Τις Κυριακές παίρνω τα βουνά, όσο συχνότερα μπορώ. Κάθε Κυριακή που δεν περιέχει περπάτημα στο βουνό είναι λιγάκι χαμένος χρόνος, ακόμα κι αν έχω περάσει καλά, ακόμα κι αν με ελεύθερη βούληση επέλεξα να κάνω κάτι άλλο. Και αντίστροφα: ακόμα κι αν έχει μικρή διάρκεια, ακόμα και με βροχή ή με κούραση, καμιά κυριακάτικη βόλτα στο βουνό δεν με έχει ποτέ απογοητεύσει. Όσο μάλιστα γερνάω, η επιθυμία μου για τα βουνά μεγαλώνει. Πρόκειται, φυσικά, για μια συνάντηση με την παιδική ηλικία – σε ένα άλλο επίπεδο αυτή τη φορά. Πώς το λέει ο Έλιοτ στο «East Coker»; «Στο ξεκίνημά μου είναι το τέλος μου». Ισχύει και αντιστρόφως. Μεγαλώνοντας, ξαναβρίσκω μια παλιά καλή συνήθεια που τη χρωστώ στον πατέρα μου, αλλά και στον παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου.
Δεν είναι βέβαια εδώ το μέρος να μιλήσει κανείς για το βουνό και για το περπάτημα στο βουνό. Για την απόλαυση και την ανακούφιση που προσφέρει στην ψυχή και στο σώμα, για τον τρόπο που γεμίζει την μπαταρία όσο τίποτε άλλο. Εδώ το θέμα είναι η Κυριακή. Η Κυριακή, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μου λυδία λίθος για πολλά πράγματα. Δείξε μου την Κυριακή σου, να σου πω ποιος είσαι. Ιδίως για όποιον εμπίπτει διαζευκτικά ή σωρευτικά στις κατηγορίες «εργαζόμενος» και «οικογενειάρχης», η σχέση με την ακανόνιστη αυτή μέρα αποκαλύπτει πολλά για τις κανονικότητες. Ούτε και γι’ αυτά έχει νόημα να γίνει κανείς εδώ πολύ αναλυτικός. Είναι ευκόλως εννοούμενα και χιλιοειπωμένα. «Γιορτή» από τη μια (έστω και κοντή), «συννεφιασμένη» από την άλλη. Την ποθείς και τη φοβάσαι.
Όταν κάτι το ποθείς και το φοβάσαι ταυτόχρονα, υπάρχει ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα να ακολουθήσεις: εκείνο του Οδυσσέα με τις Σειρήνες. Και να απολαύσεις, και να μην καταστραφείς. Και να κάνεις την υπέρβαση, και να μη χαθείς στον δρόμο της γοητείας. Κάπως έτσι λειτουργεί το περπάτημα στο βουνό. Φεύγεις, πιάνεις τον στόχο, είσαι αλλού, αλλά επιστρέφεις. Ανεβαίνεις και μετά κατεβαίνεις. Πηγαίνεις προς τα σύννεφα πατώντας πολύ πολύ γερά στη γη. Προσέχεις κάθε λεπτομέρεια γύρω σου με τις αισθήσεις τεταμένες, μα το μυαλό γλιστρά και σε μια μακρινή αφήγηση. Περπατάς με τον πατέρα στο Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’70 και ακούς ιστορίες από τον Παρνασσό της δεκαετίας του ’40. Περπατάς (πάντοτε τη δεκαετία του ’70) με τον παππού στο Βέρμιο, ανάμεσα στις φυλλοβόλες οξιές, και τον φαντάζεσαι να σκαρφαλώνει ανάμεσα στα αειθαλή έλατα του ορεινού Πόντου πριν από μισό αιώνα. Τον φαντάζεσαι, από τα λίγα που γνωρίζεις, γιατί εκείνος δεν θέλει να θυμάται φωναχτά. Αλλά φυσικά θυμάται περπατώντας, θυμάται βουβά, και εσύ το γνωρίζεις, χωρίς ακόμα να το ξέρεις. Άλλωστε και ο πατέρας σου θυμάται πολύ περισσότερα από όσα λέει. Κι εσύ, με τη σειρά σου, λες στα παιδιά ιστορίες ανεβαίνοντας, αλλά η πραγματική ιστορία είναι τα ίδια τα βήματά σου. Αυτή που γράφεις με τα πόδια σου. Όταν, τώρα, έχεις γράψει λίγη ιστορία την Κυριακή, σε βρίσκει έτοιμο και παρηγορημένο η Δευτέρα.
Το παράδειγμα του Οδυσσέα προϋποθέτει συντρόφους που θυσιάζουν τη δική τους απόλαυση. Τον δένουν στο κατάρτι, βουλώνουν τα αυτιά τους, τον υφίστανται αλύγιστοι να τους εκλιπαρεί. Δεν είναι τόσο τραγικά, τόσο περιπετειώδη τα πράγματα τις δικές μου Κυριακές. Και είναι οπωσδήποτε αντίστροφα ως προς τους συντρόφους. Με ελεύθερους συντρόφους έμαθα τα βουνά. Ο ελεύθερος σύντροφος είναι πάντοτε προϋπόθεση για τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης. ■
* Η Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια. Tον Δεκέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε aπό τις εκδόσεις Πατάκη η τελευταία συλλογή της, με τίτλο «Μαζί τ’ ακούγαμε».