Η συγκρότηση της Βαλκανικής Συμμαχίας το 1912 υπήρξε αποτέλεσμα της επενέργειας πολλών παραγόντων, οι οποίοι κατέστησαν δυνατή την προσέγγιση των κυρίαρχων κρατών της Χερσονήσου του Αίμου. Κατ’ αρχάς, το 1907, μετά τη βρετανο-ρωσική προσέγγιση, ήρθησαν οι βρετανικές επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι δύο δυνάμεις προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις στα κύρια ζητήματα που προκαλούσαν τριβές στις σχέσεις τους, με το Ηνωμένο Βασίλειο να μεταβάλει την πολιτική του στην Εγγύς Ανατολή μετά από εκατό περίπου χρόνια σταθερής προσήλωσης στο δόγμα της υποστήριξης της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους των Οθωμανών σουλτάνων.
Η πολιτική του εκτουρκισμού, την οποία εφάρμοσαν οι Νεότουρκοι, εξανέμισε οποιαδήποτε ελπίδα εξέλιξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα κοσμοπολίτικο μοντέρνο κράτος. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της αυτοκρατορίας βίωσαν έντονα την πολιτική των Νεότουρκων, υφιστάμενοι διάφορες μορφές βίας την περίοδο 1908-1912. Επιπλέον, καθοριστικοί παράγοντες για τον συνασπισμό των βαλκανικών κρατών ήταν η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ιταλία στον μεταξύ τους πόλεμο των ετών 1911-1912, καθώς και οι αλβανικές εξεγέρσεις των ετών 1910-1911, οι οποίες απέδειξαν την ύπαρξη ενός αλβανικού εθνικού κινήματος ανταγωνιστικού προς τις διεκδικήσεις της Ελλάδας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου.
Μετά την ήττα της στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο (1904-1905) και την εγκατάλειψη της πολιτικής κυριαρχίας στην Άπω Ανατολή, η Ρωσία επέστρεψε δυναμικά στα Βαλκάνια προωθώντας το πρόγραμμά της. Με ρωσική μεσολάβηση Σερβία και Βουλγαρία κατάφεραν να έρθουν σε συνεννόηση για τον διαμοιρασμό της Μακεδονίας σε περίπτωση ξεσπάσματος πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, έγιναν προσπάθειες για τη βελτίωση των σχέσεων και της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, οι οποίες την προηγούμενη περίοδο βρίσκονταν σε παρατεταμένη κρίση εξαιτίας της ένοπλης διαμάχης στη Μακεδονία. Σημαντικό ρόλο στη βελτίωση του κλίματος έπαιξε ο δημοσιογράφος των Times James Bourchier, φίλος τόσο του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου όσο και του Βούλγαρου ομολόγου του Ιβάν Γκέσοφ.
Ο Βενιζέλος είχε αντιληφθεί την αποτυχία της πολιτικής των Νεότουρκων ήδη από το φθινόπωρο του 1909, όταν διέμενε στην Κρήτη. Σε άρθρα του τόνιζε την ανάγκη συγκρότησης ενός συνασπισμού των βαλκανικών κρατών προκειμένου «να τεθή το ταχύτερον τέρμα εις την εν Ευρώπη τουρκικήν εξουσίαν». Τον Απρίλιο του 1911 προσκάλεσε μια ομάδα Βούλγαρων φοιτητών και καθηγητών πανεπιστημίου να επισκεφθούν την Αθήνα και να έρθουν σε επαφή με Έλληνες συναδέλφους τους, ενώ τον Φεβρουάριο του 1912 ο διάδοχος Κωνσταντίνος επισκέφθηκε τη Σόφια για να παραστεί στις εκδηλώσεις για την ενηλικίωση του διαδόχου Βόριδος.
Τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1912, Βουλγαρία και Σερβία υπέγραψαν συνθήκη φιλίας και συμμαχίας. Τις διαπραγματεύσεις κατηύθυναν οι Ρώσοι πρεσβευτές στο Βελιγράδι και τη Σόφια. Σύμφωνα με το μυστικό παράρτημα της συνθήκης, οι δύο χώρες όφειλαν να ζητήσουν τη συγκατάθεση της Ρωσίας για την κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Μάιο ακολούθησε η υπογραφή και στρατιωτικής σύμβασης μεταξύ των δύο χωρών, η οποία είχε αντιοθωμανική και αντιαυστριακή αιχμή.
Ο Βενιζέλος εκτιμούσε πως η Ελλάδα έπρεπε να συμμετάσχει στην κυοφορούμενη Βαλκανική Συμμαχία. Ακόμη και χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας, τα δύο βαλκανικά κράτη ήταν αποφασισμένα να κηρύξουν τον πόλεμο στην Υψηλή Πύλη. Σε περίπτωση νίκης τους, τα σύνορα της Ελλάδας θα παρέμεναν για πάντα καθηλωμένα στον Αλιάκμονα. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον «ατυχή» πόλεμο του 1897, η Βουλγαρία υποτιμούσε το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεών της, εμφορούμενη η ίδια από ηγεμονικό σύνδρομο στην ευρύτερη περιοχή. Ο Γκέσοφ ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός στις συζητήσεις του για τη σύναψη κάποιας συμφωνίας, παραβλέποντας τα μεγάλα άλματα που είχε πραγματοποιήσει η Ελλάδα σε επίπεδο εξοπλισμών και εκσυγχρονισμού του στρατεύματος.
Τον Μάιο, Βούλγαροι και Σέρβοι αξιωματικοί παρακολούθησαν γυμνάσια των ελληνικών δυνάμεων στην Τανάγρα. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 16/29 Μαΐου 1912, ο Έλληνας πρέσβης στη Σόφια Δημήτριος Πανάς υπέγραψε με τον Γκέσοφ μια συνθήκη αμυντικού χαρακτήρα. Η συνθήκη προέβλεπε γενικά την αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σκόπιμα δεν περιλήφθηκε αναφορά σε διανομή εδαφών στη Μακεδονία. Ο Βενιζέλος γνώρισε πως η περίληψη κάποιου όρου για τη Μακεδονία θα οδηγούσε σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις, καθώς οι Βούλγαροι θα έθεταν ζήτημα Θεσσαλονίκης. Όπως αποδείχθηκε στην πράξη, ορθά εκτιμούσε πως το εδαφικό θα λυνόταν στο πεδίο των μαχών και οποιαδήποτε συζήτηση εκ των προτέρων θα δημιουργούσε προβλήματα αντί να προσφέρει λύσεις. Συν τοις άλλοις, μια οριοθέτηση των ελληνικών και των βουλγαρικών ζωνών επιρροής προϋπέθετε την επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη Βουλγαρική Εξαρχία.
Οι εξελίξεις του καλοκαιριού του 1912 επιτάχυναν την κήρυξη πολέμου εκ μέρους των βαλκανικών κρατών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, η οθωμανική παρουσία στην Ευρώπη περιορίστηκε στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης