Αναστάσιος Παπούλας – Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας

Αναστάσιος Παπούλας – Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας

«Εγώ ήλθον και απέρχομαι! Εις την ιστορίαν απόκειται πλέον να κρίνη το έργον μου…»

αναστάσιος-παπούλας-από-υπερασπιστ-562893535

Ο Αναστάσιος Παπούλας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1857 και ήταν γιος του Σπυρίδωνος Παπούλα, σημαντικού πλοιοκτήτη της εποχής και αγωνιστή του 1821. Κατετάγη ως εθελοντής στον στρατό, προαγόμενος σε υπαξιωματικό και λαμβάνοντας έκτοτε τις προβλεπόμενες προαγωγές. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του υπολοχαγού. Το 1904 μετείχε ως λοχαγός σε αποστολή αξιωματικών στη Μακεδονία για την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα, ενώ την ίδια χρονιά ανέλαβε διευθυντής Χωροφυλακής στην Πάτρα. Η επιτυχία του στην Πάτρα ήταν τέτοια, ώστε στις 24 Ιανουαρίου 1905 τού ανατέθηκε η διοίκηση της Χωροφυλακής στην Αθήνα. Ο Παπούλας αναδιοργάνωσε την υπηρεσία επιβάλλοντας αυστηρή πειθαρχία στη συμπεριφορά των χωροφυλάκων, εξάλειψε πολλές εστίες εγκληματικότητας στην πόλη και έλαβε αυστηρά μέτρα κατά της χρήσης χασίς. Η άτεγκτη στάση του εναντίον της χαρτοπαιξίας (νόμιμης ή παράνομης) ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και συντέλεσε στη δολοφονία του πρωθυπουργού Θεόδωρου ∆εληγιάννη στις 31 Μαΐου 1905 από τον φανατικό χαρτοπαίκτη Αντώνη Γερακάρη.

Στη συνέχεια ο Παπούλας επέστρεψε στις τάξεις του στρατού και μυήθηκε στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, αλλά όταν ξέσπασε η επανάσταση στου Γουδή το 1909, τάχθηκε με την πλευρά της κυβέρνησης, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον βαθμό του συνταγματάρχη, μεταπολεμικά ανέλαβε τη διοίκηση μεραρχίας, ενώ το 1914 ορίστηκε γενικός διοικητής Ηπείρου, αναλαμβάνοντας τη λεπτή αποστολή της επιβολής των όρων του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας στη Βόρεια Ήπειρο, με την εκκένωση της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα. Για το ζήτημα αυτό ήταν και σε άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.

Εθνικός Διχασμός και Νοεμβριανά

Στυλοβάτης της βασιλικής παράταξης στον στρατό.

Από τη γενικότερη πορεία και στάση του έως το 1915, ο Αναστάσιος Παπούλας είχε αποκτήσει κύρος και αίγλη ανάμεσα στους αξιωματικούς ως ένας αυστηρός, αλλά δίκαιος στρατιώτης με απόλυτη αφοσίωση στα στρατιωτικά του καθήκοντα. Κατά τη διάρκεια του Εθνικού ∆ιχασμού, ο Παπούλας συντάχθηκε ανεπιφύλακτα με τη βασιλική παράταξη και αποτέλεσε βασικό στυλοβάτη της στον στρατό. Σε όλο το 1915 ο Παπούλας είχε τη νευραλγική θέση της διοίκησης του Ε΄ Σώματος Στρατού και δεν έμεινε αμέτοχος στις πολιτικές ζυμώσεις της περιοχής του, καθώς προσπάθησε να πείσει ισχυρούς πολιτευτές της να προσχωρήσουν στον αντιβενιζελισμό, ενώ υπάρχουν καταγγελίες ότι προσπάθησε να επηρεάσει την προεκλογική κίνηση στην Ήπειρο υπέρ του Γούναρη και των Εθνικοφρόνων.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-1
Ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας στο Ασαγί Κεπέν [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά].

Το φθινόπωρο του 1916 ο Παπούλας βρέθηκε στην Αθήνα, καθώς ανακλήθηκε προσωρινά από το Ε΄ Σώμα Στρατού μετά από απαίτηση των Ιταλών, επειδή αντιδρούσε στην προέλασή τους στη Β. Ήπειρο. Λίγο πριν από το ξέσπασμα των Νοεμβριανών, ο Παπούλας συναντήθηκε με τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος τον προέτρεψε να ηγηθεί της προσπάθειας για ένοπλη αντίσταση κατά των Γάλλων. Ο Παπούλας ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και συμμετείχε στην οργάνωση και στον εξοπλισμό ομάδων επιστράτων, ενώ προσπάθησε να τους εξυψώσει το ηθικό πριν από την επικείμενη αναμέτρηση, με πατριωτικές παραινέσεις και λόγους. Πάντως, παρά τις φήμες που ακόμη και ο ίδιος υποκινούσε σε ύστερο χρόνο, ο Παπούλας δεν διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τις συγκρούσεις της 18ης Νοεμβρίου, καθώς δεν ηγήθηκε ελληνικής μονάδας είτε εφέδρων είτε επιστράτων, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι και τυπικά δεν είχε καμία αρμοδιότητα επί του πεδίου. Η μόνη του καταγεγραμμένη εμπλοκή ήταν όταν βρέθηκε έφιππος κοντά στο Θησείο με τους αντισυνταγματάρχη Νταλιάνη και ταγματάρχη Λιάπη, παρακολουθώντας τις κινήσεις των ελληνικών τμημάτων. Καθώς ξεχώριζαν στο ύψωμα, δέχθηκαν σφοδρά πυρά από γαλλικό άγημα, με αποτέλεσμα τον θάνατο του Νταλιάνη.

Μετά την αποκλιμάκωση της κατάστασης στην Αθήνα και τη διάλυση των επιστράτων, ο Παπούλας επέστρεψε στο Ε΄ Σώμα Στρατού στην Ήπειρο, αλλά η είδηση της εκθρόνισης του βασιλιά Κωνσταντίνου στις 30 Μαΐου 1917 τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη θέση του και να καταφύγει εσπευσμένα στην Αθήνα. Από εκεί κατέφυγε στην Πελοπόννησο, με πρόθεση να ηγηθεί μιας ένοπλης αντίστασης αντιβενιζελικών πολιτών και επιστράτων, παρά τη φυγή του Κωνσταντίνου. Ο Παπούλας κατέληξε στην Τρίπολη, όπου οργάνωσε κάποιους πυρήνες ενόπλων εκδίδοντας απειλητικές ανακοινώσεις στον τοπικό Τύπο κατά των βενιζελικών, όμως η τελική είσοδος των γαλλικών στρατευμάτων στην Αθήνα τον έπεισε για το άσκοπο της υπόθεσης. Έτσι, ο Παπούλας παραδόθηκε στις βενιζελικές αρχές, αποστρατεύθηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, επειδή φερόταν βάσει καταγγελιών ότι είχε πρωτοστατήσει στα Νοεμβριανά.

Ακόμη και από τη φυλακή, ο Παπούλας με απεσταλμένους του προσπάθησε να διοργανώσει εξεγέρσεις σε μονάδες που επιστρατεύονταν στην Παλαιά Ελλάδα, έχοντας συμβολή στην εξέγερση της Θήβας, που μαζί με αυτήν της Λαμίας ήταν οι δύο σοβαρότερες εστίες αντιβενιζελικής στρατιωτικής ανυπακοής και έφτασαν στα όρια μιας επικίνδυνης στάσης. Στη δίκη που ακολούθησε για τα Θηβαϊκά, ο Παπούλας αρνήθηκε ότι είχε συμμετοχή στην υποκίνηση των στασιαστών, υπογραμμίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε το όνομά του ερήμην του. Παρ’ όλα αυτά καταδικάστηκε σε θάνατο στις 9 Αυγούστου 1919, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε με προσωπική παρέμβαση του Βενιζέλου και ο Παπούλας παρέμεινε κρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ.

Ακόμη και από τη φυλακή, ο Παπούλας με απεσταλμένους του προσπάθησε να διοργανώσει εξεγέρσεις σε μονάδες που επιστρατεύονταν στην Παλαιά Ελλάδα, έχοντας συμβολή στην εξέγερση της Θήβας.

Στις 18 Μαΐου 1919 ξεκίνησε μετά από διαδοχικές αναβολές η δίκη για τα Νοεμβριανά, με κατηγορουμένους όσους φέρονταν από το κατηγορητήριο να είχαν πρωτοστατήσει στα γεγονότα. Κατηγορούμενοι ήταν οι Κωνσταντίνος Έσλιν, Σπυρίδων Μερκούρης, Ιωάννης Σαγιάς, Κωνσταντίνος Κωνσταντινόπουλος, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Ιγγλέσης και ο Αναστάσιος Παπούλας. Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας όχι μόνο δεν ενοχοποίησαν τον Παπούλα, αλλά αντίθετα ο υποστράτηγος Ευθύμιος Τσιμικάλης έφτασε να τον χαρακτηρίσει «λευκό στρατιώτη που είχε την εμπιστοσύνη όλου του στρατεύματος». Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείχθηκε ότι ο Παπούλας δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στις μάχες των Νοεμβριανών, ούτε είχε καμία συμμετοχή στις ακρότητες εναντίον των βενιζελικών που έγιναν στις 19 Νοεμβρίου. Στην απολογία του ο Παπούλας περιέγραψε λεπτομερώς τις κινήσεις του κατά το διήμερο των Νοεμβριανών, απορρίπτοντας κάθε υπόνοια ενεργού συμμετοχής του, αλλά υπογράμμισε ότι ορθώς η κυβέρνηση και ο στρατός αρνήθηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 17 Ιουνίου 1919, καταδικάζοντας σε θάνατο τους Έσλιν, Μερκούρη, Σαγιά και Πεσμαζόγλου (ερήμην), τον Κωνσταντινόπουλο σε 10 έτη φυλάκιση, τον Ιγγλέση σε 5 έτη, ενώ αθώωσε τον Παπούλα, που όμως παρέμεινε φυλακισμένος καθώς εκκρεμούσαν εις βάρος του άλλες κατηγορίες.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-2
Γάλλοι στρατιώτες στην Ακρόπολη στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού [Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)].

Η αθώωση του Παπούλα, προσώπου που λόγω της φανατικής φιλοβασιλικής στάσης του έως τότε συγκέντρωνε τη μήνι των βενιζελικών, αποτέλεσε ένα αληθινό σοκ για την ηγεσία τους. Αν και από την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε η μειωμένη συμμετοχή του Παπούλα στα γεγονότα, ήταν οφθαλμοφανές ότι σε σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορουμένους είχε πέσει στα μαλακά λόγω της στρατιωτικής του ιδιότητας, καθώς η έδρα του στρατοδικείου αποτελούνταν κυρίως από στρατιωτικούς. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλης ζήτησε εξηγήσεις από τον εισαγγελέα της έδρας, Ιωσήφ Κούνδουρο, για τη δικαστική απόφαση και αυτός απολογούμενος επικαλέστηκε τη σύνθεση της έδρας, που είχε και (κρυφούς) αντιβενιζελικούς στρατιωτικούς.

Αρχιστράτηγος στη Στρατιά Μικράς Ασίας

Εξαιρετικός ως στρατιώτης, αλλά χωρίς επιτελικά και διοικητικά προσόντα.

Μετά τον απρόσμενο θρίαμβο των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920, ο Αναστάσιος Παπούλας απελευθερώθηκε από τις φυλακές Αβέρωφ μετά από λαϊκή εισβολή κατά τη διάρκεια των μετεκλογικών πανηγυρισμών των αντιβενιζελικών, ενώ οι διαδηλωτές τον μετέφεραν στους ώμους τους στο κέντρο των Αθηνών, πανηγυρίζοντας. Η συνέχεια ήταν εξίσου θριαμβευτική για τον Παπούλα, καθώς στις 22 ∆εκεμβρίου 1920 ο υπουργός Στρατιωτικών ∆ημήτριος Γούναρης τον όρισε αρχιστράτηγο στη Στρατιά Μικράς Ασίας στη θέση του βενιζελικού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, που παραιτήθηκε. Η τόσο σημαντική αυτή απόφαση, που έμελλε να βαρύνει ακόμη και στο τελικό αποτέλεσμα της ίδιας της εκστρατείας, ελήφθη από τον Γούναρη με βάση πολιτικά κριτήρια και όχι στρατιωτικά. Ο Παπούλας, αν και εξαιρετικός ως στρατιώτης, με επιβλητικό παρουσιαστικό και πολεμική εμπειρία, δεν είχε τα απαιτούμενα επιτελικά και διοικητικά προσόντα για την υψηλή αυτή θέση. Έτσι, επικουρικά ορίστηκε ως επιτελάρχης της Στρατιάς Μικράς Ασίας ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, ενώ παρέμεινε διευθυντής του Γραφείου Επιχειρήσεων ο συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης, ώστε να καλύπτουν τις ελλείψεις του. Σύμφωνα με τον Άγγλο πρόξενο Sir Henry Lamb, ο Παπούλας ήταν αρχιστράτηγος μόνο κατ’ όνομα, καθώς υποστήριζε σχεδόν τυφλά τις υποδείξεις των επιτελών του, που ήταν και οι πραγματικοί διοικητές.

Η επιλογή Παπούλα, πάντως, είχε και σημαντικά ευεργετικά αποτελέσματα για τη στρατιά, που βρισκόταν σε επικίνδυνο αναβρασμό, καθώς αποκαταστάθηκε ακαριαία η στρατιωτική πειθαρχία που είχε διασαλευτεί σοβαρά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επίσης, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο Παπούλας ακολούθησε μια ήπια πολιτική συμφιλίωσης μεταξύ των αξιωματικών και αποκατέστησε, έστω προσωρινά, την εσωτερική τους ενότητα. Ακολούθησε όμως η αποτυχημένη ελληνική επίθεση του Μαρτίου για την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, που κλόνισε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στο πρόσωπο του Παπούλα και έγινε πρόταση στον Ιωάννη Μεταξά να τον αντικαταστήσει. Ο Μεταξάς σε δύο διαδοχικές δραματικές συναντήσεις με τον Γούναρη και τους κυβερνητικούς του επιτελείς απέρριψε την πρόταση και ως εκ τούτου η κυβέρνηση αποφάσισε να διατηρηθεί ο Παπούλας στη θέση του, καθώς θεωρήθηκε ασύμφορη η αντικατάστασή του.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-3
Κιουτάχεια, 8 Ιουλίου 1921. Ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας με επιτελείς του [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά].

Οι αποτυχημένες επιχειρήσεις του Μαρτίου περιέπλεξαν το μικρασιατικό ζήτημα, φέρνοντας την κυβέρνηση ενώπιον αδιεξόδου, το οποίο αποφάσισε να λύσει με νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο Παπούλας αντιλαμβανόταν τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησης προς το πρόσωπό του λόγω των αποτυχημένων επιχειρήσεων του Μαρτίου και τον Απρίλιο του 1921, σε επίσκεψη του Γούναρη στο μέτωπο, έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση της κυβέρνησης, που όμως δεν έγινε αποδεκτή.

Η κυβέρνηση αποφάσισε την άμεση ενίσχυση της Στρατιάς Μικράς Ασίας με πόρους, εφόδια και στρατιώτες με νέα επιστράτευση, προέβη στην έκδοση εσωτερικού δανείου αξίας 625 εκατομμυρίων δρχ., ενώ για μια τόσο κρίσιμη εκστρατεία αποφασίστηκε να επιστρατευθεί και η μάλλον συμβολική παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου στο μέτωπο. Ταυτόχρονα υλοποιήθηκε η μερική ανασύσταση του παλαιού Γενικού Επιτελείου (∆ούσμανης, Στρατηγός) υπό την τυπική ηγεσία του βασιλιά Κωνσταντίνου, που θα επέβλεπε τις επιχειρήσεις. Ο Παπούλας ήταν εναντίον της ανασύστασης, καθώς αυτή εύλογα θα δημιουργούσε συγκρούσεις και σύγχυση αρμοδιοτήτων, ενώ ήταν αντίθετος και με τη χρησιμοποίηση του βασιλιά, καθώς αυτή μοιραία θα πρόδιδε την κρισιμότητα των επιχειρήσεων τόσο στον εχθρό όσο και στην εσωτερική κοινή γνώμη. Λόγω της θέσης του ο Παπούλας δεν μπορούσε να αντιδράσει και για τον λόγο αυτόν τελικά δεν έφερε καμία αντίρρηση στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

Λόγω της θέσης του ο Παπούλας δεν μπορούσε να αντιδράσει και για τον λόγο αυτόν τελικά δεν έφερε καμία αντίρρηση στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

Στο επόμενο δίμηνο η Στρατιά Μικράς Ασίας προέβη σε πυρετώδεις προετοιμασίες, έγινε νέα επιστράτευση στο εσωτερικό, ενώ συγκεντρώνονταν συνεχώς γιγαντιαίες ποσότητες προμηθειών στη Σμύρνη. Όταν όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη επίθεση, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 30 Μαΐου 1921, όπου του έγινε θερμή υποδοχή. Στη συνέχεια ο βασιλιάς προέδρευσε στις 3 Ιουνίου σε στρατιωτικό συμβούλιο στο Κορδελιό, όπου συμμετείχαν, εκτός του Παπούλα, οι Πάλλης, Σαρηγιάννης, καθώς και οι υποστράτηγοι ∆ούσμανης και Στρατηγός. Στο συμβούλιο παρουσιάστηκε το σχέδιο των επιχειρήσεων για την κατάληψη της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, που προέβλεπε δύο ταυτόχρονες κυκλωτικές κινήσεις στα πλευρά της τουρκικής διάταξης, ώστε αυτή να κυκλωθεί και να εκμηδενιστεί. Από τις αναλύσεις των σχεδίων είχε γίνει φανερό ότι, παρά την ελληνική αριθμητική υπεροχή, ο αγώνας δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς ο αντίπαλος κατείχε οχυρές θέσεις, έχοντας υπεροχή σε Ιππικό και Πυροβολικό. Επίσης, οι ελληνικές δυνάμεις ήταν διαιρεμένες σε δύο ομάδες κρούσεως, έχοντας 150 χλμ. ορεινού όγκου μεταξύ τους, ενώ και η επικοινωνία μεταξύ τους δεν θα ήταν συνεχώς εφικτή. Ο αντίπαλος βρισκόταν κοντά στις βάσεις ανεφοδιασμού του, είχε μικρότερο μέτωπο να υπερασπιστεί, ενώ είχε στη διάθεσή του σιδηροδρομική γραμμή και οδικό δίκτυο που θα του επέτρεπε γρήγορες εσωτερικές μετακινήσεις μονάδων.

Ο βασιλιάς, κατεχόμενος από αγωνία, κάλεσε τον Παπούλα σε συνέντευξη δύο ημέρες μετά το συμβούλιο, ζητώντας τη γνώμη του για την επιχείρηση. Ο Παπούλας προέβλεψε ότι, αν και ο αγώνας προβλεπόταν τραχύς και δύσκολος, ο ελληνικός στρατός θα νικούσε λόγω του ενθουσιασμού των στρατιωτών του.

Η ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου και αρχικά εξελίχθηκε πολύ θετικά για τους Έλληνες, που σημείωσαν απανωτές μεγάλες νίκες και καταλήψεις στρατηγικών θέσεων, αλλά στις 2 Ιουλίου η επιβράδυνση της επίθεσης του Β΄ Σώματος Στρατού έθεσε σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση, πανικοβάλλοντας τον αρχιστράτηγο και το επιτελείο του. Τελικά, μετά από σκληρούς αγώνες και μεγάλες τοπικές νίκες σε δύσβατα και ορεινά μέρη, οι ελληνικές δυνάμεις διέσπασαν το τουρκικό μέτωπο, καταλαμβάνοντας διαδοχικά το Αφιόν Καραχισάρ στις 30 Ιουνίου, την Κιουτάχεια στις 4 Ιουλίου και το Εσκί Σεχίρ στις 6 Ιουλίου, και εξαναγκάζοντας τους Τούρκους σε υποχώρηση πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο. Στις 8 Ιουλίου 1921 εξαπολύθηκε μια επικίνδυνη, απρόσμενη αντεπίθεση των Τούρκων εναντίον του Γ΄ Σώματος Στρατού στο αριστερό της ελληνικής παράταξης, που αποκρούστηκε χάρη στην έγκαιρη εμφάνιση επί του πεδίου της 1ης Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας του Ιππικού, ενώ ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του ενημερώθηκαν για το σοβαρό αυτό επεισόδιο εκ των υστέρων.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-4
Μάιος 1921. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στο θωρηκτό «Λήμνος», ταξιδεύονταςπρος τη Σμύρνη [Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα].

Όμως η υποχωρούσα τουρκική στρατιά κατάφερε να ξεφύγει από τον ελληνικό κλοιό, καθώς η δεξιά πτέρυγα της ελληνικής παράταξης δεν κατάφερε εγκαίρως να κυκλώσει τον υποχωρούντα εχθρό από τον νότο, όπως προέβλεπε το ελληνικό σχέδιο. Σύμφωνα με τον Παπούλα, η αποτυχία κύκλωσης προήλθε από κολοσσιαία σφάλματα κάποιων Ελλήνων διοικητών επί του πεδίου, «[…] οίτινες, ως απεδείχθη, ουχί άμοιροι πολέμου ήσαν, αλλά και της στοιχειώδους ψυχραιμίας εστερούντο διά να οδηγήσωσιν θαραλλέοι τον ανδρείον και αδάμαστον εκείνον Στρατόν εις την πραγμάτωσιν των σκοπών του»i.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιτυχία του ελληνικού στρατού ήταν μεγάλη, καθώς είχε ενοποιηθεί το ελληνικό μέτωπο, κατείχε μια νέα πολύ ισχυρότερη γραμμή άμυνας, με τους τρεις βασικούς της κόμβους να ενώνονται με σιδηροδρομική γραμμή. Χιλιάδες αιχμάλωτοι καθώς και αρκετό στρατιωτικό υλικό του εχθρού έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και δόθηκε η γενική εντύπωση ότι ο αντίπαλος είχε δεχθεί συντριπτικά χτυπήματα. Η ελληνική στρατιά είχε μικρές σχετικά απώλειες (75 αξιωματικοί και 1.416 οπλίτες νεκροί), ενώ το ηθικό του στρατεύματος εξυψώθηκε. Ο Αναστάσιος Παπούλας έσπευσε να ανακοινώσει τα νικηφόρα αποτελέσματα της ελληνικής επίθεσης στον βασιλιά και στην κυβέρνηση, ενώ με την ημερήσια διαταγή της 7ης Ιουλίου 1921 επαίνεσε τα ηρωικά κατορθώματα και τις θυσίες των στρατιωτών του, ζητώντας τους να είναι μεγαλόφρονες και να μην κηλιδώσουν με πράξεις σκληρότητας την περιφανή και ένδοξη νίκη τους.

Οι συνεννοήσεις με την Άμυνα Κωνσταντινούπολης

Η προσέγγιση με τους βενιζελικούς, οι ταλαντεύσεις, η αλλαγή πορείας και η παραίτηση.

Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Σαγγαρίου τον Αύγουστο του 1921, η κατάσταση στη Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν ανησυχητική, καθώς, σύμφωνα με αναφορά του Παπούλα προς την κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1922, οι στρατιώτες αντιμετώπιζαν με δυσαρέσκεια την παραμονή τους στο μέτωπο υπό κακές καιρικές συνθήκες. Στο ίδιο έγγραφο ο αρχιστράτηγος απαιτούσε από την κυβέρνηση επειγόντως νέους οικονομικούς πόρους, ενισχύσεις σε στρατιώτες, ανταλλακτικά για τα τροχοφόρα των υπηρεσιών της στρατιάς και αύξηση των εναέριων μέσων, έτσι ώστε η στρατιά να είναι σε θέση να αποκρούσει τυχόν εχθρική επίθεση το καλοκαίρι.

Η αποτυχία της εκστρατείας στον Σαγγάριο και το διαφαινόμενο αδιέξοδο είχαν ενεργοποιήσει την ηγεσία της βενιζελικής Άμυνας Κωνσταντινούπολης, που την αποτελούσαν φανατικοί βενιζελικοί αξιωματικοί οι οποίοι είχαν αυτομολήσει από το μέτωπο μετά την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο. Ομοίως στη Σμύρνη αναπτύχθηκε η οργάνωση Μικρασιατική Άμυνα με σαφή βενιζελικό προσανατολισμό, παρά τις περί του αντιθέτου υπερκομματικές δημόσιες διακηρύξεις της. Η κυβέρνηση είχε απόρρητες πληροφορίες ότι οι ντόπιοι σχεδίαζαν ένα βενιζελικό κίνημα στη Σμύρνη ήδη από τον Ιανουάριο του 1922. Ο βενιζελικός χαρακτήρας του μελετώμενου κινήματος είχε επισημανθεί και από τον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Ν. Τριανταφυλλάκο, ο οποίος προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι το κίνημα θα οδηγούσε σε εμφύλιο. Άλλωστε η ίδια η ονομασία των δύο οργανώσεων παρέπεμπε στη βενιζελική Άμυνα Θεσσαλονίκης του 1916 και φανέρωνε τις διαθέσεις των μελών τους, ενώ φαίνεται ότι ο Γούναρης είχε λεπτομερή ενημέρωση για τις δραστηριότητες των δύο αυτών βενιζελικών οργανώσεων (ΕΛΙΑ, Αρχείο ∆ημητρίου Γούναρη, αταξινόμητο, έγγραφο 23ης Απριλίου 1922). Αλλά και οι Άγγλοι, που γνώριζαν λεπτομερώς τις ζυμώσεις αυτές, επιβεβαίωναν ότι ο χαρακτήρας της Μικρασιατικής Άμυνας δεν ήταν υπερκομματικός, αλλά καθαρά βενιζελικός, με πρόθεση ανατροπής του Κωνσταντίνου και των αντιβενιζελικών.

Οι δύο οργανώσεις βρίσκονταν από τις αρχές του 1922 σε επαφές με βενιζελικούς αξιωματικούς του μετώπου όπως ο Πλαστήρας, προετοιμάζοντας ένα στρατιωτικό κίνημα κατά των αντιβενιζελικών. Ο Αλέξανδρος Ζάννας αποκάλυψε με άρθρο του στο Βήμα το 1959 ότι είχε επισκεφθεί τον Μάρτιο του 1921 τη Σμύρνη και είχε συναντηθεί μυστικά με τον Πλαστήρα προετοιμάζοντας το μετέπειτα κίνημα του Σεπτεμβρίου του 1922. Στις 14 Ιανουαρίου 1922, οι εκπρόσωποι των βενιζελικών στην Κωνσταντινούπολη (Σπανούδης, Stavridis, Ιασωνίδης), χάρη στην υποστήριξη του Βενιζέλου, είχαν συναντηθεί με ανώτατους Άγγλους αξιωματούχους εκθέτοντας τα σχέδιά τους για ένα βενιζελικό κίνημα στη Σμύρνη. Η οργάνωση πλησίασε τον Παπούλα στη Σμύρνη τον Φεβρουάριο του 1922 και του πρότεινε την αρχηγία του κινήματος που θα έσωζε τον μικρασιατικό ελληνισμό από την καταστροφή. Ο Παπούλας κολακεύτηκε από την πρόταση, η οποία συνοδευόταν από πολλές εγκωμιαστικές αναφορές στο πρόσωπό του, και δέχθηκε. Ακολούθως, οι Σαρηγιάννης και Σκυλακάκης, ως εκπρόσωποι του Παπούλα, μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και μετείχαν σε συσκέψεις με τον νέο βενιζελικό πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη και με βενιζελικούς ιθύνοντες για να οργανωθεί καλύτερα το μελετώμενο κίνημα.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-5
Ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας σε πλoίο με επιτελείς του [Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα].

Αλλά οι αντιβενιζελικοί αντιμετώπισαν με εχθρότητα τη Μικρασιατική Άμυνα, την οποία αντιλαμβάνονταν ως εξωθεσμικό όχημα επιστροφής των βενιζελικών στην εξουσία, στο πρότυπο της Άμυνας Θεσσαλονίκης. Έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος στην Καθημερινή: «Ενθυμούμεθα την βενιζελικήν Άμυναν και τα βενιζελικά κινήματα, τα οποία ήρχιζαν πάντοτε με εν κήρυγμα εθνικόν, όπως το κίνημα του Θερίσσου και το κίνημα της Θεσσαλονίκης, και κατέληγον πάντοτε εις μίαν ανατροπήν του Ιθύνοντος καθεστώτος και μίαν εγκατάστασιν βενιζελικής δικτατορίας».

Ο Παπούλας όμως αμφιταλαντευόταν, καθώς έβλεπε ότι οι κινηματίες δεν είχαν τις απαιτούμενες δυνατότητες που διατυμπάνιζαν, ενώ η κυβέρνηση τον διαβεβαίωσε επίσημα σε σύσκεψη στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 1922 ότι δεν σκόπευε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Έτσι ο Παπούλας με επιστολή του τον Απρίλιο του 1922 ξεκαθάρισε ότι κάθε σχετική πρωτοβουλία χωρίς την αμέριστη υποστήριξη του επίσημου ελληνικού κράτους δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας, η πολιτική βενιζελική χροιά ενός κινήματος ήταν εντελώς ανεπίκαιρη και ζήτησε να προσφέρουν όλες τις δυνατότητες που είχαν προς υποστήριξη της προσπάθειας που ήδη γινόταν. Επίσης ο Παπούλας στα μέσα Απριλίου εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση διαψεύδοντας όλες τις φήμες για ζυμώσεις στις οποίες δήθεν συμμετείχε, ενώ δήλωσε απολύτως πιστός στις διαταγές της κυβέρνησης.

Ο βασικός λόγος αποτυχίας των συνωμοσιών ήταν οι πενιχρές έως ανύπαρκτες δυνατότητες που υπήρχαν, καθώς ήταν λίαν αμφίβολο αν η Μικρασιατική Άμυνα μπορούσε να παρατάξει πάνω από 22.000 ενόπλους, ενώ μια επιστράτευση στην Κωνσταντινούπολη δεν θα πρόσφερε πάνω από 7.000 ενόπλους. Ο ίδιος ο ∆αγκλής στην επιστολή του στον Βενιζέλο παραδεχόταν τις δυσκολίες που παρουσίαζε το εγχείρημα και στήριζε τις ελπίδες του στη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης και στην εθελοντική παραμονή στρατιωτών του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Ο Νικόλαος Θεοτόκης τηλεγράφησε στον Παπούλα ήδη από τον Μάρτιο ότι η συζήτηση να αναλάβει τον αγώνα μια ανεπίσημη ιδιωτική οργάνωση όταν θα έχει αποτύχει ο ελληνικός στρατός και το επίσημο ελληνικό κράτος στερείται σοβαρότητας, αλλά και ο Curzon ξεκαθάρισε ότι δεν σκόπευε να στηρίξει ένα τέτοιο κίνημα, καθώς το θεωρούσαν ανεφάρμοστο και απατηλό.

Οι συνεννοήσεις Παπούλα με τη βενιζελική Μικρασιατική Άμυνα αλλά και οι φήμες εις βάρος του για οικονομικές ατασθαλίες στις προμήθειες της στρατιάς είχαν οδηγήσει την κυβέρνηση σε σκέψεις αντικατάστασής του. Τελικά ο Παπούλας υπέβαλε την παραίτησή του στις 12 Μαΐου 1922 –με τη δικαιολογία ότι τον καταλάμβανε το όριο ηλικίας–, την οποία έσπευσε αμέσως να αποδεχθεί η κυβέρνηση.

Η απρόσμενη μεταπήδηση στον βενιζελισμό

Μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των Έξι, αλλά και κατηγορούμενος για ατασθαλίες στις προμήθειες της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Μετά την αποστράτευση και την επιστροφή του στην Αθήνα, τον Μάιο του 1922, ο Παπούλας βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τον Ιωάννη Μεταξά, με τον οποίο άλλωστε είχαν επαφές από την εποχή του Εθνικού ∆ιχασμού, προσφέροντας την πλήρη στήριξή του στη νέα πολιτική του κίνηση. Μάλιστα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Μεταξάς προόριζε τον Παπούλα για υπουργό Στρατιωτικών, αν τελικά σχημάτιζε κυβέρνηση. Το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1922 ανέτρεψε όλους τους σχετικούς σχεδιασμούς και ο Παπούλας ανέλαβε την επικοινωνία μεταξύ της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και των κινηματιών που βρίσκονταν στο Λαύριο, ενώ οι αντιβενιζελικοί τον κατηγόρησαν εκ των υστέρων ότι με τη στάση του ευνόησε τους κινηματίες. Η εμφάνιση του Παπούλα ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη των Έξι, αλλά κατεξοχήν στη δίκη του πρίγκιπα Ανδρέα που ακολούθησε, τον κατέστησε το πλέον μισητό πρόσωπο για τον αντιβενιζελισμό, ο οποίος θεωρούσε τη συμπεριφορά του Παπούλα ως προδοσία εις βάρος της παράταξης που τον ανέδειξε.

Ο ίδιος δεν περιορίστηκε μόνο στην επιβαρυντική παρουσία του στις δίκες, αλλά το δεύτερο εξάμηνο του 1924 ξεκίνησε μια εκτεταμένη αρθρογραφία στη βενιζελική εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, με την οποία θεωρητικά προσπάθησε να δώσει την ιστορική μαρτυρία του για τους λόγους που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρακτικά η αρθρογραφία ήταν μια αδέξια προσπάθεια του Παπούλα απόσεισης κάθε ευθύνης από τους ώμους του κυρίως για την αποτυχία της εκστρατείας στον Σαγγάριο, με τη μερική ενοχοποίηση της κυβέρνησης και του αντιβενιζελισμού γενικότερα. Η αρθρογραφία αυτή προκάλεσε έναν ποταμό απαντητικών δημοσιεύσεων από αντιβενιζελικούς αξιωματικούς, όπως ο απόστρατος Αλέξανδρος Γαβαλιάς, οι οποίοι αναιρούσαν τους ισχυρισμούς του Παπούλα αλλά και τον επιτιμούσαν για τη στάση του.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-6
Εσκί Σεχίρ, 18 Ιουλίου 1921. Ο διάδοχος Γεώργιος (σε πρώτο πλάνο δεξιά) με τον αρχιστράτηγο Παπούλα (στο βάθος) και τους επιτελείς του [Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα].

Καθώς το ζήτημα πήρε διαστάσεις και λόγω της δημοσίευσης της μελέτης του Ξενοφώντα Στρατηγού Η Ελλάς εν Μικρά Ασία το 1925, η οποία καταλόγιζε ευθύνες στον Παπούλα σε πολλά ζητήματα, ο Παπούλας αποφάσισε να συνεργαστεί με τον βενιζελικό δημοσιογράφο Ιωάννη Πασσά για μια πιο λεπτομερή και συνολική αποτίμηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν η έκδοση του βιβλίου Η αγωνία ενός Έθνους, τον ∆εκέμβριο του 1925, με συγγραφέα τον Πασσά, που πάντως ουσιαστικά απηχούσε σε απόλυτο βαθμό τις απόψεις του Παπούλα, όπως άλλωστε αναφέρεται και στο εξώφυλλό του. Στη μελέτη αυτή, που περιλάμβανε πλήθος πρωτότυπων εγγράφων, ο Παπούλας υποστήριξε ότι τόσο αυτός όσο και οι Πάλλης και Σαρηγιάννης είχαν εκφράσει αντιρρήσεις για την ασφάλεια της επιχείρησης προς την Άγκυρα, την οποία τελικά επέβαλλαν η κυβέρνηση και ο Ξενοφών Στρατηγός. Επίσης η μελέτη θεωρούσε βασικό υπεύθυνο της αποτυχίας της εκστρατείας προς την Άγκυρα τον πρίγκιπα Ανδρέα, διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, ο οποίος δεν πειθάρχησε στις διαταγές που έλαβε και εγκατέλειψε τον τομέα του. Για την τελική κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, ο Παπούλας θεωρούσε υπεύθυνο τον Χατζανέστη, λόγω της απόφασής του να αποσύρει στρατεύματα από το μέτωπο για μια επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης. Τέλος, από τις κατηγορίες του Παπούλα δεν γλίτωσε ούτε ο Ιωάννης Μεταξάς, τον οποίο κατηγόρησε ότι όλο το 1922 καιροσκοπούσε περιμένοντας να επέλθει η καταστροφή ώστε να αναλάβει την εξουσία και τη συνολική ηγεσία του αντιβενιζελισμού.

Με την κίνησή του αυτή, ο Παπούλας έκαψε και τις τελευταίες γέφυρες με την παλαιά του παράταξη, προσχωρώντας οριστικά στον βενιζελισμό και στην αβασίλευτη δημοκρατία. Ο Παπούλας προσπάθησε να τηρήσει κάποιες ισορροπίες υποστηρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε θύμα του περιβάλλοντός του, αλλά ουσιαστικά αποκήρυξε συνολικά τον αντιβενιζελισμό χρεώνοντάς του την Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι χαρακτηριστικό δε το γεγονός ότι ο Παπούλας απέστειλε ένα αντίτυπο του βιβλίου του στον Βενιζέλο που βρισκόταν στο Παρίσι με θερμή αφιέρωση, το οποίο εντάχθηκε στην βιβλιοθήκη του τελευταίου.

Την ίδια εποχή, το 1925, ήρθαν στο φως στοιχεία για μεγάλες οικονομικές ατασθαλίες στις προμήθειες του στρατού στη Μικρά Ασία και αρκετοί αξιωματικοί της επιμελητείας παραπέμφθηκαν σε δίκες. Σε μία εξ αυτών, οι κατηγορούμενοι υπέδειξαν τον πρώην αρχιστράτηγο Παπούλα ως υπεύθυνο για την έγκριση προμηθειών μεγάλων ποσοτήτων κρέατος και ζάχαρης σε τιμές που ζημίωσαν κατά πολύ το ελληνικό ∆ημόσιο (μόνο για τη ζάχαρη το ∆ημόσιο φέρεται να ζημιώθηκε περίπου 250.000 δρχ.). Ακόμη χειρότερα, μάρτυρες πιστοποίησαν ότι ο Παπούλας όχι μόνο γνώριζε για τις καταχρήσεις, αλλά τις κάλυψε, υπογράφοντας ο ίδιος τις σχετικές συμβάσεις, ενώ τουλάχιστον δύο ακόμη μεγάλες ζημιογόνες συμβάσεις έγιναν με απευθείας ανάθεση σε συγγενή του.

Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο εισαγγελέας της δίκης στην αγόρευσή του εξέφρασε την απορία γιατί μετά την κατάθεσή του ο Παπούλας δεν βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Ο ίδιος ο Παπούλας παρουσιάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτών των προμηθειών, υποστηρίζοντας ότι έβαλε ως προτεραιότητα τον γρήγορο ανεφοδιασμό της στρατιάς και επικαλούμενος την πενία του ως πρόσθετη απόδειξη της ακεραιότητάς του. Από την ακροαματική διαδικασία, όμως, ανατράπηκαν οι ισχυρισμοί του, καθώς οι ανάδοχοι που επιλέχθηκαν μάλλον καθυστέρησαν να παραδώσουν τις προμήθειες, ενώ φάνηκε ότι ήταν ευχερής μια πιο αντικειμενική διαδικασία ανάθεσης, που θα γλίτωνε το ∆ημόσιο από σπατάλες, ενώ δεν θα εμπόδιζε τον έγκαιρο και απρόσκοπτο εφοδιασμό της στρατιάς.

Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο εισαγγελέας της δίκης στην αγόρευσή του εξέφρασε την απορία γιατί μετά την κατάθεσή του ο Παπούλας δεν βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τελικά δεν ασκήθηκε καμία σχετική δίωξη, καθώς ο Παπούλας είχε ήδη απαλλαχθεί από κάθε ευθύνη με απαλλακτική απόφαση του Β΄ Σώματος Στρατού.

Το πρώτο εξάμηνο του 1926, ο Παπούλας συμμετείχε σε συνωμοσίες για την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου. Η πρώτη σχετική σύσκεψη έγινε τον Μάρτιο και, εκτός από τον Παπούλα, συμμετείχαν οι Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος και Θεόδωρος Μανέτας. Κατά την ανάλυση της κατάστασης, έγινε αμέσως αντιληπτό ότι οι επίδοξοι κινηματίες μπορούσαν να παρασύρουν ελάχιστες μονάδες σε εξέγερση και πάντως οποιαδήποτε ενέργεια θα είχε πολύ μικρές πιθανότητες επιτυχίας απέναντι στα ∆ημοκρατικά Τάγματα, που στήριζαν τη δικτατορία ως πραιτωριανοί της. Πολλοί από τους παρισταμένους πρότειναν τότε τη μύηση των διοικητών των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων, αλλά ο Παπούλας παρατήρησε εύλογα ότι, αν τα Τάγματα συμμετείχαν στο κίνημα ανατροπής, τότε η διάδοχη κατάσταση θα παρέμενε δέσμιά τους.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-7
Αθήνα, 2 Μαρτίου 1935. Συλλαλητήριο αντιβενιζελικών την επομένη της εκδήλωσης του κινήματος. Οι διαδηλωτές περιφέρουν απαγχονισμένο ομοίωμα του Ελευθ. Βενιζέλου [Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα].

Αποφασίστηκε η επικοινωνία με τον Πλαστήρα μέσω του δημοσιογράφου Ιωάννη Πασσά, που μετέφερε επιστολές των παρισταμένων στη Σερβία, αφού κατάφερε να ξεφύγει από την παρακολούθηση των πρακτόρων της ειδικής ασφάλειας. Οι συνωμοσίες αυτές οδήγησαν στο κίνημα Καρακούφα-Μπακιρτζή στις 9 Απριλίου 1926, το οποίο κατέρρευσε αυθημερόν, αφού ήταν άσχημα προετοιμασμένο, ενώ ο Παπούλας τελικά συνελήφθη τον Ιούλιο, καθώς βρέθηκε επιστολή που τον ενέπλεκε σε συνωμοσίες κατά του παγκαλικού καθεστώτος.

Μετά την πτώση του Πάγκαλου, ο Παπούλας απελευθερώθηκε αμέσως και, όταν εμφανίστηκε εκ νέου ο Βενιζέλος στο πολιτικό προσκήνιο, τον Μάρτιο του 1928, τον υποστήριξε ανοιχτά κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα που ακολούθησε. Μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία, το καλοκαίρι του 1928, ο Παπούλας τού έστειλε συγχαρητήρια επιστολή για τις επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική. Αργότερα ζήτησε από τον πρωθυπουργό με επιστολή του να τοποθετηθεί πρόεδρος του Μετοχικού Ταμείου, επικαλούμενος την κακή του οικονομική κατάσταση. Τη βενιζελική τετραετία μέχρι το 1932, ο Παπούλας σύχναζε στα γραφεία της εφημερίδας Ημερήσιος Τύπος, συνεργαζόμενος με τον Ιωάννη Πασσά και αρθρογραφώντας για στρατιωτικά ζητήματα με σαφή φιλοβενιζελικό προσανατολισμό.

Από το κίνημα του 1935 στο εκτελεστικό απόσπασμα

Παρασκηνιακές ενέργειες, έριδες και στασιαστική δράση του βενιζελικού κόσμου.

Οι προετοιμασίες για την εκδήλωση ενός βενιζελικού στρατιωτικού κινή­ματος ανατροπής της αντιβενιζελικής κυβέρνησης Τσαλδάρη είχαν ξεκινήσει ήδη από το καλοκαίρι του 1933, λίγο μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου. Σε δύο διαδοχικές συσκέψεις προσωπικοτήτων του βενιζελισμού υπό τον ίδιο τον Βενιζέλο αποφασίστηκε η σταδιακή μύηση όλων των βενιζελικών αξιωματικών σε μια μυστική στρατιωτική οργάνωση κατά τα πρότυπα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο Αλέξανδρος Ζάννας ανέλαβε να κάνει τις απαιτούμενες βολιδοσκοπήσεις, οι οποίες απέφεραν γρήγορα καρπούς, καθώς πολλοί αξιωματικοί εντάχθηκαν στην οργάνωση είτε για ιδεολογικούς είτε για άλλους λόγους. Σύμφωνα με μεταγενέστερη σχετική επιστολή του Βενιζέλου, φαίνεται ότι οι μυημένοι ανώτεροι εν ενεργεία αξιωματικοί ήταν τουλάχιστον επτακόσιοι.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-8
10 Μαρτίου 1935. Δυνάμεις του στρατού στους στύλους του Ολυμπίου Διός, λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση του κινήματος [AP Photo].

Στις αρχές του 1934 ιδρύθηκε η Πανελλήνια ∆ημοκρατική Άμυνα, με πρόεδρο τον Αναστάσιο Παπούλα και βασικό πολιτικό σύμβουλο τον Περικλή Αργυρόπουλο. Σε αυτήν εντάχθηκαν όσοι αξιωματικοί είχαν αποστρατευτεί για συμμετοχή στο ημερήσιο κίνημα Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου 1933, όπως οι Λεωνίδας Σπαής, Ηλίας ∆ιάμεσης και Μιλτιάδης Κοιμήσης, αλλά και πολλοί υψηλόβαθμοι εν ενεργεία αξιωματικοί. Η οργάνωση ίδρυσε επιτροπές σε όλη την Ελλάδα και το επίσημο καταστατικό τους προσδιόριζε ότι η αποστολή τους ήταν η «διαφώτησις και διαπαιδαγώγησις του λαού προς τας ∆ημοκρατικάς Αρχάς» και η «δια παντός νομίμου τρόπου υπεράσπισις του ∆ημοκρατικού πολιτεύματος» (Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Αναστάσιου Κεραμειανίδη, Φάκελος 09/055, Καταστατικό της Πανελληνίου ∆ημοκρατικής Άμυνας Αιγίνης). Η οργάνωση όμως έπασχε οικονομικά, καθώς οι εισφορές που συγκέντρωνε από τα μέλη της δεν επαρκούσαν για να συντηρηθεί, και ο Παπούλας ενημέρωσε τον Βενιζέλο τον Νοέμβριο του 1934 ότι, αν δεν του καταβάλλονταν άμεσα 30.000 δρχ., η οργάνωση θα ανέστειλε τις δραστηριότητές της.

Ήδη από το καλοκαίρι του 1932, με παρασκηνιακή πρωτοβουλία του Βενιζέλου, είχε δημιουργηθεί και η οργάνωση ∆ημοκρατική Άμυνα, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Κανάρη και ισχυρό μέλος της τον απόστρατο Βασίλειο Ντερτιλή, με κύρια αποστολή την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μεταξύ των δύο οργανώσεων, που συχνά συγχέονται στη βιβλιογραφία λόγω της παραπλήσιας ονομασίας τους, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός και κακοπιστία, καθώς γίνονταν συνεχώς προσπάθειες οι δύο οργανώσεις να συγχωνευτούν υπό την γενική αρχηγία της πρώτης.

Σε όλη την περίοδο μέχρι το κίνημα του 1935, ο Παπούλας βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον Βενιζέλο. Έτσι, στις 22 Οκτωβρίου 1934, ο Παπούλας ανήγγειλε με επείγον τηλεγράφημά του στον Βενιζέλο τη σύλληψη του επίδοξου δολοφόνου του Καραθανάση, ενώ τον ∆εκέμβριο του 1934 τον προειδοποίησε να μην έρθει στην Αθήνα, καθώς θα βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1934, ο Παπούλας έκανε συχνές περιοδείες στις βόρειες επαρχίες της χώρας υπέρ της προστασίας της ∆ημοκρατίας, συνοδευόμενος από απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς και ξεσηκώνοντας τις διαμαρτυρίες των αντιβενιζελικών πολιτών των περιοχών, οι οποίοι χαρακτήριζαν εμπρηστική και προκλητική την παρουσία του. Ο Βενιζέλος με επιστολές του ζητούσε κατά καιρούς τη βοήθεια του Παπούλα σε ζητήματα που ανέκυπταν, ενώ του είχε εκφράσει και την ευαρέσκειά του για την έντονη δράση του.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-9
Θεσσαλονίκη, 13 Μαρτίου 1935. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Κονδύλης επιθεωρεί στρατιωτικά τμήματα λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση του κινήματος, στην καταστολή του οποίου συνέβαλε αποφασιστικά [AP Photo].

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι βενιζελικοί συνωμότες ήταν η ανομοιογένεια και οι διαφορετικές επιδιώξεις των συμμετεχουσών ομάδων, κατάσταση που μοιραία δημιουργούσε διενέξεις και επεισόδια μεταξύ τους.

Στο σοβαρότερο επεισόδιο όλων, πρωταγωνίστησε ο Παπούλας, καθώς υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Ζάννας ενημέρωσε την κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1934 για το επικείμενο βενιζελικό κίνημα. Το ζήτημα έλαβε διαστάσεις και έφτασε μέχρι τον ίδιο τον Βενιζέλο στην Κρήτη, ενώ ο Γονατάς πήρε το μέρος του Ζάννα, αποκλείοντας να έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Τελικά, ο Παπούλας ανασκεύασε τους ισχυρισμούς του, το περιστατικό διευθετήθηκε, αλλά είχε ήδη δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στις τάξεις των κινηματιών, που πλέον αλληλοϋποβλέπονταν. Επίσης, με επιστολή του στον Πλαστήρα, ο Ζάννας κατηγόρησε τον Παπούλα ως βασικό υπεύθυνο πίσω από τις προσπάθειες σπίλωσής του.

Η ακροαματική διαδικασία απέδειξε ότι οι Παπούλας και Κοιμήσης συμμετείχαν στην οργάνωση ανατρεπτικών ενεργειών αλλά δεν είχαν συμμετοχή στο στρατιωτικό σκέλος του κινήματος.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1935, ο Παπούλας ανήγγειλε στον Βενιζέλο την ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος, ενημερώνοντας για τον συγχρονισμό όλων των οργανώσεων, τη συμμετοχή των μελών της Πανελλήνιας ∆ημοκρατικής Άμυνας σε όλη την Ελλάδα, αλλά και της καθόδου του Πλαστήρα στο Πρίντιζι, ώστε να έρθει στην Ελλάδα και να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος. Τελικά, το πολυαναμενόμενο βενιζελικό κίνημα εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1935, αλλά συνετρίβη, παρά την αρχική επιτυχία του να καταλάβει σχεδόν το σύνολο του στόλου, λόγω κακού συγχρονισμού, αλλά και απουσίας ισχυρών εξεγέρσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το κίνημα εξόργισε τον αντιβενιζελισμό σε σημείο παραφοράς, ενώ ο Γ. Βλάχος ζητούσε ανοιχτά από την Καθημερινή τη δολοφονία του Βενιζέλου. Μετά τη συντριβή του κινήματος, ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων όσων συμμετείχαν σε αυτό, δικάστηκαν 1.130 στρατιωτικοί και ιδιώτες, καταδικάστηκαν 60 σε θάνατο, 57 σε ισόβια δεσμά και άλλοι 705 σε μικρότερες ποινές.

Σε όλη τη διάρκεια του κινήματος, ο Παπούλας, μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη της Πανελλήνιας ∆ημοκρατικής Άμυνας, κρύβονταν καθώς δεν συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα λόγω προχωρημένης ηλικίας, αλλά μετά την οριστική αποτυχία του παραδόθηκαν στις 11 Μαρτίου 1935. Στη δίκη τους τον επόμενο μήνα, η οποία διήρκεσε εννέα συνεδριάσεις, αποδείχθηκε ότι τόσο ο Παπούλας όσο και οι υπόλοιποι ηγέτες της Πανελλήνιας ∆ημοκρατικής Άμυνας βρίσκονταν υπό στενή παρακολούθηση πρακτόρων των Αρχών, ενώ βρέθηκαν ακόμα και επιστολές που αντάλλασσαν. Το σύνολο του σχεδίου εξέγερσης της οργάνωσης βρέθηκε μετά από έρευνα στην οικία του κινηματία Αλκιβιάδη Μπουρδάρα και ενοχοποίησε σχεδόν όλους τους κατηγορουμένους ως συνωμότες. Η δίκη διεξήχθη σε εχθρικό κλίμα για τους κατηγορουμένους, καθώς ο πρόεδρος της έδρας, πτέραρχος Γεώργιος Ρέππας δεν έκρυβε την απέχθειά του γι’ αυτούς. Η ακροαματική διαδικασία απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Παπούλας και Κοιμήσης συμμετείχαν στην οργάνωση ανατρεπτικών ενεργειών βενιζελικών πολιτών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για την ημέρα του κινήματος (που τελικά δεν εκδηλώθηκαν ποτέ), αλλά δεν είχαν συμμετοχή στη μύηση στρατιωτικών και στη γενικότερη εκδήλωση του κινήματος όσον αφορά το στρατιωτικό του σκέλος. Η δικαστική απόφαση της Μεγάλης ∆ευτέρας 22 Απριλίου 1935 καταδίκασε τους Παπούλα και Κοιμήση σε θάνατο και τους έστησε ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος στο πλαίσιο ενός απαίσιου ξεκαθαρίσματος πολιτικών λογαριασμών για την εκτέλεση των Έξι.

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-10
Αθήνα, 2 Απριλίου 1935. Στιγμιότυπο από την καθαίρεση των βενιζελικών αξιωματικών που συμμετείχαν στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 [Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ].

Μετά την έκδοση της απόφασης, τόσο ο Ρέππας όσο και οι Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ∆ημήτριος Μάξιμος και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Ροδόπουλος προσπάθησαν να ματαιώσουν τις εκτελέσεις, ενώ τελικά ο Πεσμαζόγλου παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομικών σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Ο Παναγής Τσαλδάρης απείλησε με παραίτηση αν γίνονταν οι εκτελέσεις, αλλά ο Κονδύλης παρέμεινε αμετάπειστος ως την τελευταία στιγμή και οι δύο απόστρατοι υποστράτηγοι εκτελέστηκαν τη Μεγάλη Τετάρτη 24 Απριλίου 1935 σε θέση κοντά στον συνοικισμό Ζωγράφου.

Κατά τη δραματική στιγμή της εκτέλεσης, ο Παπούλας στάθηκε ευθυτενής ενώπιον των στρατιωτών του εκτελεστικού αποσπάσματος και, βάζοντας την κατακλείδα της ζωής του με τον πλέον αξιοπρεπή τρόπο, τους είπε τα εξής:

«Πρόκειται εντός ολίγου να εκτελέσητε δύο Έλληνας στρατηγούς, οι οποίοι καθ’ όλην την διάρκειαν της στρατιωτικής τους σταδιοδρομίας ετίμησαν τα ελληνικά όπλα και θα εδικαιούντο συνεπώς να πέσουν από σφαίρας εχθρικάς και ουχί αδελφικάς. Σας βεβαιώ ότι η απόφασις του στρατοδικείου υπήρξε σφαλερά και άδικος. Οπωσδήποτε σεις δεν ειμπορείτε παρά να την εκτελέσητε. Ζήτω η Ελλάς. Ζήτω η ∆ημοκρατία!» [Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Αναστάσιου Κεραμειανίδη, Φάκελος 3/001, Σημείωμα που απευθύνεται στον Βενιζέλο από άγνωστο αποστολέα, 27ης Μαΐου 1935].

Αναστάσιος Παπούλας –  Από υπερασπιστής του Στέμματος, μάρτυς της Αβασίλευτης Δημοκρατίας-11
Ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας στην Προύσα το 1921 (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT