«Πρέπει να δούμε και να αγαπήσουμε καλά τον τόπο μας! Πρέπει να αγαπήσουμε όλα όσα είναι δικά μας· τους ανθρώπους, τα σπίτια, το τοπίο, τα δέντρα μας, ακόμα και τα πιάτα και τα κανάτια μας! Όλα αυτά να τα δούμε προσεκτικά. Έτσι θα ανακαλύψουμε ό,τι ελληνικό υπάρχει σε αυτά – κι αυτό που θα δώσουμε με μια τέτοια όραση θα ’ναι ασφαλώς δικό μας», σημείωνε κάποτε ο ζωγράφος Νίκος Νικολάου. Σχολαστικός παρατηρητής του αιγινήτικου τοπίου και της αιγινήτικης καθημερινότητας, τα αποτύπωνε στο χαρτί ή στον καμβά από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και μέχρι το τέλος της ζωής του, εξελίσσοντας τη ματιά του.
Δεν γνωρίζουμε με ποια αφορμή ο Υδραίος στην καταγωγή και σημαντικός πρεσβευτής της γενιάς του ’30 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αίγινα, είναι όμως βέβαιο ότι γοητεύτηκε αμέσως από το εκτυφλωτικό της φως και προστέθηκε στην παρέα των καλλιτεχνών και διανοουμένων (Νίκος Καζαντζάκης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Βουρλούμης, Γιάννης Παππάς) που βρήκαν σε αυτήν το καταφύγιό τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Νικολάου ακολούθησε το παράδειγμα του συμφοιτητή του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και φίλου του, Χρήστου Καπράλου, και αγόρασε μια έκταση 2,5 στρεμμάτων στην περιοχή Πλακάκια. Άρχισε να χτίζει σιγά σιγά το σπίτι του και το 1964 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί, μεταφέροντας το εργαστήριό του. Λίγα χρόνια μετά, θα πείσει και τον αδελφικό του φίλο Γιάννη Μόραλη να πράξει το ίδιο.
Για πολλά χρόνια η κατοικία του Νίκου Νικολάου και της Αγγέλας Ζουμπουλάκη αποτέλεσε τόπο συνάντησης της καλλιτεχνικής και πνευματικής ελίτ της εποχής. «Στο σπίτι υπήρχαν καλεσμένοι κάθε βράδυ», θυμάται ο ανιψιός του, αρχιτέκτονας Θοδωρής Ζουμπουλάκης. «Ο Ελύτης, όπως και ο Μόραλης, είχαν μια ρουτίνα που δεν την “έσπαγαν” εύκολα. Περνούσαν από το εργαστήριο του θείου μου, έβλεπαν όλοι μαζί τη δύση του ηλίου, έτρωγαν και συζητούσαν. Μετά και τον θάνατο της Αγγέλας Ζουμπουλάκη, το κτήμα παραμένει κλειστό. Σκέφτηκα να ανακαινίσω κάποια από τα σπιτάκια που υπήρχαν στην έκταση, με σκοπό να ξαναδώσω ζωή στο κτήμα, αλλά και να προσφέρω τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίσουν μια ιδιοκτησία με ενδιαφέρουσα ιστορία και μοναδική ατμόσφαιρα», επισημαίνει ο αρχιτέκτονας καθώς με περιμένει μπροστά από ένα γλυπτό του Μόραλη, το οποίο η Πέγκυ Ζουμπουλάκη είχε δωρίσει στον Δήμο Αίγινας. Το έργο έχει πλέον τοποθετηθεί απέναντι από την ιδιοκτησία του Νικολάου, υπενθυμίζοντας τους στενούς δεσμούς των δύο αντρών.
Χαρακτηριστική γωνιά του κήπου.
Το σπίτι χτίστηκε αυθόρμητα
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της έκτασης και, πλέον, των Studios Nikolaou είναι η θέση τους. Η θέα προς τη δύση, τα γύρω νησιά και την Επίδαυρο είναι εκπληκτική. Η θάλασσα είναι σε πρώτο πλάνο. Ο κήπος, επίσης, συμβάλλει καταλυτικά στην αίσθηση ηρεμίας που εισπράττεις ήδη από τα πρώτα βήματα. Φιστικιές, ελιές, κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι και εσπεριδοειδή περιβάλλουν με αρώματα και χρώμα την κύρια κατοικία και τα επιμέρους κτίσματα. «Η κύρια κατοικία δεν έχει λογική ροή», μου εξηγεί ο αρχιτέκτονας καθώς περνάμε από το περίφημο πέτρινο πεζούλι όπου γίνονταν οι πολύωρες συζητήσεις της γενιάς του ’30. «Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή το σπίτι χτίστηκε αυθόρμητα, χωρίς κάποιο σχέδιο. Αρχικά ολοκληρώθηκε το μπροστινό τμήμα του κύριου όγκου και, όσο αυξάνονταν οι ανάγκες του καλλιτέχνη, γίνονταν και οι απαραίτητες προσθήκες προς την πίσω πλευρά του κτήματος».
Τα πέτρινα κτίσματα, με τα παντζούρια στους γήινους τόνους, που υπάρχουν πλευρικά του μεγάλου κτίσματος εξυπηρετούσαν διαφορετικές χρήσεις. Το ένα ήταν αποθήκη, το άλλο ήταν ένα ατελιέ στο οποίο έκανε ο Νικολάου τις διάσημες νωπογραφίες του (fresco), κάποια ήταν ξενώνες για φίλους, αλλά και για τα ανίψια του. «Τα καλοκαίρια μου μέχρι και την εφηβεία τα έχω συνδέσει με την Αίγινα και με αυτό το σπίτι», προσθέτει ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης. Καθώς προχωράμε, συναντάμε στον δρόμο μας μια γάτα με σταχτί τρίχωμα να μας κοιτάζει θαρρετά. «Οι γάτες ήταν πάντα ευπρόσδεκτες εδώ, ο θείος μου είχε σαράντα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο σημείο τριβής με τη θεία μου και η καθημερινή τους μουρμούρα», με ενημερώνει και χαμογελάει πλατιά. «Σηκώνονταν κάθε πρωί, πήγαιναν στην αγορά και τους αγόραζαν αφρόψαρα, όμως στις μεγάλες γιορτές, όπως το Πάσχα ή τον Δεκαπενταύγουστο, ο Νικολάου τις κέρναγε μπαρμπούνια. Ό,τι αγαπούσε το φρόντιζε, όμως εμείς, τα παιδιά, θυμόμαστε περισσότερο τα γέλια που κάναμε με τις αντιδράσεις της θείας».
Άποψη από τα πέτρινα σπιτάκια: η παλιά κασέλα συνδυάζεται με νέα έπιπλα. Στον τοίχο, φωτογραφία του Θοδωρή Ζουμπουλάκη.
Οι πέτρες της Επιδαύρου
Καθώς εισερχόμαστε στο «Ρόδι», το σπιτάκι που κάποτε φιλοξενούσε τα τρία ανίψια του καλλιτέχνη, ο κ. Ζουμπουλάκης διευκρινίζει πως όλα στην έκταση ήταν πολύ φροντισμένα και πολλά στοιχεία έφεραν την προσωπική σφραγίδα του ιδιοσυγκρασιακού καλλιτέχνη. Ο Νικολάου είχε επιλέξει τα πλακόστρωτα και είχε διαλέξει ή φτιάξει με τα χέρια του πολλά από τα αντικείμενα και τα έπιπλα του σπιτιού, ενώ σε κάποια σπιτάκια είχε σκαλίσει πέτρες τις οποίες έχει ενσωματώσει στην πέτρινη τοιχοποιία. «Είναι γνωστή η σχέση του Νικολάου με τις πέτρες», μου θυμίζει ο αρχιτέκτονας. Μου διηγείται πως, όταν ήταν μικρά –εκείνος, η αδελφή του και η ξαδέλφη του–, οι θείοι τούς έπαιρναν μαζί απέναντι, στην Επίδαυρο. Ο Νικολάου στεκόταν στον ήλιο και κοιτούσε τις πέτρες, τις σήκωνε στο χέρι του, τις εξέταζε, τις ακουμπούσε πάλι κάτω προσεκτικά. Αυτή η διαδικασία μπορεί να κρατούσε ώρες. Τελικά γυρνούσαν πίσω εξαντλημένοι, με τον ζωγράφο να έχει ξεχωρίσει δέκα πέτρες από τις εκατοντάδες που είχε παρατηρήσει. Επέστρεφε και τις ζωγράφιζε. Πολλά από τα σχέδια και τα έργα του κοσμούν και τους τρεις αυτόνομους και πλήρως εξοπλισμένους ξενώνες που ανακαίνισε ο Θοδωρής Ζουμπουλάκης.
Τα δάπεδα στο «Ρόδι», αλλά και στους παρακείμενους ξενώνες «Ελιά» και «Φιστίκι», είναι αυτά που είχε επιλέξει αρχικά ο ζωγράφος, ενώ οι γραμμές στα έπιπλα είναι απλές, ώστε να «αφήνουν» χώρο στα έργα. Εκτός από τα αυθεντικά ζωγραφικά και σχέδια του Νικολάου, στον χώρο υπάρχουν και αντικείμενα από την Γκαλερί Ζουμπουλάκη, εκδόσεις γύρω από το έργο του Έλληνα ζωγράφου, αλλά και φωτογραφίες του αρχιτέκτονα. «Επιδίωξα να υπάρχει μια μείξη ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο και νομίζω ότι κινήθηκα στο πνεύμα των επιλογών που θα έκανε και ο θείος μου. Άλλωστε ποτέ δεν έχω καταφέρει να τραβήξω μια γραμμή αυθαίρετα. Θέλω να υπάρχει μια τεκμηρίωση, ψάχνω μια δικαιολογία, έναν κρίκο –έστω και υπαινικτικά– που να συνδέει την ιδέα μου με κάτι ευρύτερο, όπως είναι η ιστορία του τόπου. Εδώ πρωτίστως με ενδιέφερε να αναδείξω το μεσογειακό τοπίο και να αφηγηθώ κομμάτια από την ιστορία του κτήματος. Ελπίζω να μπορέσω να ολοκληρώσω το εγχείρημα και με τα υπόλοιπα κτίσματα». ■