοινοτυπίαι τέλος τον ερεθίζουν. Μετανοεί με σαρκασμούς στα γράμματά του αυτός που είχεν υποστή ήρεμος τις μανιασμένες επιθέσεις ενός αγράμματου κριτικού, του Ρέλλσταμπ.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-5
Χειρόγραφο του Σοπέν για την πολωνέζα σε λα ύφεση μείζονα, Op. 53 (γνωστή και ως Ηρωική), μία από τις πιο γνωστές συνθέσεις του (1842).

Επομένως ο Σοπέν δεν είχε να παλαίση εναντίον φανερών εχθρών. Ήταν όμως ηναγκασμένος να ανέχεται μια εκτίμησι πολλές φορές τεχνητή και ζώντας ακόμη εγνώριζε την ψεύτικη εικόνα που κατεσκεύαζαν για τον εαυτό του και διά την μουσικήν του. Του αρκούσαν όμως οι λίγοι που τον καταλάβαιναν.

***

Αλλά γιατί ο «επαναστάτης» αυτός δεν εκήρυξε καμμιά επανάστασι; Ο κ. Ζαν Ωμπρύ θέτει το ερώτημα: «Πώς διέφυγεν ο Σοπέν την κρυφήν έχθραν, τας εξεγέρσεις, τας λοιδορίας που υπέστησαν με την σειρά τους ο Ραμώ, ο Μπετόβεν, ο Βέμπερ, ο Βάγνερ και ο Ντεμπυσύ;».

Φαίνεται ότι η δημιουργία επαναστάσεων στη μουσική είνε ιδιότης του λυρικού θεάτρου και της μουσικής της ορχήστρας, η τολμηροτέρα μουσική του πιάνου μένει σχεδόν πάντοτε στο περιθώριο των μεγάλων πολέμων, των μεγάλων ιδεολογικών διαμαχιών. Οπωσδήποτε είνε εκπληκτικόν πώς τα «αυτιά του 1840», πρόθυμα πάντοτε στην εύκολη μελωδία, άκουσαν χωρίς διαμαρτυρία τη μουσική του Σοπέν.

Τις πιο δυσνόητες συνθέσεις, τις πιο ειδικές, τις πιο τολμηρές, το κοινόν δεν τις ήκουε σχεδόν ποτέ, διότι δεν επαίζοντο τακτικά στα κονσέρτα. Ο Σοπέν έπαιζεν ο ίδιος στις συναυλίες του τις ευκολώτερες συνθέσεις του που ήσαν κατανοητές στο κοινό.

Και εν τούτοις, τα έργα που «διεφυλάχθησαν διά την υστεροφημίαν» προσκρούουν ακόμη σήμερον στα «αυτιά του 1932», όπως και στην εποχή του Σοπέν ευρίσκοντο αυτιά που διεμαρτύροντο… ∆εν μεταβάλλει το γούστο και το πνεύμα των ακροατών. Ο Σοπέν δεν αγαπούσε την μουσική του 1840, διότι, παρά το ελεύθερον ύφος του, έστω και το επαναστατικόν, ο Σοπέν είνε το ιδανικόν της τάξεως. ∆εν ακολουθεί τους σχολαστικούς κανόνας, αλλά είνε ο κρύσταλλος που υπακούει στο μυστήριο του νόμου. Κάποτε αρέσκεται να παίρνη ένα ύφος αναρχικό, κι’ όμως παραμένει ο καλλιτέχνης της ισορροπίας. Κανείς δεν μπορεί να τον εκλάβη ως άνθρωπον των οδοφραγμάτων. Είνε ρωμαντικός και μόνο που εταύτισε τη μουσική προς το τραγούδι, είνε το πνεύμα της μελωδίας, που αποτελεί την αντίθεσιν του επαναστάτου. Το ιδεώδες του «ράινερ σατζ», της «αμιγούς συνθέσεως», που είχε διαδοχικώς τόσο διαφορετικούς εκπροσώπους του ρυθμού όπως οι Μπαχ και Μόζαρτ, βρίσκει στη μουσική του Σοπέν νέαν επικύρωσιν, ένα πλούτο ρυθμού, μια απέραντη ποικιλία. Όπως τα «κρυμμένα με άνθη κανόνια» που έλεγεν ο Σούμαν, αι «τολμηρότητες» του Σοπέν περιεβάλλοντο με ευγενή ρυθμόν. Ένας τόσο διακεκριμένος κύριος δεν είνε δυνατόν να εκληφθή ως ανατρεπτικόν πνεύμα. Ήξαιραν το θελκτικό ποιητή και του συγχωρούσαν κάποτε μια απότομη διάθεσι. Φρονούμεν, αλήθεια, ότι ο άγριος Σοπέν είνε ακριβώς ο αληθινός ποιητής.

Κάποτε αρέσκεται να παίρνη ένα ύφος αναρχικό, κι’ όμως παραμένει ο καλλιτέχνης της ισορροπίας.

Γιατί ο Βάγνερ, σύγχρονος του Σοπέν, επαναστάτης μιας πράγματι εκμαγείσης επαναστάσεως, δεν εχαιρέτισε στον Σοπέν ένα συνεπαναστάτην; Αντιθέτως, κατά την παραμονήν του στο Παρίσι (1840), παραπονείται για την φήμη του Σοπέν. Όταν μόλις είχον εμφανισθή τα 24 «Πρελούντια», ο Βάγνερ έπαιρνε μαθήματα πιάνου στον Γκούτμαν, φίλο του Σοπέν, στο Παρίσι. Ήξερε τη μουσική του Σοπέν; Χωρίς άλλο θα είχε ακούση μερικά κομμάτια. Εν τούτοις δεν εξεφράσθη ποτέ περί του Σοπέν, ποτέ δεν τον εθεώρησε σύμμαχον στην πάλη για το μέλλον της μουσικής, για την «πρόοδο».

Επί τη ευκαιρία αυτή θα μπορούσε να διερωτηθή κανείς, αν αι συγκρίσεις και αναλογίαι μας, όπως: επανάστασις, εξέλιξις, πρόοδος, μεταφερόμεναι εις το πεδίον της μουσικής, δεν μας οδηγούν κάποτε σε στενό «βερμπαλισμό», σε συλλογισμούς που τα κακοβαλμένα ζητήματα μας δίδουν αδιάφορες απαντήσεις. Η τέχνη αλλάσσει μέσα στο χρόνο, δεν πρέπει όμως σ’ αυτήν την αλλαγή να βλέπουμε «πρόοδο». Πρέπει να φυλαχθούμε από την «εξέλιξιν», θεωρίαν κατά την οποίαν ο Σοπέν δεν είνε παρά ένας Χίμμελ.

Και ένα εξαιρετικόν χαρακτηριστικόν της λατρείας του Σοπέν: εκείνοι που τον λέγουν επαναστάτη, τον αγαπούν! Αν ο Σοπέν ζούσε και μετά τον θάνατό του, είχεν εχθρούς, τούτο δεν οφείλεται εις την τόλμην του, αλλά εις την «πνιγηράν από θλίψιν ατμόσφαιρα του δωματίου του ασθενούς», εις την νεκρικήν αυτήν διάθεσιν που μερικοί ακροαταί δεν κατορθώνουν να υποφέρουν. Η επαναστατική τόλμη του Σοπέν εξηγρίωνε μόνον τους σχολαστικούς της άλλοτε. Αυτοί εσίγησαν προ πολλού και μάλιστα μερικοί κατέληξαν να θαυμάσουν τον Σοπέν. Η αδιαφορία για τη μουσική του Σοπέν είνε ενδιαφέρον σύμπτωμα. Ακούει κανείς συχνά γερμανούς μουσικούς να εκπλήσσωνται «γιατί γίνεται τόσος θόρυβος για τη μουσική του σαλονιού», να επιβεβαιώνουν ότι ο Σοπέν που συνθέτει για το πιάνο μόνο, δεν είνε συνθέτης με την πλήρη έννοιαν της λέξεως, άρα δεν είνε επαναστάτης. Τέτοιος συλλογισμός είνε αμίμητος.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-6
Επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ού αιώνα με τη μορφή του Σοπέν (Photo by Fototeca Gilardi/Getty Images).

Ο Σοπέν και ο μοντερνισμός! Ακόμα κι αν ήταν επαναστάτης ελλείψει επαναστάσεως, δε θα υπήρχε ευκολώτερο πράγμα παρά να τον ανακηρύξητε ακατάληπτον πρόδρομον… έτσι ο Σοπέν γίνεται «πρόγονος της συγχρόνου μουσικής». Η θέσις αυτή –τεχνική και ρητορική– ελκύει ακόμη μερικούς φρασεολόγους.

Μερικοί επίγονοι –ιδίως Ρώσσοι– «εσοπενοποίησαν» λίγο. Ολοένα γίνεται καταφανέστερον ότι ο Σοπέν, όπως ήτο πρόγονος του εαυτού του, έμενε και «απόγονος του εαυτού του». Οι σλαύοι συνθέται έδειξαν συχνά κάποια συγγένεια με το στυλ του Σοπέν. Αλλά να γίνεται λόγος για νέα σχολή του «εξειλιγμένου» Σοπέν!…

Θα είχεν άδικο όποιος θα κατηγόρει τη σύγχρονο μουσική ότι απεμακρύνθη από τον Σοπέν. Έχει το δικαίωμα ν’ ακολουθήση δικό της δρόμο. Ας μας λέγουν ότι αυτός είνε ο δρόμος που «έδειξεν ο Σοπέν». Εξ άλλου όλοι οι δρόμοι που έδειξαν οι μεγάλοι επαναστάται, είνε οδεύσιμοι για τους διαδόχους!

Επάνοδος στον Σοπέν – μπορεί κανείς να φαντασθή ότι η σύγχρονος μουσική θα κάμη επίσκεψι στον Σοπέν, απλώς για να πάρη μάθημα. Αυτό ισχυρίζεται ο κ. Μωρίς Ζωμπέρ: «Ύστερα από τα δέκα αυτά τελευταία χρόνια, που επί τη βάσει μυστηριωδών και κατηγορηματικών προσταγμάτων, εφαίνοντο να έχουν αξίαν μόνο τα “αμιγή” και αυστηρώς “αντικειμενικά” έργα, που η μουσική εκφεύγουσα από τας πνευματικάς αξίας που την καθιστούν ικανή, περισσότερο από κάθε άλλου είδους τέχνη να συγκινήση την ανθρωπίνη καρδιά, εγκατελείπετο εις σχολαστικήν μέθην – το έργον του Σοπέν σε όποιον το καταλαβαίνει δίδει πολυτιμώτατο μάθημα. Ο Σοπέν, λοιπόν, ήτο επαναστάτης κατά τρόπον διάφορον από τους συγχρόνους».
Μ. Ντ. Μ., Η Καθημερινή, 20 Αυγούστου 1932

Ο μεγάλος ελεγειακός

Όλοι οι φίλοι της ρωμαντικής μουσικής και όλοι οι αισθητικοί άνθρωποι εορτάζουν εφέτος την εκατονταετηρίδα του θανάτου και ενός άλλου μεγάλου καλλιτέχνου, του «ποιητού-μουσικού», του τρυφερωτάτου ελεγειακού του ήχου, Φρειδερίκου Σοπέν. Η ζωή του δεν έχει την αφθονία που έχει το έργο άλλων μουσικών. Μέσα στην σύντομην όμως σχετικά ζωή του, μέσα στα τριανταεννέα χρόνια που έζησε και μέσα στο λιγοστό σχετικά έργο του ο εξαίσιος αυτός καλλιτέχνης κατόρθωσε να εγγίση μία από τις υψηλότερες κορυφές της μουσικής τέχνης και να εκφράση με τον πιο πλήρη, με τον πιο ολοκληρωτικό τρόπο μία από τις πιο αγνές, πιο γνήσιες, πιο λυρικές ψυχές που εγνώρισεν ο κόσμος.

Η σκληρή μοίρα του δεν τον κτυπά από την πρώτη στιγμή. Ίσια-ίσια του επιδαψιλεύει άφθονα αγαθά, σαν προκαταβολικό, θα έλεγες, αντιστάθμισμα για το αμείλικτο χτύπημα –την αρρώστεια– που θα του καταφέρη κατόπιν. Και πρώτα-πρώτα για γεννήτορες του δίνει δύο ανθρώπους διαφορετικών φυλών, έναν Γάλλο και μια Πολωνίδα, η διπλή εισφορά των οποίων θα αποτελέση τη διπλή πηγή, από την οποίαν θ’ αντλήση σε όλη του τη ζωή ο Σοπέν, συγκεντρώνοντας θαυμαστά και σχεδόν αυτόματα τα δύο στοιχεία· το πάθος και το αίσθημα της μορφής. Πράγματι, στην Πολωνίδα μητέρα του, την φτωχή αριστοκράτισσα Ζουστίνα Κρζυζανόβσκυ, που την λάτρευε ο Σοπέν, σε ό,τι εθνικό, προγονικό, έβαλε το αίμα του εκείνη, πρέπει ν’ αναζητήσωμε όλη την ορμή, όλο εκείνο τον οίστρο που ξεπηδά στις συνθέσεις του, τις αμέσως εμπνευσμένες από την Πολωνία και στον Γάλλο πατέρα του, τον λογιστή και καθηγητή ύστερα της γαλλικής, Νικόλαο Σοπέν, που πήγε έφηβος σχεδόν κι εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία, όλη τη χάρι, όλη την λεπτότητα και την ευγένεια, και προπαντός όλο εκείνο το αίσθημα του μέτρου που λειτουργεί σαν φυσική δύναμις, σαν ένστικτο αλάνθαστο στη δημιουργία του Σοπέν.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-7
Άποψη της Βαρσοβίας από το Βασιλικό Κάστρο. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Bernardo Bellotto (1773, Εθνικό Μουσείο, Βαρσοβία).

Μέσα στο σπίτι του και στους κύκλους των ευγενικών και καλλιεργημένων ανθρώπων που συναναστρέφονται οι γονείς του, το ευαίσθητο παιδί βρίσκει την πιο πρόσφορη ατμόσφαιρα για ν’ αναπτύξη την προσωπικότητά του. Αλλά και εδώ η παντοδυναμία του φυσικού δώρου, του ταλέντου, κάνει ενωρίτατα την εμφάνισί της. Επτά-οκτώ ετών, πριν ακόμη μάθη την μουσική γραφή, αρχίζει να συνθέτη κιόλας ο Σοπέν και τις συνθέσεις του τις γράφει ο πρώτος δάσκαλός του, ο Ζίβνι. Ένα-δύο χρόνια αργότερα, παίρνει μέρος σε ένα κονσέρτο στη Βαρσοβία. Τότε αναθέτει ο πατέρας του και στον φίλο του μουσικό Ιωσήφ Έλσνερ5 να δώση στον γυιό του μαθήματα αρμονίας και αντιστίξεως. Είναι αυτό ένα πολύ σημαντικό γεγονός της ζωής του Σοπέν. Γιατί ο θαυμάσιος αυτός, όπως φαίνεται, δάσκαλος, που ήταν και ο ίδιος ένας συνθέτης, παραγωγικώτατος μάλιστα, διαισθάνθηκε πολύ γρήγορα την έξοχη φύσι του μαθητού του και έκαμνε ό,τι καλύτερο μπορεί να κάμη ένας δάσκαλος· άφησε να αναπτυχθή εντελώς ελεύθερα, σύμφωνα με τους δικούς του νόμους, η προσωπικότης του Σοπέν.

Σαν στοργική μητέρα του παρεστάθη ως τώρα η μοίρα· γονείς εύποροι, μορφωμένοι, τρεις αδελφές με εξαιρετική καλλιέργεια, δάσκαλοι γεμάτοι αγάπη και ζήλο, πρώτες αναλαμπές της ιδιοφυΐας που η κοινωνία της Βαρσοβίας τις χαιρετά με ενθουσιασμό. Στα δεκαπέντε χρόνια που θ’ ακολουθήσουν στην περίοδο 1820 ως 1835, ο Σοπέν θα γνωρίση ακόμη μεγαλύτερες χαρές. ∆εκαεννέα χρόνων, το 1829, ο Σοπέν επιχειρεί την πρώτη του περιοδεία. Πηγαίνει (ένα χρόνο πριν είχε κάμει ένα ολιγοήμερο ταξίδι στο Βερολίνο) σε μία από τις πόλεις με την παλαιότερη και πιο σοβαρή μουσική παράδοσι, εκείνη την εποχή, στη Βιέννη.

Ως συνθέτης έχει ήδη μία αρκετά πλούσια αποσκευή, είναι πια ένας καλλιτέχνης με διαμορφωμένη προσωπικότητα, συγχρόνως όμως είναι και ένας έξοχος πιανίστας. Το αυστηρότατο κοινό της Βιέννης του κάνει θερμοτάτη υποδοχή και ως πιανίστα και ως συνθέτη, στις δύο συναυλίες που δίνει με έργα του. Και οι κριτικοί –όπως θα γίνη αργότερα με τους κριτικούς στο Παρίσι– μιλούν εγκωμιαστικώτατα και για τις συνθέσεις και για το παίξιμό του και διαβλέπουν, από την πρώτη του ακόμη εμφάνισιν, ό,τι θα τον χαρακτηρίση και ως συνθέτη και ως εκτελεστή. Μετά την Βιέννην, η Βαρσοβία. Ο Σοπέν δίνει κι εκεί συναυλίες με νέα του έργα και ύστερα, κατά τα τέλη του 1830, φεύγει από τη Βαρσοβία μαζί με τον πιο αγαπημένο του φίλο, τον Βοϊτσεχόφσκυ, επισκέπτεται διάφορες πόλεις της Γερμανίας, έπειτα την Πράγα και τέλος πηγαίνει ξανά στην Βιέννην.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-8
Ο Πολωνός συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, δίπλα στον οποίο μαθήτευσε ο Σοπέν. Λιθογραφία του Maksymilian Fajans (1853, Biblioteka Uniwersytetu Kazimierza Wielkiego w Byd­go­s­zczy).

Έναν περίπου χρόνο έμεινεν αυτή τη φορά στην Βιέννην ο Σοπέν. Τώρα όμως οι Βιεννέζοι δεν του έκαμαν την υποδοχή που του είχαν κάμει πριν από ένα χρόνο. Είχε ξεσπάσει επανάστασις στην πατρίδα του συνθέτου, πράγμα που ένας Αυστριακός δεν μπορούσε να το ιδή με καλό μάτι. Ο φίλος του, ο Βοϊτσεχόφσκυ, αφίνει τον Σοπέν και σπεύδει να λάβη μέρος στην επανάστασι. Προς στιγμήν σκέπτεται να τον ακολουθήση και ο Σοπέν, αλλ’ έπειτα μετανοιώνει, όχι όμως χωρίς σκληρό εσωτερικό αγώνα και χωρίς να του στοιχίση αυτό πολύ. Και από τη διαμονή του όμως στη Βιέννη δεν είναι ευχαριστημένος. Τα γεύματα, οι κοσμικές συναναστροφές τού παίρνουν όλον τον καιρό, τον κουράζουν, τον αποσπούν από το μεγάλο του πάθος, την μουσική. Και το χειρότερο, δεν τον αφίνουν να αναπολή όσο θα το ήθελε, μοναχός, δοσμένος όλος στην ονειροπόλησί του, την Κωνστάντια Γλαδόφσκα, την «πρώτη του αγάπη» που θα μείνη μια χίμαιρα ερωτική (παντρεύτηκε αργότερα έναν πλούσιο έμπορο), όπως χίμαιρα ερωτική θα μείνη και η άλλη νεανική του αγάπη, η Μαρία Βοδζίνσκα, που αυτήν ζήτησε να την παντρευτή (πολύ κατόπιν, όταν είχε ήδη συνδεθή με την Γεωργία Σάνδη), οι γονείς της όμως δεν θέλησαν να του τη δώσουν.

Στη Βιέννη δεν είχε πλέον κανένα σοβαρό λόγο να μείνη ο Σοπέν. Θα μπορούσε να πάη στην Ιταλία. Αλλά τα επαναστατικά κινήματα που ξεσπούσαν εκείνο τον καιρό στις διάφορες ιταλικές πόλεις έκαμναν δύσκολη τη διαμονή του εκεί. Τι να ’κανε; Να έμενε ακόμα λίγο στη Βιέννη, περιμένοντας την εξέλιξι των γεγονότων; Να επέστρεφε στη Βαρσοβία; Υπήρχε και μια τρίτη λύσις, το Παρίσι. Οι γονείς του τον άφιναν ελεύθερο ν’ αποφασίση ό,τι ο ίδιος ήθελε. Ο Σοπέν προτίμησε το Παρίσι.

***

Τα δέκα οκτώ χρόνια που του υπολείπονται να ζήση είναι τα πιο γόνιμα, τα πιο μεστά από συγκινήσεις κι αισθήματα, τα πιο γεμάτα από το γλυκό φέγγος της δόξας, χρόνια του Σοπέν. Και μπορεί να πη κανείς ότι όλα –εκτός από τους τελευταίους μήνες της ζωής του– τα περνά στο Παρίσι. Στη μεγάλη κοσμόπολι, θα γνωρίση ο Σοπέν ό,τι πιο μεθυστικό, πιο συγκλονιστικό του επεφύλασσεν η μοίρα του, αλλά και ό,τι πιο πικρό και σπαρακτικό. Εκεί έζησε την σοβαρώτερη ερωτική ιστορία του, εκεί, ως δημιουργός και ως εκτελεστής, πήρε το οριστικό (και το πρώτο) χρίσμα της παγκοσμιότητος, εκεί, στην πολιτεία την κορεσμένη από πνεύμα και σκέψι κι αναζήτησι, βρήκε η δημιουργική του ορμή, παρ’ όλη την δοκιμασία της αρρώστειας και τους κλονισμούς του πάθους του ερωτικού, τον πιο δυνατό της παλμό.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-9
Η Γεωργία Σάνδη και ο Φρεντερίκ Σοπέν. Ελαιογραφία σε μουσαμά βασισμένη σε σχέδιο του Ε. Ντελακρουά (1838, Μουσείο Λούβρου – Alamy/Visual Hellas.gr).

Στο Παρίσι επιβάλλεται πολύ γρήγορα ο Σοπέν. Είναι ήδη γνωστός πριν δώση εκεί τις πρώτες του συναυλίες, του φαίνονται όμως πολύ χρήσιμες οι σχέσεις του με τους αριστοκράτες Πολωνούς πρόσφυγας, μερικοί από τους οποίους τον προσλαμβάνουν και ως δάσκαλο του πιάνου για τα παιδιά τους. Όπως πολύ επίσης τον βοηθούν και οι καλλιτέχναι, και προ πάντων ο Λιστ, με τους οποίους συνδέεται. Η πρώτη του συναυλία, λίγους μήνας μετά την εγκατάστασί του στο Παρίσι, είναι ένας θρίαμβος. Ενθουσιασμός του κοινού, ενθουσιασμός και της κριτικής, που βρίσκει τα πιο θερμά λόγια για να τον εγκωμιάση, και ως εκτελεστή και ως συνθέτη.

Η επιτυχία αυτή δεν ζαλίζει τον Σοπέν. Μολονότι, νεώτατος ακόμη, είκοσι δύο μόλις χρονών, έχει πλήρη επίγνωσι της αξίας και των ικανοτήτων του, ξέρει πολύ καλά πού βρίσκεται ο δρόμος του, κατά πού τραβώντας θα πατά στερεά, θα μένη εκεί όπου τον έταξε να μείνη η φύσις. ∆εν είναι καμωμένος αυτός για τα μεγάλα μουσικά οικοδομήματα, για μελοδράματα και συμφωνίες. Εκείνο που μπορεί και πρέπει αυτός να εκφράση είναι ό,τι πιο ενδόμυχο, πιο υποκειμενικό, πιο λυρικό αισθάνεται να σαλεύη, μες στην ψυχή του, αισθήματα και συναισθήματα, «καταστάσεις ψυχής», όπως θα τις ονομάσουν, ύστερα από σαράντα-πενήντα χρόνια, οι συμβολισταί ποιηταί. Και όπως εκείνοι, σε ολιγόστιχα ποιήματα, έτσι και ο Σοπέν τις ψυχικές καταστάσεις του –όνειρα, αναμνήσεις, νοσταλγίες, πόθους φευγαλέους, καημούς, χαρές και λύπες της στιγμής– θα τις εκφράση με σύντομα «μουσικά ποιήματα».

***

Στην τετραετία 1832-1836, η ζωή του Σοπέν δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Εργάζεται, μελετά, γράφει, παρακολουθεί την μουσική και τη λογοτεχνική κίνησι του Παρισιού, είναι –ακόμα– υγιής, δεν φαίνεται μπλεγμένος σε σοβαρές αισθηματικές περιπέτειες. Αλλ’ έξαφνα, το 1836, τα πράγματα αλλάζουν, τον σημειώνουν, αυτόν τον χρόνο, δύο γεγονότα αποφασιστικά για την ζωή του Σοπέν: παρουσιάζονται τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστειας του, της φυματιώσεως, και γνωρίζεται, στο σαλόνι της κ. Αγκού, της φίλης του Λιστ, με την Γεωργία Σάνδη.

Στην ηλικία δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Ωστόσο, πρόκειται επί δέκα σχεδόν χρόνια –από το 1838 ως το 1847– να τους ενώση μια σφοδρή αλλ’ όχι ευτυχισμένη αγάπη· ο Σοπέν είναι είκοσι έξη χρονών και η Γεωργία Σάνδη3 τριάντα δύο (είχε γεννηθή στα 1804). Ανήκουν, εκείνη μυθιστοριογράφος κι εκείνος μουσικός, και στο ίδιο, μπορεί κανένας να πη, ψυχικό και πνευματικό κλίμα. Και όμως πόσες διαφορές βαθύτατες μεταξύ τους! Σε όλα. Στα γούστα, στις ιδέες, στην ιδιοσυγκρασία, στην υγεία, στις καλλιτεχνικές αντιλήψεις.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-10
Οι τελευταίες στιγμές του Σοπέν. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Teofil Kwiatkowski (περ. 1848-50, Μουσείο Φρεντερίκ Σοπέν, Βαρσοβία – Alamy/Visual Hellas.gr).

Αυτή η γυναίκα, η αδύνατη και μικροκαμωμένη, με το πολύ μακρουλό και ωχρό πρόσωπο, με τα θαυμάσια μαύρα γυαλιστερά μαλλιά, με τα χοντρά χείλια και τα μεγάλα ωσάν Ινδής μάτια της, όπου λες και ήταν μαγεμένη και φεγγοβολούσε όλη η ύπαρξί της· που ένα είδος μητρικού φίλτρου την έκαμνε, όσο και το ερωτικό αίσθημα, ή και περισσότερο ίσως από το ερωτικό αίσθημα, ν’ αγαπά πάντα σχεδόν άνδρες νεώτερούς της· η γεμάτη θηλυκότητα, αλλά και που τόσο αντρόφερνε ώστε για πολλούς (τον Μπαλζάκ λ.χ.) να μη διαφέρη καθόλου από άνδρα· η γυναίκα αυτή, η χωρισμένη χρόνια από τον άντρα της (από το 1828), η δύο φορές μητέρα, και πολύ περισσότερες ερωμένη διασήμων ανδρών ή που τους έκανε εκείνη, με τον έρωτά της, διασήμους· η πάντα φλογερή και τόσο θαλερή ως με τα τελευταία της, ώστε γύρω στα εβδομήντα της να λούζεται ακόμα στα παγωμένα νερά του ποταμού Εντρ· η πληβεία, παρ’ όλη την αριστοκρατική (από το μέρος του πατέρα της) καταγωγή της, και που γεννοβολούσε τα βιβλία της ευκολώτερα παρ’ όσο τα κουνέλια της η κουνέλα· η κοινωνική προφήτισσα, η σοσιαλίστρια, η φεμινίστρια, η παθιασμένη κι ενθουσιαζόμενη για όλες τις ιδέες και τα ιδανικά της εποχής της, δεν μπορούσε να έχη και δεν είχε καμμιά ομοιότητα με τον «άγγελο αυτόν, τον ωραίο σαν θλιμμένη γυναίκα», με τον αριστοκράτη αυτόν, που αισθανότανε μια αληθινή αποστροφή για τις αθλιότητες της ζωής και που δεν ήθελε να συναναστρέφεται παρά μόνο καλλιεργημένους και καλοανατεθραμμένους ανθρώπους, με τον καλλιτέχνη αυτόν, που ζούσε με τ’ όνειρο και με τη λαχτάρα της τελειότητος, που απέκλειε από τον κύκλο της τέχνης κάθε τι που, είτε άσκοπα είτε με κόπο, δεν είχε περιβληθή μια άρτια μορφή και για τον οποίον κι οι ιδέες και τα ιδανικά, σε ύστατη ανάλυσι, δεν υπήρχαν παρά μονάχα για να υπηρετούν και να τρέφουν την τέχνη.

Όχι, δεν φαίνεται, στην περίπτωση της Σάνδης και του Σοπέν, να ελειτούργησε ο νόμος της ομοιότητος ή της «εκλεκτικής συγγένειας», όπως την λένε. Εκείνο που ένωσε τους δύο αυτούς ανθρώπους και τους εκράτησε δέκα σχεδόν χρόνια τόσο σφιχτά ενωμένους ήτανε ο άλλος μεγάλος νόμος της ερωτικής έλξεως κι ίσως ο πιο δυνατός· η αντίθεσις.

Ο ερωτικός τους δεσμός αρχίζει κατά το 1838. Το καλοκαίρι του έτους εκείνου οι δύο ερασταί το περνούν στο ωραίο κτήμα της Σάνδης στο Νοάν (της επαρχίας Μπερρύ, νοτιοανατολικώς της Τουρραίνης). Θαυμάσιο καλοκαίρι, το πιο ευτυχισμένο που έζησαν. Το φθινόπωρο όμως τα πράγματα αλλάζουν. Ο Σοπέν δεν έχει συνέλθει εντελώς από ένα δυνατό κρυολόγημα και οι γιατροί συστήνουν ένα κλίμα γλυκύτερο από του Παρισιού για τον χειμώνα. Ο Σοπέν και η Σάνδη αποφασίζουν να πάνε στην Ιταλία, κάτι φίλοι τους όμως τους εκθειάζουν τόσο πολύ το κλίμα και την ομορφιά της Μαγιόρκας, της μεγαλύτερης από τις Βαλεαρίδες, ώστε αλλάζουν γνώμη και πηγαίνουν (η Σάνδη παίρνει μαζί της και τα δύο παιδιά της και μια υπηρέτρια) εκεί. Ενθουσιασμός από τον ουρανό, από τον ήλιο, από την καταγάλανη Μεσόγειο, από τα σμαραγδένια βουνά, από τη γαλήνη και τη μοναξιά – έκστασις. Ύστερα όμως απογοήτευσις, εκνευρισμός του Σοπέν, γρίνιες, καυγάδες. «Η φύσις βέβαια είναι κάτι το πολύ ωραίο, έλεγε μελαγχολικά ο άρρωστος μουσικός, θα έπρεπε όμως να μη έχη κανείς δοσοληψίες ούτε με ανθρώπους, ούτε με τους δρόμους, ούτε με τα ταχυδρομεία».

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-11
Ο Σοπέν παίζει τα έργα του στο σαλόνι του πρίγκιπα Ρατζιβίλ στο Βερολίνο, το 1829. Ελαιογραφία του Henryk Siemiradzk, 1887 (Photo by © Fine Art Photographic Library/CORBIS/Corbis via Getty Images).

Η Σάνδη είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι, κτισμένο στα πόδια των βουνών, σε μια παραδεισιακή κοιλάδα. Είχε την εντύπωσι κανείς ότι γινότανε πρωτόπλαστος και ζούσε στις πρώτες ημέρες της δημιουργίας. Κέδρα, φοινικιές, κάκτοι, λεμονιές, πορτοκαλιές, συκιές, ροϊδιές. Μαγεία. Πώς να μη ξεθάρρευε ο κακόμοιρος Σοπέν; Κάνει όχι μικρούς μόνο, αλλά και μακρινούς περιπάτους. Μια μέρα, ύστερα από έναν πολύ μακρινό περίπατο, κρεββατώνεται, εκδηλώνεται μια βρογχίτις, οι τρεις ιατρικές διασημότητες του νησιού που καλούνται επειγόντως κάνουν την πιο τραγική διάγνωσι, προλέγουν απλούστατα τον πολύ γλήγορο θάνατό του, η είδησις της αρρώστειας διαδίδεται ευθύς σε όλο τον νησί και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, τρομοκρατημένος, υποχρεώνει τους νοικάρηδές του να φύγουν, αφού πρώτα του πληρώσουν τα έξοδα για το ξαναχτίσιμο της καλύβας του και για την αποκατάσταση των «μολυσμένων» σεντονιών. Πού να κατέφευγαν οι… χολεριασμένοι; Καταφεύγουν στην «Σαρτρέζ της Βαλδεμόσας», ένα πελώριο μοναστηριακό συγκρότημα, εγκαταλελειμμένο, κτισμένο σε μια τοποθεσία παραδεισιακή, σαν του σπιτιού όπου είχαν κατοικήσει ως τότε.

Όλα είναι εξαίσια κι εδώ, δεν υπάρχει όμως καμμιά άνεσις, λείπουν ακόμη και τα πιο στοιχειώδη σκεύη και αντικείμενα, πρέπει αληθινά, στον παράδεισο αυτόν, να έχη κανείς την ολιγάρκεια των πρωτόπλαστων για να ζήση ευτυχισμένος. Εν τούτοις, και η Σάνδη και ο Σοπέν υπομένουν, δε χάνουν το θάρρος τους, εργάζονται με όσο κέφι και πρώτα. Η κατάστασις όμως του Σοπέν όλο και χειροτερεύει, όλο και αδυνατίζει, όταν μια τον πιάση ο βήχας δεν λέει να σταματήση, και τότε πια ο ευγενικός, ο λεπτός, ο τρυφερός αυτός άνθρωπος, γίνεται δύστροπος, το παραμικρό τον ενοχλεί και τον εξοργίζει, έχει τις πιο παράλογες αξιώσεις, τίποτε δεν τον ευχαριστεί. «Ξανάβρισκε την υγεία του και ζωντάνευε, μόλις έννοιωθε ότι την έκαμνε να υποφέρη». Η φράσι αυτή βρίσκεται στη «Λουκρητία Φλοριάνι», ένα μυθιστόρημα που δημοσίευσε η Σάνδη το 1846, και όπου τα δύο κύρια πρόσωπα, η Λουκρητία και ο πρίγκιψ Κάρολ, είναι η ίδια η μυθιστοριογράφος και ο Σοπέν, εξωτερικά μόνο παραλλαγμένοι. Ήταν, φαίνεται, τόσο αληθινή ώστε ένα χρόνο μετά τη δημοσίευσή της οι δύο ερασταί έφθασαν στην οριστική ρήξι.

Μόνος πια ο Σοπέν, χωρίς τη γυναικεία, την σχεδόν μητρική θαλπωρή που έβαζε στη ζωή του η Σάνδη, θα σηκώση για δύο ακόμα χρόνια, τον μαρτυρικό του σταυρό. Η κατάστασίς του, όταν γυρίζη από τη Μαγιόρκα στο Παρίσι, επιδεινώνεται. Το πάθος όμως της δημιουργίας εξακολουθεί να τον κρατή όρθιον· είναι, άλλωστε, το πιο μεγάλο, ίσως και το μόνο πάθος που εφλόγισε πραγματικά, και διαρκέστερα κι εντονώτερα, την ψυχή του Σοπέν.

Την άνοιξι του 1849 πηγαίνει και δίνει συναυλία στο Λονδίνο, όπου κυριολεκτικά αποθεώνεται, και ύστερα ταξιδεύει και στη Σκωτία. Είναι πια ένας ζωντανός νεκρός,4 ένα πτώμα, το «μικρό αγαπημένο λατρευτό πτώμα», όπως του έγραφε, στη Σκωτία χαριτολογώντας σε πράγματα που δεν επιδέχονται χαριτολογήματα, η Σάνδη. Αυτό το ταξίδι του Σοπέν στη Σκωτία ήταν το τελευταίο ταξίδι του, το τελευταίο καλοκαίρι που ζούσε. Πραγματικά, το φθινόπωρο του 1849 (17 Οκτωβρίου) πέθανε στο Παρίσι λίγον καιρό μετά τον εκεί γυρισμό του. Την αγαπημένη του Πολωνία, για την οποία έγραφε, προφητικά, ετοιμαζόμενος να φύγη, το 1830, από τη Βαρσοβία «έχω το προαίσθημα πως δεν θα γυρίσω ποτέ, πως θ’ αποχαιρετίσω το σπίτι μου για πάντα», δεν την είχε ξαναδή πράγματι ποτέ πια από τότε. Και αλήθευε και ο άλλος του φόβος, που τον είχε εκφράσει κι εκείνον, στο ίδιο γράμμα και τον ίδιο καιρό˙ πέθανε μακρυά από τον τόπο όπου είχαν πρωτανοίξη τα μάτια του στο χρυσό φως της ημέρας. Η χώρα όμως που πέθαινε δεν ήταν μια ξένη γη. Ήτανε η Γαλλία, η πατρίδα του πατέρα του, η χώρα που του είχε δώσει ό,τι πιο πολύτιμο ίσως έχει η τέχνη του και που τον είχε ζεστάνει, είκοσι ολόκληρα χρόνια, σαν μια αληθινή μητρική αγκαλιά.
Κλέων Παράσχος, Η Καθημερινή, 20 Οκτωβρίου 1949

Φρειδερίκος Σοπέν: Μια νέα βιογραφία

[…] Η πλατεία της Ορλεάνης είχε ερημώσει. Η κυρία Μαρλιανί είχε μετακομίσει εδώ και πολύν καιρό. Η κυρία Σάνδη δεν ξανανοίκιασε το διαμέρισμα. Ο Μωρίς ασχολήθηκε με τη μετακόμιση των επίπλων. Πέρασε από την πλατεία της Ορλεάνης δίχως να επισκεφθή τον Σοπέν. Σ’ όλ’ αυτά υπήρχε άφθονο υλικό για κουτσομπολιό μεταξύ των γειτόνων.

«Όσο για μένα, κάνω το σταυρό μου για όλ’ αυτά», έγραψε ο Φρειδερίκος στη Λουδοβίκα, σ’ ένα γράμμα όπου για μιαν ακόμη φορά κάνει λόγο για τη στάση της Γεωργίας Σάνδη. «Κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήση τις ιδιοτροπίες μιας τέτοιας ψυχής… ήσαν ν’ αποτελούν προϋποθέσεις της υπάρξεώς της, του συγγραφικού της ταλέντου, της ευτυχίας της». Μιλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Σοπέν φανερώνει μια διορατικότητα που του επέτρεψε να μαντέψη σωστά. Η Γεωργία Σάνδη είχε ανάγκη απ’ εκείνη τη ζωή που την έκαμε θέμα των έργων της. Κι εκείνο που έγραφε έπαυε πια να το ζη.

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-12
Πορτρέτο της Γεωργίας Σάνδη. Ελαιογραφία του Auguste Charpentier (1838, Musée de la Vie romantique, Παρίσι).

Ο Σοπέν και η Γεωργία Σάνδη θα συναντιόντουσαν για μιαν ακόμη φορά και είχαν μια σύντομη συνομιλία. Όμως βρισκόντουσαν κιόλα σ’ έν’ αδιέξοδο. Γι’ αυτόν τον χωρισμό δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήση μήτε τον ένα μήτε τον άλλον. Η ίδια η ζωή τους έσπρωξε να χωριστούν δίχως καλά κατηγορήσει κι οι ίδιοι να το θέλουν. Ένα είναι βέβαιο: Οι σχέσεις τους δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν στις έξωθεν κρούσεις.

Για την Γεωργία Σάνδη, ο χωρισμός αυτός στάθηκεν η ύστατη αποτυχία της ζωής της. Ήταν ένα τραύμα που τίποτε δεν μπόρεσε να θεραπεύση. Για τον Σοπέν όμως ήταν κάτι περισσότερο: μια θανατική καταδίκη.

***

Οι φίλοι που είχαν πείσει τον Σοπέν «να καθήση και να παίξη» ήσαν ο Πλεγέλ, ο κόμης Περτουί, ο Λεό και ο Άλμπρεχτ. Συλλογιζόντουσαν όχι μόνον την επιτυχία που του εξασφάλιζε το ταλέντο του, αλλά και την οικονομική του κατάσταση. Μαζί τους ήταν και η Τζαίην Βιλελμίνα Στίρλινγκ, που επί τέσσερα χρόνια ήταν ερωμένη του Σοπέν. Ο κατάλογος των ακροατών του δεν περιείχε παρά ονόματα διασημοτήτων. Τύπωσαν ειδικές κάρτες. Ο βασιληάς, η βασίλισσα, η δούκισσα της Ορλεάνης και ο δούκας του Μονπασιέ αγόρασαν καθένας τους δέκα θέσεις. Πολλοί ήθελαν να εγγραφούν για μια δεύτερη συναυλία, αλλά ο Σοπέν έλεγε: «Αυτό μου προκαλεί κιόλας πλήξη». Σκεπτόταν να φύγη από το Παρίσι.

Όπως το είχε γράψει κιόλας ο Σοπέν στην αδελφή του, ο Πλεγιέλ ανέλαβε να τα οργανώση όλα: Του έστειλε μάλιστα στο σπίτι του, για να μπορέσει να μελετήση καλύτερα, το πιάνο που θα χρησιμοποιούσε στη συναυλία. Η μις Στίρλινγκ του υποσχέθηκεν ότι το πράσινο σαλόνι θα ήταν καλά θερμασμένο και ότι η σάλα θ’ αεριζόταν κάθε φορά που θα σηκωνόταν από το πιάνο.

Την Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 1848, στις 8.30 το βράδυ, ο Σοπέν, που εδώ κι έξη χρόνια δεν είχε ακουστή δημοσία, έδωσε αυτή τη συναυλία, που επρόκειτο να είναι η τελευταία του στο Παρίσι. […] Τις τελευταίες στιγμές πριν από τη συναυλία, ο Σοπέν, στο πράσινο σαλόνι, επιστράτευε ολόκληρη την ενεργητικότητά του, προσπαθούσε να δαμάση το «τρακ» του και για μιαν ακόμη φορά η θέλησή του θριάμβεψε. Ίσως σ’ αυτό το ρεσιτάλ να έβλεπε την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Ήταν η στιγμή κατάλληλη γι’ αυτόν για ν’ αποδείξη το τι άξιζε δίχως τη βοήθεια της Γεωργίας Σάνδη που, την ίδια σχεδόν στιγμή, έγραφε στον Μωρίς, σ’ έναν τόνο σαρκαστικό: «Οι εφημερίδες γράφουν ότι ο Σοπέν δίνει μιαν ακόμη συναυλία πριν από την αναχώρησή του. Ξέρεις πού πηγαίνει; Στην Βαρσοβία ή απλώς στο Νεράκ;».

Φρεντερίκ Σοπέν: Ενας κορυφαίος του ρομαντισμού-13
Ο Σοπέν στο πιάνο. Υδατογραφία του Albert Besnard (Photo by DeAgostini/Getty Images).

Σαν προχώρησε πάνω στην ανθοστολισμένην εξέδρα, τον υποδέχτηκαν θερμότατα χειροκροτήματα. Ντυμένος κομψότατα (πριν από τη συναυλία είχε περάσει ώρες ολόκληρες έγνοιας μέχρις ότου αποφασίση ποιο από τα δώδεκα φράκα του θα φορούσε), προκάλεσε την γενικήν έκπληξη με τη θαυμάσια εμφάνιση και το παρουσιαστικό του. Ήταν πιο ωχρός από το συνηθισμένο, όπως δεν μπόρεσαν να μην το παρατηρήσουν οι φίλοι του, αλλ’ έπαιξε δίχως φανερή κόπωση. Μοναδικός κυρίαρχος του οργάνου του, δεν μπόρεσε να μην αποδώση κατά τον θαυμαστότερο τρόπο την κάθε λεπτότητα κι ομορφιά των έργων του. Ποτέ δεν είχεν αξιοποιήσει καλύτερα το ύφος του. Κανείς δεν μπόρεσε να ξεχωρίση σ’ αυτόν την παραμικρότερην αδυναμία. […] Τον ανακάλεσαν πολλές φορές πάνω στη σκηνή. Αλλ’ η νευρική υπερέντασή του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μισολιποθύμησε μέσα στο πράσινο σαλόνι.

***

Η επαναστατική ορμή είχε χάσει τη δύναμή της. Το μοναδικό σύνθημα που εξακολουθούσαν να κραυγάζουν με το ίδιο πάντοτε πάθος στους δρόμους του Παρισιού ήταν το εξής: «Απαιτούμε την ελευθερία της Πολωνίας». […] Ο Σοπέν, όπως κι οι συμπατριώτες του, αμφιταλαντεύτηκαν ανάμεσα σ’ αισθήματα αντιφατικά, περνώντας ταχύτατα από την ελπίδα στην απόγνωση, από την χαρά στην πικρία, από την έξαρση στην απογοήτευση… όταν πήγε στο σταθμό για ν’ αποχαιρετήση τον Κοζμιάν, που είχε έρθει από το Λονδίνο για να ενωθή με τους επαναστάτες του Πόζναν, ήταν τόσο απελπισμένος ώστε του είπε: «Η σταδιοδρομία μου εξόφλησε. Αν στο χωριό σας έχετε κανένα εκκλησάκι, δώστε μου μια μπουκιά ψωμί και εγώ θα έρθω να παίξω μόνο και μόνο για την Παναγία».

Στις 4 Απριλίου 1848 σαν έγραψε στον Φοντάνα, στην Αμερική, είχε ξαναβρή το θάρρος του κι αντιμετώπιζε το μέλλον με μιαν αποφασιστικήν εμπιστοσύνη. ∆εν αντιμετώπιζε πια την υπόθεση της Πολωνίας (όπως την εποχή που ζούσεν ο πατέρας του) σαν μια υπόθεση δίκαιη αλλ’ άτυχη. Στο βάθος της καρδιάς του είχε εκείνη τη φλεγόμενη πίστη του Πολωνού που δεν συνθηκολογεί ποτέ. […] Ο Σοπέν ένοιωθε πως δεν του έμενε πια τίποτε να κάμη στο Παρίσι. Οι ευγενείς είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, οι φίλοι του είχαν σκορπιστεί στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, και δεν μπορούσε καν να γίνη λόγος για να δώση μαθήματα. Στην πρωτεύουσα δεν αντηχούσε πια καμμιά μουσική. Στο Λονδίνο, η μουσική ζωή, όπως συνήθως, έσφυζε.
Η Καθημερινή, 15 & 17 Μαρτίου 1961

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT