Λίγες ημέρες πριν από τη sold out συναυλία στο Ηρώδειο, ο Ιταλός σταρ μιλάει αποκλειστικά στο «Κ» για τη λαχτάρα του να επιστρέψει στην Ελλάδα, τον γιο του και ανερχόμενο μουσικό Ματέο, την αξία της σιωπής, αλλά και για όσα έμαθε μεγαλώνοντας στην εξοχή του γενέθλιου τόπου του.
Μιλάει ήρεμα, αλλά με μια χαρακτηριστική «γλύκα». Όταν αναφέρεται σε πρόσωπα και πράγματα που είναι κοντά στην καρδιά του, το πρόσωπό του φωτίζεται και οι λέξεις βγαίνουν μέσα από ένα διακριτικό, αυθεντικό χαμόγελο. Το ίδιο χαμόγελο θα πλημμυρίσει το Ηρώδειο στις 11 Σεπτεμβρίου, στη sold out συναυλία του Ιταλού τενόρου. Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί στην Αθήνα, για μία και μοναδική εμφάνιση, φιλανθρωπική, όπως και αυτή τη φορά, ήταν το 2010. Και τότε τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί σε χρόνο-ρεκόρ. Μια όμορφη ιστορία επαναλαμβάνεται.
Τι μπορείς να περιμένεις πηγαίνοντας στο σπίτι του Αντρέα Μποτσέλι για να του πάρεις συνέντευξη; Εγώ, τουλάχιστον, δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς θα ήταν όλα, από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η κατοικία του στο Φόρτε ντέι Μάρμι, ένα από τα πιο γνωστά θέρετρα στα παράλια της Τοσκάνης, αντικατοπτρίζει απόλυτα τον ιδιοκτήτη της· σε ύφος, σε στιλ, σε διακόσμηση, στα πάντα. Τόσο στους εξωτερικούς όσο και στους εσωτερικούς χώρους δεν βλέπεις καμία περιττή πολυτέλεια, καμία ατέλεια, καμία «παραφωνία».
Συνειδητοποίησα ότι ο χώρος δεν μου ήταν εντελώς ξένος. Θυμήθηκα ότι τον είχα ξαναδεί στο βιντεοκλίπ του «Perfect Symphony», του ντουέτου που ο Αντρέα Μποτσέλι τραγούδησε με τον Εντ Σίραν. Αναγνώρισα το δωμάτιο με το πιάνο και το σαλόνι με τους τοίχους που είναι καλυμμένοι με ελάχιστα έργα τέχνης, καθώς δεν αφήνουν αρκετό χώρο οι φωτογραφίες με προέδρους των ΗΠΑ, εστεμμένους και θρησκευτικούς ηγέτες, κορνιζαρισμένες επιστολές από σημαντικές προσωπικότητες και, βέβαια, οι αμέτρητοι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι.
Παίζοντας πιάνο στο σπίτι του στο Φόρτε ντέι Μάρμι, με ένα ποτήρι κρασί δίπλα του, αναφορά στις πλούσιες οινικές καταβολές της οικογένειάς του.
Η δική του Ελλάδα
Αλήθεια, τι σημαίνει η Ελλάδα για τον Αντρέα Μποτσέλι; Έβλεπα, καταλάβαινα ότι υπήρχε κάποια ιδιαίτερη σημασία, οπότε δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω. «Η Ελλάδα έχει τεράστια σημασία για την Ευρώπη και τον κόσμο. Είναι η γενέτειρα της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της κωμωδίας και, βέβαια, της τραγωδίας. Για μένα προσωπικά, όμως, σημαίνει ακόμα περισσότερα. Κάθε ευκαιρία να βρεθώ στην Ελλάδα είναι για μένα ένα προνόμιο. Και κάθε φορά περιμένω να έρθει η στιγμή με χαρά και λαχτάρα, με τα ίδια συναισθήματα που νιώθουμε όταν πρόκειται να ξαναβρεθούμε με παλιούς αγαπημένους φίλους. Και αναφέρομαι βεβαίως σε όλους τους –πολλούς– Έλληνες φίλους μου, αλλά λίγο περισσότερο σε δύο πολύ κοντινούς μου ανθρώπους, τον Γιώργο και την Ασπασία Λεβέντη, ιδρυτές του IFG (International Foundation for Greece), μιας πολύ δραστήριας φιλανθρωπικής οντότητας που όχι μόνο προάγει τον ελληνικό πολιτισμό στο εξωτερικό, αλλά και στηρίζει ενεργά τους συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη».
Το ξέρω, ήταν λίγο αναμενόμενη η ερώτηση, αλλά δεν μπόρεσα να μην του την κάνω. Γιατί ήταν πραγματική μου απορία ποιο από όλα τα ντουέτα που έχει τραγουδήσει (από την Ariana Grande έως τον Λουτσιάνο Παβαρότι) θα ξεχώριζε και αν υπάρχει κάποιο ντουέτο που του έχει μείνει «απωθημένο». Η απάντησή του, ωστόσο, με εντυπωσίασε. «Το πάντρεμα δύο φωνών είναι ένα στοίχημα, μια πρόκληση που μπορεί τελικά να μετουσιωθεί σε μια ευτυχή αλχημεία, σε μια συνάντηση ψυχών. Όταν δύο φωνές, ειδικά αν προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς κόσμους, “δένονται” μαζί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μαγικό. Εγώ έμαθα κάτι από κάθε έναν από τους συναδέλφους μου με τους οποίους τραγούδησα μαζί – από κάποιους, μάλιστα, έμαθα πραγματικά πολλά. Όσο για το ντουέτο των ονείρων μου, αυτό θα ήθελα πολύ να είναι με τον αείμνηστο δάσκαλό μου, τον μεγάλο μαέστρο Φράνκο Κορέλι».
«Εγώ και ο γιος μου»
Μένοντας στο ίδιο θέμα, η κουβέντα έρχεται στο ντουέτο με τον γιο του, τον Ματέο. Άραγε η σχέση τους έχει πλέον μετουσιωθεί σε αυτήν του μαθητή με τον δάσκαλο; Τον βλέπει ως συνεχιστή του; «Το γεγονός ότι μπορώ να μοιράζομαι τη σκηνή με τον γιο μου είναι μια εξαιρετικά δυνατή εμπειρία και για τους δυο μας, αλλά και ακόμα ένα ανεκτίμητο δώρο που δεν περίμενα ότι θα μου κάνει η ζωή. Ο Ματέο θα βρει τον δρόμο του και θα αναπτύξει το δικό του στιλ. Σίγουρα, από τη στιγμή που ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του, τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα δεν του λείπουν. Ξέρει ήδη ότι η καριέρα του καλλιτέχνη έχει πολλά στοιχεία, κάποια από τα οποία είναι δύσκολα και αρκετά είναι αναπάντεχα. Εγώ θεωρώ ότι το να έχει κανείς ένα διάσημο επώνυμο είναι δίκοπο μαχαίρι· έχει τόσα πλεονεκτήματα όσα και μειονεκτήματα. Ο Ματέο έχει κάτι που δεν διδάσκεται, κι αυτό είναι το ταλέντο. Όμως η αποφασιστικότητα, η σκληρή δουλειά και οι θυσίες θα είναι εξίσου σημαντικές στην πορεία του. Αυτή τη στιγμή είναι είκοσι χρονών και έχει πολλά να μάθει. Πιστεύω όμως ότι το “Fall on me”, το ντουέτο μας, είναι σίγουρα μια καλή αρχή και, δεν μπορώ να μην το ξαναπώ, μια πολύ δυνατή εμπειρία και για τους δυο μας».
Αν κάτι με εντυπωσίασε από την αρχή της συζήτησής μας, αυτό ήταν η φωνή του. Παρότι ήταν εμφανές ότι την ξεκουράζει όταν δεν χρειάζεται να τη χρησιμοποιήσει έως εκεί που φτάνουν τα όριά της, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τη μοιραστεί γενναιόδωρα με τον συνομιλητή του, ακόμα και σε μια κουβέντα. Ακούγοντας λοιπόν τη φωνή που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί «θεϊκή», είχα πραγματικά την περιέργεια να τον ρωτήσω πόσο θεωρεί ότι και η μουσική, αλλά και η φωνή του έχουν εξελιχθεί, έχουν αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου, από την αρχή της πορείας του μέχρι σήμερα. «Κάθε εμφάνιση, κάθε ερμηνεία με βοηθάει να εξελιχθώ, να ωριμάσω, να βελτιωθώ. Η εξέλιξη είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πορείας ενός καλλιτέχνη. Εγώ προσπαθώ συνεχώς να τελειοποιώ τις φωνητικές μου δυνατότητες και να διευρύνω το ρεπερτόριό μου. Πλέον αισθάνομαι ότι έχω επιτύχει να εκφράζομαι μέσα από τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική και στο συναίσθημα της στιγμής. Δεν πρέπει βέβαια να αγνοούμε τη δύναμη της εμπειρίας, που μπορεί να μας αλλάξει και συχνά να μας εκπλήξει, είτε θετικά είτε αρνητικά».
Μεγαλώνοντας στην Τοσκάνη
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω ότι το σκηνικό της συνάντησής μας, η Τοσκάνη, έκανε για μένα αυτή την εμπειρία ακόμα πιο μοναδική, αν αυτό είναι δυνατόν. Και μπορεί το σπίτι του να βρίσκεται στα αριστοκρατικά παράλια της περιοχής, σε μικρή απόσταση από την αρχοντική Λούκα, η οποία θεωρείται η πολιτιστική πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής και είναι και η γενέτειρα του Τζάκομο Πουτσίνι, ο Αντρέα Μποτσέλι όμως γεννήθηκε στην καρδιά της αγροτικής υπαίθρου της Τοσκάνης, κάμποσα χιλιόμετρα –και ακόμα περισσότερους «κόσμους»– από εκεί που είναι σήμερα. Τον ρώτησα πώς θεωρεί ότι τον έχει επηρεάσει η καταγωγή του ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. «Νιώθω ότι υπάρχει ένας δυνατός δεσμός ανάμεσα στην αγροτική κουλτούρα του τόπου μου και στις αξίες που προσπαθώ να μεταδώσω μέσα από τα τραγούδια μου. Στην ύπαιθρο της Τοσκάνης οι γονείς μου, αλλά και γενικότερα η κοινότητα μέσα στην οποία μεγάλωσα, με δίδαξαν την αξία της τιμιότητας, της θυσίας για τον συνάνθρωπο, της αγάπης για κάθε τι όμορφο, του σεβασμού προς τους άλλους και προς τη φύση. Πάνω από όλα, όμως, με έμαθαν να είμαι αισιόδοξος. Όταν σκέφτομαι τον τόπο μου, αλλά και γενικότερα τη χώρα μου, καταλαβαίνω πώς και γιατί η αισιοδοξία γίνεται σιγουριά. Εμείς οι Ιταλοί, που μεγαλώνουμε μέσα στην πραγματική ομορφιά (της φύσης, της τέχνης, της γαστρονομίας, του συναισθήματος), παίρνουμε καθημερινά έμπνευση, που μας κρατάει πιο κοντά στο καλό από ό,τι στο κακό…»
Ο Θόδωρος Λέλεκας, συντάκτης του περιοδικού «Οινοχόος» της «Καθημερινής», μαζί με τον Αντρέα Μποτσέλι. Αφορμή της γνωριμίας τους στάθηκε η ενασχόληση της οικογένειας Μποτσέλι με το κρασί, εδώ και περίπου δύο αιώνες, στην περιοχή της Τοσκάνης.
Το Θέατρο της Σιωπής
Εκεί, στο χωριό Λαγιάτικο, στη γενέτειρά του, βρίσκεται και το δικό του θέατρο, το Teatro del Silenzio (το Θέατρο της Σιωπής), το οποίο δημιούργησε ο ίδιος για να φιλοξενεί (μόνο) την ετήσια φιλανθρωπική του συναυλία. Όταν το επισκέφτηκα, ένιωσα ένα πολύ παράξενο, σχεδόν απόκοσμο συναίσθημα. Είναι χτισμένο έτσι ώστε να θυμίζει αρχαίο θέατρο και βρίσκεται στη μέση μιας καταπράσινης πεδιάδας. Εκείνη την ημέρα, ο δυνατός αέρας δημιουργούσε μια μοναδική «μουσική επένδυση» που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ήξερα από πριν ότι το Teatro del Silenzio είναι για τον Αντρέα Μποτσέλι ένα έργο ζωής και ήθελα να μάθω, με τα δικά του λόγια, τα πάντα γι’ αυτό. «Ο τόπος μου, το Λαγιάτικο, εκεί όπου βρίσκεται το Teatro del Silenzio, είναι το μέρος που οι πρόγονοί μου επέλεξαν για να ζήσουν, να εργαστούν και να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους. Το θεωρώ ένα μέρος που αντικατοπτρίζει μια πολύ δυνατή ανθρώπινη πραγματικότητα, όπου μπορείς να βιώσεις ξεκάθαρα και τις τέσσερις εποχές του χρόνου και όπου η σιωπή, όπως και κάθε φωνή της φύσης, γίνεται αισθητή. Όπως λέω συχνά, η σιωπή είναι το καλύτερο εργαλείο περισυλλογής. Στις μέρες μας έχει πλέον γίνει πολυτέλεια, όμως παραμένει ένα πολύτιμο συστατικό της ζωής μας. Πιστεύω ότι είναι άπειρα τα πράγματα που μπορεί να εκφράσει η σιωπή καλύτερα και από την πιο ουσιαστική κουβέντα.
»Το θέατρο που αποφάσισα να αφιερώσω στη σιωπή είναι ένα πολύ ξεχωριστό ανοιχτό θέατρο, καθώς λειτουργεί μόνο μερικές ώρες κάθε χρόνο. Ήταν ένα συναρπαστικό, ίσως βέβαια και λίγο τρελό, στοίχημα να μεταμορφώσουμε ένα πανέμορφο σημείο που βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων που περιβάλλουν το Λαγιάτικο σε έναν θεατρικό χώρο, με τη δέσμευση όμως να μπορεί όλο αυτό να επιστρέφει αμέσως στην αρχική, φυσική κατάστασή του όταν δεν χρησιμοποιείται. Και πράγματι, την επομένη κάθε συναυλίας –και μέχρι να έρθει η επόμενη φορά, σε έναν χρόνο– πρωταγωνιστές αυτού του θεάτρου ξαναγίνονται οι μυρωδιές και η σιωπή της υπαίθρου». Πρόσφατα έλαβε χώρα στο Teatro del Silenzio η 14η ετήσια συναυλία, με τίτλο «Ali di Liberta» (Τα φτερά της ελευθερίας) και, για μία ακόμη χρονιά, η επιτυχία της ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Η αξία της ταπεινότητας
Όταν κάποια στιγμή καθίσαμε στο πιάνο και συνεχίσαμε την κουβέντα μας, με μουσική υπόκρουση το κομμάτι που ξεκίνησε να παίζει και απολαμβάνοντας ένα ποτήρι από το Chianti του οινοποιείου που έχει η οικογένειά του στην περιοχή από τα μέσα του 19ου αιώνα, σκέφτηκα πόσα εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον πλανήτη θα έδιναν τα πάντα για να κάθονται εκείνη τη στιγμή στη θέση μου. Και μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να τον ρωτήσω ποια συμβουλή θα έδινε, αν μπορούσε, σε όλους αυτούς τους θαυμαστές του, με βάση την εμπειρία του. Εκείνος χαμογέλασε και έσκυψε ταπεινά το κεφάλι πριν μου απαντήσει. «Ούτε μπορώ ούτε θεωρώ ότι είμαι αρμόδιος να δίνω συμβουλές. Αυτό που μπορώ να κάνω, όμως, είναι να ανατρέξω στην εμπειρία μου και να εκφράσω το πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει η πίστη στη ζωή μου και πόσο πολύτιμο δώρο τη θεωρώ. Ένα δώρο το οποίο μου δίνει δύναμη κάθε μέρα. Επίσης, αν κάτι με έχει μάθει η ζωή, είναι ότι δεν πρέπει να τα παρατάμε ποτέ και να πιστεύουμε πάντα στις δυνατότητές μας. Πιστεύω στην ταπεινότητα, στην αποφασιστικότητα και στην τιμιότητα, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και πιστεύω στον άνθρωπο που έχω απέναντί μου. Τέλος, θεωρώ φοβερά σημαντική τη συνέπεια στην οικογενειακή, στην επαγγελματική, στην καθημερινή ζωή, δηλαδή ό,τι κάνουμε να πηγάζει από τις αρχές και τις αξίες μας. Και σε τελική ανάλυση, σημασία δεν έχουν τα λόγια, αλλά τα έργα».
Ραντεβού στην Αθήνα
Όταν τελείωσε η μουσική και το κρασί, δώσαμε τα χέρια και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την Αθήνα. Με ξεπροβόδισε, αν και είχε ήδη καθυστερήσει για την επόμενη υποχρέωση της ημέρας του. Στην πόρτα, μου είπε: «Κάθε μέρα που μου χαρίζει ο καλός Θεός συμβαίνουν πράγματα, μικρά ή μεγάλα, από τα οποία παίρνω μαθήματα ή και συναισθήματα. Δεν αφήνω ούτε μία μέρα να περάσει που να μην Τον ευχαριστήσω για το μοναδικό προνόμιο που λέγεται ζωή. Όσο για την καριέρα μου, υπάρχουν τόσα μέρη στον κόσμο με ευκαιρίες να γνωρίσω –μέσα ή έξω από τον χώρο της συναυλίας– την αγάπη του κόσμου, που πραγματικά μου ανοίγει την καρδιά. Ένα από αυτά τα μέρη είναι σίγουρα η Ελλάδα, και αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που ανυπομονώ να ξαναέρθω στη χώρα σας!». ■