Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία

Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία

Στις αρχές της πρωθυπουργίας του Ανδρέα Παπανδρέου αποτυγχάνει μια προσπάθεια για μείωση της ελληνοτουρκικής έντασης

7' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηδη από τα χρόνια που βρισκόταν στην αντιπολίτευση (1974-1981), το ΠΑΣΟΚ είχε υιοθετήσει μια «σκληρή» και εθνικιστική προσέγγιση ως προς τα ελληνοτουρκικά. Μνημειώδης έχει άλλωστε μείνει η προτροπή του Ανδρέα Παπανδρέου προς την κυβέρνηση Καραμανλή κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1976 να βυθίσει το «Χόρα», το τουρκικό σεισμογραφικό σκάφος που είχε παραβιάσει τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η στάση του ΠΑΣΟΚ πήγαζε αφενός από την ανάγκη του να πολώσει την ελληνική πολιτική σκηνή, ώστε να αναδειχθεί σε βασικό διεκδικητή της εξουσίας, και αφετέρου από την ευρύτερη κοσμοαντίληψη του κόμματος που καθόριζε τις θέσεις του στα λεγόμενα εθνικά θέματα.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως και το Κυπριακό, γίνονταν αντιληπτές μέσα από το πρίσμα της «θεωρίας της εξάρτησης» της χώρας από τα καπιταλιστικά κέντρα της Δύσης και κυρίως από την Ουάσιγκτον. Την εξάρτηση αυτή το ΠΑΣΟΚ δεσμευόταν να τερματίσει και τελικά να αντικαταστήσει με μια «υπερήφανη» και «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, ο αντιαμερικανισμός και ο εθνικισμός του ΠΑΣΟΚ ήταν δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες: το ΝΑΤΟ και η Ουάσιγκτον χρησιμοποιούσαν και ενθάρρυναν τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο ώστε να ελέγχουν την Ελλάδα και να εξυπηρετούν τους στρατηγικούς στόχους τους στο ευρύτερο ψυχροπολεμικό πλαίσιο. Η λογική αυτή επεκτεινόταν και στο Κυπριακό, όπου, σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ, η Δύση είχε ως κύριο στόχο τη διχοτόμηση της νήσου προκειμένου να τη μετατρέψει σε ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» για την προώθηση των «ιμπεριαλιστικών σχεδίων της». Ετσι, ο Παπανδρέου είχε ασκήσει, συστηματικά, δριμεία κριτική στις προσπάθειες ελληνοτουρκικού διαλόγου που έγιναν από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, στη λογική ότι οι τελευταίες ενέδιδαν στις πιέσεις της Δύσης ώστε να εξυπηρετούν τις νατοϊκές στρατηγικές προτεραιότητες στην περιοχή.

Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία-1
Η Λήμνος συχνά αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας

Λίγο πριν από τις εκλογές του 1981, το ΠΑΣΟΚ διακήρυττε ότι έπρεπε να γίνει σαφές τόσο προς την Τουρκία όσο και προς την Ατλαντική Συμμαχία ότι τα ελληνικά χερσαία, εναέρια και θαλάσσια σύνορα δεν είναι διαπραγματεύσιμα: «Διάλογος με την Τουρκία έχει νόημα μόνο στο μέτρο που δεν αφορά παραχωρήσεις απαράγραπτων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. […] Η ειρήνη στο Αιγαίο δεν κατοχυρώνεται με συνεχιζόμενες κατά στάδια υποχωρήσεις απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό». Σύμφωνα με τη λογική του ΠΑΣΟΚ, μια πιο αποφασιστική στάση από την πλευρά της Αθήνας θα μπορούσε να ανακόψει και τη στήριξη που παρείχε η Δύση στην επεκτατική πολιτική της Αγκυρας.

Διακόπτεται ο διμερής διάλογος

Αμέσως μετά τις εκλογές του 1981, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διέκοψε τον ελληνοτουρκικό διάλογο σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών που είχε ξεκινήσει το 1978, επικαλούμενη συνεχείς προκλήσεις από τη μεριά της Τουρκίας. Η κυβέρνηση Παπανδρέου διασαφήνισε ότι ο διάλογος με την Αγκυρα είχε νόημα μόνο στο μέτρο που δεν αφορούσε την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, καθώς και ρυθμίσεις βάσει διεθνών συμφωνιών με τις οποίες είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες ή δικαιοδοσίες στην Ελλάδα. Με τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις των προηγούμενων ετών να έχουν περιστραφεί κυρίως γύρω από τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και του εναέριου χώρου, ήταν σαφές ότι οι διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης άφηναν ουσιαστικά τον ελληνοτουρκικό διάλογο χωρίς αντικείμενο. Πράγματι, οι ελληνοτουρκικές επαφές των ετών 1978-1981 δεν είχαν σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο, αλλά με αυτόν τον τρόπο το ΠΑΣΟΚ έκοβε έναν σοβαρό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών, που στόχο είχε κυρίως να κρατάει τη διμερή ένταση σε διαχειρίσιμα επίπεδα.

Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία-2
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Γιάννης Χαραλαμπόπουλος 

Επίσης, ένα νέο στοιχείο στην ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν ότι η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο θεωρήθηκε από το ΠΑΣΟΚ ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η κυβέρνηση Παπανδρέου φαινόταν να τοποθετεί το Κυπριακό ψηλά στην ελληνική ατζέντα και προσπαθούσε να δείξει ότι ήταν έτοιμη να παίξει έναν πιο ενεργό και αποφασιστικό ρόλο στη λύση του προβλήματος. Η επίσκεψη του Παπανδρέου στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 1982 –η πρώτη Ελληνα πρωθυπουργού μετά το 1974– είχε ως στόχο να περάσει ακριβώς αυτό το μήνυμα. Η επανασύνδεση του Κυπριακού, όμως, με το ευρύτερο πλέγμα των διμερών ελληνοτουρκικών προβλημάτων φαινόταν να προσθέτει άλλη μία εστία έντασης, ανησυχώντας έτσι τους δυτικούς συμμάχους της χώρας και προβληματίζοντας την Αγκυρα. Ταυτόχρονα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δοκιμάζονταν σκληρά και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, το οποίο αναδείχθηκε στο κύριο forum όπου εκδηλωνόταν η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Ζητήματα όπως η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου, ο καθορισμός των επιχειρησιακών ορίων στο Αιγαίο –ζήτημα άμεσα συνδεδεμένο με την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ– και οι προσπάθειες της Αθήνας να αποσπάσει νατοϊκές εγγυήσεις έναντι της τουρκικής επιθετικότητας περιέπλεκαν ακόμη περισσότερο την ήδη βεβαρημένη ελληνοτουρκική ατζέντα.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι ρητορικές εξάρσεις του Παπανδρέου και η τακτική του να καταγγέλλει την Τουρκία –και το στρατιωτικό της καθεστώς, το οποίο διοικούσε τη χώρα μέχρι το 1983– στα διάφορα διεθνή fora ενοχλούσαν ιδιαίτερα την Αγκυρα και αύξαναν τη δυσπιστία της προς την ελληνική κυβέρνηση. Η καχυποψία της τουρκικής στρατιωτικής και πολιτικής ελίτ προς το πρόσωπο του Παπανδρέου θα παρέμενε ένα πάγιο στοιχείο των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Πίσω από την τουρκική ανησυχία κρυβόταν ο φόβος ότι ενδεχομένως η Δύση να έδειχνε μεγαλύτερη ευαισθησία για τις ελληνικές απόψεις, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τον «αντάρτη» Παπανδρέου εντός του δυτικού στρατοπέδου. Ταυτόχρονα, ο ευμετάβλητος χαρακτήρας του Ελληνα ηγέτη δεν απέκλειε και απρόβλεπτες αντιδράσεις από τη μεριά της Ελλάδας όπως η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., κίνηση που η Αγκυρα είχε διακηρύξει επανειλημμένως ότι θεωρούσε casus belli. Ετσι, η Τουρκία απαντούσε στη ρητορική κλιμάκωση του Παπανδρέου στο επιχειρησιακό επίπεδο, εντείνοντας από τα τέλη του 1981 τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.

Το μορατόριουμ για τις προκλήσεις στο Αιγαίο βυθίστηκε γρήγορα

Παρά την κλιμάκωση σε ρητορικό επίπεδο, μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας υποστηρίζει ότι η πολιτική της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια της πολιτικής των προκατόχων της, καθώς στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής έδειξε πραγματισμό χωρίς να απομακρύνεται τελικά από το consensus που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα μετά το 1974 για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Ετσι, ήδη από τον Μάρτιο του 1982, η κυβέρνηση Παπανδρέου αξιοποίησε τα κανάλια επικοινωνίας που είχαν απομείνει με την Τουρκία και πρότεινε την έναρξη μη δεσμευτικού διαλόγου. Ως βασική προϋπόθεση για την έναρξη του διαλόγου η ελληνική πλευρά έθετε τη σύναψη μιας άτυπης συμφωνίας αποφυγής προκλήσεων που στόχο είχε να μειώσει την ένταση και να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Η συμφωνία αυτή που συνήφθη τον Μάρτιο του 1982 ονομάστηκε «μορατόριουμ» (που στα λατινικά σημαίνει αναστολή) από τον Παπανδρέου και «συμφωνία κυρίων» από τους Τούρκους. Στην πράξη, οι δύο πλευρές διατηρούσαν ανέπαφες τις θέσεις τους στα διάφορα διμερή θέματα και δεσμεύονταν να αποφύγουν προκλήσεις που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν τον διάλογο. Γρήγορα φάνηκε ότι η κάθε πλευρά ερμήνευε διαφορετικά το μορατόριουμ και το τι σήμαινε πρόκληση. Η Αγκυρα είχε στον νου της την αποφυγή οποιασδήποτε δραστηριότητας σχετικής με την εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ενώ η Αθήνα αναφερόταν κυρίως στην αναστολή των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο.

Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία-3
Ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Ιλτέρ Τουρκμέν στην Οττάβα για τον ελληνοτουρκικό διάλογο, που τελικά δεν καρποφόρησε.

Ηδη από τη στιγμή της εφαρμογής του το μορατόριουμ είχε αρχίσει να καταστρατηγείται από την Αγκυρα. Τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1982 η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Σάμου, της Λήμνου και της Θάσου, ενώ και η Τουρκία κατήγγειλε την παραβίαση του εναέριου χώρου της Ιμβρου. Παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν στη συνέχιση του μορατόριουμ, νέες τουρκικές παραβιάσεις οδήγησαν στην εξασθένισή του. Παρ’ όλα αυτά φαινόταν ότι οι δύο κυβερνήσεις δεν επιθυμούσαν την περαιτέρω όξυνση της κατάστασης και έπειτα από δύσκολες διαπραγματεύσεις τον Ιούλιο του 1982 συμφώνησαν στη δημοσιοποίηση του περιεχομένου του μορατόριουμ με κοινό ανακοινωθέν. Θα ακολουθούσε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στην Οττάβα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, όπου θα ετίθεντο οι νέες βάσεις του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Πράγματι, η συνάντηση του Οκτωβρίου υπήρξε ελπιδοφόρα, αφού οι δύο υπουργοί, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος και Ιλτέρ Τουρκμέν, συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές τους τον Δεκέμβριο. Μέχρι τότε όμως το μορατόριουμ είχε παύσει να ισχύει. Οι Τούρκοι προχώρησαν σε μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου (23 φορές σε ένα διήμερο) αντιδρώντας στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για τη συμπερίληψη της Λήμνου στον νατοϊκό σχεδιασμό. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, η Αθήνα ανακοίνωσε ότι για την επανάληψη των επαφών θα έπρεπε να προηγηθεί ένα νέο μορατόριουμ, αφού η Ελλάδα δεν μπορούσε να συζητάει τα ευαίσθητα διμερή θέματα υπό την πίεση των τουρκικών προκλήσεων και παραβιάσεων.

Οι Τούρκοι προχώρησαν σε μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου (23 φορές σε ένα διήμερο).

Παρά τον τερματισμό του μορατόριουμ, στις αρχές του 1983 έγιναν νέες προσπάθειες ώστε να επαναληφθεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος, τουλάχιστον για ζητήματα ήσσονος πολιτικής σημασίας. Τον Νοέμβριο του 1983 όμως ήρθε η ανακήρυξη του ψευδοκράτους από τους Τουρκοκυπρίους –οι οποίοι ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από την Αγκυρα– θέτοντας τέρμα σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαλόγου και «παγώνοντας» ουσιαστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα ακολουθούσε έως και την κρίση του 1987 μια περίοδος ενός άτυπου «ψυχρού πολέμου» μεταξύ των δύο χωρών, που έκανε το ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο να μη φαίνεται απίθανο. Ηδη πριν από την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, απόρρητη αναφορά της CIA για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τόνιζε ότι το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου θα έπρεπε «να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη» από την Ουάσιγκτον και τις χώρες του ΝΑΤΟ.

Κοινή συμφωνία, διαφορετική ερμηνεία-4
10.11.1982. Η ελληνική αντίδραση στην ακύρωση νατοϊκής άσκησης στη Λήμνο, στην πρώτη σελίδα της «Κ».

*Ο κ. Ιωάννης Χάλκος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT